Σίμος Ιωσηφίδης | Ο χρόνος είναι απόρριμμα

© André Kertész

Η ζωή είναι δύο εκφράσεις, άπαντες είμαστε γνώστες: η μία, είναι το ‘χαίρω πολύ΄η δεύτερη, το ‘χάρηκα που σε γνώρισα’.
Το χρονικό διάστημα μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης κυμαίνεται, αλλά συνήθως είναι μικρό.
Εξαιρούνται άτομα που ποτέ δεν έκανες χρήση των ανωτέρω.
Ακουσίως, ωστόσο, στο ως άνω διάστημα, είμαστε και σωτήρες.
Γι’ αυτό ζούμε κιόλας. Για να σώζουμε τους διπλανούς μας. Συνήθως, αυτοί οι διπλανοί, είναι γνωστοί, άρα και αναγνωρίσιμοι: φίλοι, γνωστοί, συγγενείς…
Εφόσον, όμως, ζούμε για να τους σώσουμε, αναγκαστικά, στο υποσυνείδητό μας, περιμένουμε να πέσουν για να τους βοηθήσουμε να σηκωθούν.
Όχι, όχι! Δεν ευχόμαστε την πτώση τους, αλλά την ‘καρτερούμε’ υπομονετικά. Περιμένουμε να χρηστούμε σωτήρες τους. Αγωνιούμε, άθελά μας, να δείξουμε πόσο καλοί είμαστε, πόσο αναγκαίοι.
Να γιατί ζούμε. Για να είμαστε χρήσιμοι ‘παρακαλώντας’ -ουχί προκαλώντας- την υποβάθμιση του ετέρου.
Έτσι, βιώνουμε, συμβιώνουμε, αναβιώνουμε. Τουτέστιν, επιβιώνουμε.
Προσπαθούμε, έχοντας κι άλλα ‘δήθεν’ προβλήματα στο μυαλό μας, να λύσουμε το μυστήριο της πλάσης αυτού του κόσμου.
Από που ήρθαμε;
Πως προκύψαμε;
Ποιά είναι η αιτία της ύπαρξής μας;
Είμαστε σε κρίση διότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στο «κρίνειν».
Κατ’ουσίαν δεν είμαστε σε κρίση, αλλά σε διαρκή ‘ακρισία’.
Σε μια παρατεταμένη παρακμή. Βλέπουμε αλλά δεν κοιτάζουμε. Δεν μπορούμε να εστιάσουμε επάνω στην ακατάσχετη ροή του ορατού και στην αδιάκοπη παλίρροιά του.
Για να μπορέσουμε να περάσουμε από το «οράν» στο «κοιτάζειν» πρέπει να μάθουμε να ακινητοποιούμε το βλέμμα.
Έτσι, ταυτόχρονα, ακινητοποιούμε και την συνεχή ροή του ορατού δίνοντας πιθανόν μιαν εύλογη απάντηση στο ‘ποιός έφτιαξε αυτόν τον κόσμο’.
Ωστόσο αφήνουμε στα αζήτητα το εξίσου εύλογο ερώτημα, ‘ποιός καταστρέφει αυτόν τον κόσμο;’.
Σε αυτή τη φάση καταστροφής είμαστε χρόνια τώρα…
Και ζούμε εν αρμονία, ενόσω ο χρόνος κυλά.
Κυλά, κυλά…
Ο άυλος χρόνος. Ο άχρωμος. Ο διαυγής και μη ορατός. Ο αδυσώπητος χρόνος. Σκληρός και αόρατος όπως ο άνεμος.
Αυτά τα αόρατα! Πόσο εφιαλτικά. Ό,τι δεν μπορούμε να δούμε είναι εφιαλτικό. Όπως ο Εφιάλτης.
Πόσο βαθιές ρίζες έχει το μυστήριο του αοράτου!
Αδυνατούμε να διεισδύσουμε σε αυτό με τις φτωχές αισθήσεις μας: τα μάτια μας είναι ανίκανα να συλλάβουν το οτιδήποτε, μικροσκοπικό ή ογκώδες.
Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τι υπάρχει σε έναν πλανήτη ή σε μια σταγόνα νερό.
Τα αυτιά μας συμμετέχουν σε αυτή την παραπλάνηση. Μεταφέρουν τις δονήσεις του αέρα με μελωδίες. Οι αισθήσεις μας… Αυτές οι μικρές νεράϊδες που πραγματοποιούν αυτό το θαύμα. Μετατρέπουν την δόνηση σε θόρυβο.
Κάπως έτσι δημιουργήθηκε η Μουσική. Από ένα γαλήνιο θρόϊσμα του ανέμου.
Ο Άνεμος. Η ισχυρότερη δύναμη της φύσης. Παρασύρει κάτω ανθρώπους, ισοπεδώνει κτήρια, ξεριζώνει δέντρα, υψώνει κύματα ίσα με βουνά και ρίχνει μεγαλοπρεπή πλεούμενα στα βράχια..
Σκοτώνει, βρυχάται. Σφυρίζει, αναστενάζει… Μπορείς να τον δεις; Κι όμως όλα αυτά σου μαρτυρούν ευθαρσώς πως υπάρχει!
Επιστροφή στο χρόνο. Στον γιατρό μας, τον χρόνο. Γιατρεύει τα πάντα στο διάβα του. Σαν περάσει, το οποιοδήποτε πλήγμα καταλαγιάζει.
Ποιός εφηύρε το χρόνο; Μα φυσικά εμείς αφού ανακαλύψαμε τη φθορά κάθε έμβιου και μη, έπρεπε, αυτή ακριβώς η φθορά, να είναι και μετρήσιμη.
Ναι, μάλλον έτσι, ανακαλύφθηκε ο χρόνος. Κι έτσι αναλήφθηκε…
Ο φθοροποιός και διαφθορέας χρόνος. Με το πλήρωμά του, το κακό γίνεται λίγο κακό, λιγότερο κακό, ακόμα λιγότερο, ελάχιστο, απειροελάχιστο και, και ω του σκότους, εξαφανίζεται!
Όταν το θυμόμαστε μόνο (αχ, αυτή η μάγισσα με τα μαύρα, η μνήμη), πολύ λίγες φορές (αφού έχουν παρέλθει ΄τόσα χρόνια’, ‘τόσος καιρός’) στενοχωριόμαστε. Αλλά, ευτυχώς, αυτές οι στιγμές ανάμνησης είναι λίγες και, όπως είπαμε, με την παρέλευση του χρόνου ολοένα και λιγοστεύουν.
Το πάλαι ποτέ ανυπόφορο, πλέον, φαντάζει υποφερτό. Το ανήκουστο, ακούγεται. Και το ανιστόρητο συμβάν, ιστορικό γεγονός (περιγράφεται).
Συνηθίζουμε να ζούμε με την απώλεια ενός πολυαγαπημένου αντικειμένου ή προσώπου. Αφού, ωστόσο, η απώλεια δεν παύει να υπάρχει και, ως εκ τούτου, υφίσταται αιωνεί, γιατί ο χρόνος είναι γιατρός;
Επειδή συνηθίζουμε κι εξακολουθούμε να ζούμε καλά μήπως;
Άρα ο χρόνος είναι ένα τίποτα, είναι απόρριμμα!
Στην ουσία συνηθίζουμε να επιβιώνουμε με την απώλεια.
Επιβιώνουμε, βαθμηδόν ευτυχέστεροι, με τις πληγές μας, γιατί συνηθίζουμε να ζούμε με αυτές.
Που είναι ο αόρατος χρόνος, λοιπόν;
Έγινε η απώλεια συνήθειά μας, όπως είπε και ο Ανεστόπουλος…

