γράφει ο Νίκος Γαλάνης
Υπάρχει ένας χώρος μικρός, σε ένα ισόγειο της οδού Νοταρά στα Εξάρχεια. Σαν φτάσεις εκεί, μια κυρία με φουντωτά μαλλιά σού ανοίγει μια πόρτα. Σε συμβουλεύει να καθίσεις μπροστά εφόσον σε κρίνει κάπως κοντούλη ή πίσω εάν σε θεωρήσει ψηλό. Έπειτα ανεβαίνει σε μια ξύλινη μικρή ιδιοκατασκευή και με ύφος σοβαρό, με αγωνία και χαρά απευθύνεται στους θεατές/επιβάτες. Θα ταξιδέψουμε απόψε για αυτό κρατηθείτε, ο ένας από τον άλλον. Έτσι μας είπε κι εμείς περιμέναμε.
Τα φώτα έκλεισαν, ακούστηκε δυνατός αέρας και βρεθήκαμε στο καμένο δάσος. Μπροστά στα μάτια μας δύο φίλοι συζητούν, λένε τα πιο παράλογα πράγματα με απλή λογική. Φιλοσοφούν, μιλάνε για τον κόσμο που χάνεται, για την ελπίδα που δεν έρχεται, για τον χρόνο που δεν τελειώνει. Ο Μπούκη κι ο Κούκη βρίσκονται πάνω στη σκηνή, βρίσκονται πάνω σε μια σχεδία, σε ένα ξύλινο βάραθρο που μπορεί να τους σώσει· και θα τους σώσει. Γιατί μιλάνε απλά κι ανθρώπινα, ως όντα που βρίσκονται σε συμφωνία με τον κόσμο. Είναι συμφιλιωμένοι με όλα τα πλάσματα, ακόμη και με τα πιο παράξενα: μια μητέρα κι ένα παιδί που αγαπιούνται παράφορα, έναν κουτσό και τραυματισμένο λύκο που θέλει να ζήσει, μια χελώνα που σπεύδει βραδέως, με όλους εμάς που κοιτάμε βουβά, έκπληκτοι απ’ το θαύμα.
Η σχεδία άνοιξε, μεταμορφώθηκε, έγινε ένας άλλος χώρος. Δεν είμαστε πια στην Αθήνα, πετάμε πάνω απ’ τη χώρα, στροβιλιζόμαστε σε μια δίνη, μετεωρίζουμε μαζί με την ελευθερία. Η ταχύτητα πια δεν μας φοβίζει. Και η παρέα των ηθοποιών έγινε μια παρέα παιδιών που παίζουν δίχως να έχουν κάποιο σκοπό, που ζουν αέναα και ρυθμικά.
Η παράσταση «Συγγνώμη κύριε Μπέκετ» είναι μια πράξη αλληλεγγύης. Ένα άδολο και ατόφιο μοίρασμα. Είναι η ίδια η ζωή στον πιο βαθύ πυρήνα της. Είμαστε εμείς όλοι και ο καθένας χωριστά. Πρόκειται για μια παράσταση που παίρνει τον εαυτό της εξαιρετικά σοβαρά, τόσο σοβαρά που γελάει· που κατανοεί ότι το αστείο, το τραγικό, ο ουρανός και τα πηγάδια είναι το ίδιο και το αυτό πράγμα. Η ενότητα του κόσμου γεννιέται μέσα από την ανεμελιά της ύπαρξης και από το βαθύ της τραύμα.