 


Ο Σίμος Ιωσηφίδης γεννήθηκε στην Δραπετσώνα το 1969. Σπούδασε στην Σχολή Σταυράκου εικονοληψία και θεωρία του Κινηματογράφου. Το 1991 και για δέκα συναπτά έτη ήταν αρχισυντάκτης και εξέδωσε το περιοδικό Αντι-κινηματογράφος. Έλαβε μέρος σαν ομιλητής σε πολλά συνέδρια μουσικής και κινηματογράφου {μεταξύ αυτών συμμετείχε στο συλλογικό βιβλίο με τίτλο «Πόλη και Κινηματογράφος» με πρωτοβουλία του Κ.Α.Μ.Χ. Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μελέτης Χανίων που έλαβε χώρα στον Δημοτικό Κινηματογράφο Χανίων «Κήπος»}. Το 1999 μέχρι το 2008 εξέδωσε την τριμηνιαία επιθεώρηση «Κινηματογράφος και Επικοινωνία». Έκτοτε συμμετέχει τακτικά με δοκίμια Τέχνης και Κοινωνίας σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες {«Διαβάζω», «Μανδραγόρας», «Οδός Πανός», «Μίτος», «Νίκη». Επιπροσθέτως υπήρξε Ραδιοφωνικός Παραγωγός των Ραδιοφωνικών Σταθμών Πειραιάς Κανάλι 1 – Αιγαίο FM.