Όταν η παρέα των ετερόκλιτων ηθοποιών/χαρακτήρων/παιδιών αποφασίζει να δράσει, τότε ανεβάζει θέατρο, τοποθετεί τη ζωή στο προσκήνιο, στον βωμό, στο κέντρο της προσοχής μας. Όμως αυτό δεν γίνεται έτσι απλά. Προηγείται η αποδόμηση του θεάτρου, ο κατακερματισμός του, η ανάλυσή του και η αφαίρεση κάθε τι περιττού. Πάνω εκεί συναντάμε τον Μπέκετ. Έναν διανοούμενο συγγραφέα με βάθος και πόνο αλλά όχι χαρά. Το πιο βασικό συστατικό της ζωής μας, στο έργο του Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό» είναι απόν. Άλλωστε, τη χαρά κανείς δεν μπορεί να την περιμένει. Η χαρά βιώνεται στο τώρα· εφόσον γίνει υπόσχεση, απλώς εξαϋλώνεται. Η χαρά έχει πάντα μέσα της το στοιχείο της απορίας, είναι άδολος πόνος, είναι κινητήριος δύναμη.
Στο έργο της Φιλιππίδου ο Γκοντό εμφανίζεται, επιτέλους! Μετά από τόσα χρόνια προσμονής και τόση ανάλυση για την περίεργη στάση του, ο Γκοντό -επιτέλους- εμφανίζεται. Όμως αυτή η εμφάνιση είναι ακριβώς η τραγωδία. Ο Γκοντό με την εμφάνισή του πήρε σχήμα και μορφή. Πέρασε από τον κόσμο της φαντασίας στην αυστηρή υλικότητα. Κι ενώ η εμφάνιση του ήρωα ίσως να φαίνεται αναγκαία και να δημιουργεί ένα αίσθημα πληρότητας και ανακούφισης, την ίδια στιγμή συνειδητοποιούμε πως αποτελεί ταυτόχρονα και πράξη εκδίκησης, πράξη αποδόμησης ενός σπουδαίου έργου, χαρακτηριστικού του 20ου αιώνα.
Όχι κύριε Μπέκετ, εμείς θέλουμε να ζήσουμε αλλιώς. Η Σοφία Φιλιππίδου ζητάει συγγνώμη τρυφερά από τον δάσκαλό της, αλλά επιμένει: η ζωή είναι αλλού. Επιμένει να μας προτείνει έναν άλλο χώρο και χρόνο, να μας πιάσει το χέρι και να προχωρήσουμε μαζί για σχεδόν δύο ώρες στο καμένο δάσος της ζωής μας, για να βγούμε ενδυναμωμένοι και χαρούμενοι.
Όλοι οι ηθοποιοί ήταν άρτιοι και ουσιαστικοί, με την απαραίτητη φλόγα που τους έκαψε και τους έκανε άχρονα όντα, που θα μένουν στη φαντασία για καιρό. Τα κοστούμια, η μουσική, τα φώτα, όλα λειτούργησαν με ακρίβεια και προσοχή.
~ · ~
Παίζουν: Σπύρος Δούρος, Μάριος Καλογεράκης, Παναγιώτης Καλούδης, Βέρα Κανελλοπούλου, Αποστόλης Κεπεσίδης, Κωνσταντίνα Λαμπροπούλου, Λάμπρος Πρέντζας, Ασημένη Τούντα, Ειρήνη Τσώλη, Ευτυχία Φραντζεσκάκη, Νίνα Φωτιάδου.
Σκηνοθεσία / Κοστούμια / Καλλιτεχνική επιμέλεια: Σοφία Φιλιππίδου
Μουσική: Μιχαήλ-Εφραίμ Τσούμπος, Σάββας Παριανός
Σκηνικά / Αφίσα: Κώστας Φωτόπουλος
Βοηθός Σκηνοθέτη / Φωτισμοί / Φωτογραφίες: Παναγιώτης Σπύρου
Βοηθός ενδυματολογικού: Νίνα Φωτιάδου
Μακιγιάζ: Στεφανία Ανέστη
Οργάνωση παραγωγής: Αποστόλης Κεπεσίδης
Επικοινωνία: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας
Νομική σύμβουλος: Μαίρη Φραγκιαδάκη
Παραγωγή: «Το μαγαζάκι της Τ3χνης»