Ευαγγελία Χαραλάμπους | Ένα τηλεφώνημα στη μέση της νύχτας

© Debbie-Cuffery

Ξύνεται. Ασταμάτητα. Μια γλυκιά φαγούρα τον πελεκάει. Σε όλο το σώμα. Γλυκιά φαγούρα μέχρι να ματώσει, κάπως έτσι το έλεγαν σε ένα ιατρικό άρθρο. Από αυτά που του είπαν να μη διαβάζει, για να μην αγχωθεί κι άλλο. Το νευρικό του σύστημα χτύπησε κόκκινο και κάπου έπρεπε να κάνει επίθεση. Την πλήρωσε το καημένο το δέρμα. Και χωρίς να το πολυκαταλάβει, έχει μπει σε έναν φαύλο κύκλο φαγούρας-ξυσίματος-πληγών που χειροτερεύουν.

«Πρέπει να ηρεμήσετε, κύριε Στάθη. Να χαλαρώσετε. Να βρείτε την πηγή του άγχους και να απαλλαγείτε από αυτό. Αυτή η φαγούρα θα σας καταδυναστεύσει, αν της το επιτρέψετε», εξηγεί ο γιατρός. 

Μόλις έχει φύγει από τον γιατρό, οδηγεί και ο ήλιος πέφτει πάνω στα πόδια και τα χέρια του. Βλέπει τις πληγές του και αρρωσταίνει ακόμα πιο πολύ. Είναι η πρώτη φορά που μπορεί να αγγίξει τις πληγές, τα χνάρια του άγχους πάνω στο σώμα του. Και πώς να χαλαρώσει, που νιώθει μια μέγγενη να τον σφίγγει, να τον σφίγγει τόσο σφιχτά που δεν παίρνει ανάσα; Και όσο πιο πολύ τα κύματα του άγχους τον βαράνε ανελέητα, χωρίς ούτε έναν κυματοθραύστη για να τους κόψει τη φόρα, τόσο πιο πολύ ξύνεται.

Στην αρχή προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι ήταν απλό. Δεν ξύνεσαι, αγνοείς τη φαγούρα, η πληγή κλείνει. Έλα όμως που το δέρμα είναι το περίβλημα της ψυχής του, και η ψυχή νοσούσε. Νοσούσε. Πόσο εύκολο είναι να γιατρευτείς, όταν η θλίψη απλώνει τα πλοκάμια της και βγαίνει στο δέρμα; 

Σιχαίνεται τόσο πολύ αυτές τις πληγές, που εδώ και καιρό επιστράτευσε κάθε κόλπο για να μην ξύνεται. Και καλά στον ξύπνιο του, πες ότι το ήλεγχε. Στον ύπνο του; Εκεί που ξυπνάνε οι μνήμες, οι εικόνες, και αλωνίζει το υποσυνείδητο; Αυτό το άλυτο κουβάρι, η σκοτεινή λίμνη που κουβαλάμε από τη στιγμή της σύλληψής μας; Που φτιάχνει εικόνες και δεν τον αφήνει σε ησυχία; Εκεί, στον ύπνο χρειάστηκε να γίνει η πιο σοβαρή επιστράτευση. Φοράει γάντια, κάλτσες, πιτζάμες, ούτε εκατοστό του δέρματος δεν αφήνει ακάλυπτο.

Είναι μέρες που τα καταφέρνει να μην ξύνεται. Κρατάει τώρα τελευταία ένα ημερολόγιο ξυσίματος, όπου μετράει τις μέρες νίκης. Και μετά, εντελώς στα ξαφνικά, κάποιος στρεσογόνος παράγοντας εμφανίζεται και έχει τέτοια πισωγυρίσματα, που τον βυθίζουν στην αυτολύπηση και την απελπισία.

«Κάθε φορά που σου ‘ρχεται να ξυστείς, να με παίρνεις τηλέφωνο. Και μια δυο κουβέντες να πούμε, μετά θα της κόψεις τη φόρα της φαγούρας! Θα τα καταφέρεις, ρε, δεν είναι τίποτα!», του λέει ο φίλος του ο Γιώργος, πάντα αισιόδοξος. 

«Και στις τρεις το πρωί; Να σε ξυπνάω; Γιατί εκείνες οι ώρες είναι υψηλού κινδύνου». Οι μικρές ώρες είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Όλη την υπόλοιπη μέρα, με το γραφείο, τις βόλτες και τα διάφορα, κάπως τα καταφέρνει. 

«Ναι, να με παίρνεις, Στάθη μου. Γι’ αυτό είναι οι φίλοι!»

 Είναι τρεις το πρωί, η πιο επικίνδυνη ώρα. Ξυπνάει, αισθάνεται ότι θέλει να ξυστεί μέχρι θανάτου, τον καταλαμβάνει μανία. Στοπ! Διατάζει τα χέρια του. Πληκτρολογεί στα γρήγορα τον αριθμό του φίλου του. Δεν συνηθίζει να αποθηκεύει τις επαφές του. Διάβασε ότι στα εξήντα, τα σουντόκου και οι ασκήσεις μνήμης βοηθούν τα μέγιστα στην πνευματική διαύγεια.

«Γιώργο, δεν αντέχω…» του λέει.

«Όχι, Στάθη! Δεν ξυνόμαστε! Πάρε βαθιές αναπνοές, ρίξε παγωμένο νερό πάνω σου. Αυτό είναι. Καλύτερα;»

Τον σώζει ο φίλος του δυο-τρεις κρίσιμες φορές μεταμεσονύκτια.

Οι μέρες περνούν, το πρόβλημα μυστηριωδώς παραμένει. Και όσο πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, όλο και χειροτερεύει. Του θυμίζουν μακρινές μέρες ευτυχίας και η απόσταση ανάμεσα στο τότε και στο τώρα τού στοιχίζει. «Αν δεν χαλαρώσετε, δεν θα φύγει», εξηγεί ο γιατρός. Κι αυτός αγχώνεται που αγχώνεται. Και όλο αυτό το φαινομενικά μικρό πρόβλημα, τελειωμό δεν έχει.

Μερικές νύχτες μετά, κατά τις μικρές ώρες πάλι, πληκτρολογεί το τηλέφωνο στα γρήγορα.  

«Γιώργο! Δεν αντέχω. Θέλω να ξυστώωω!» φωνάζει ο Στάθης.  

 «Πώς είπατε;» απαντάει μια γυναικεία φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής.

Κοιτάει τα νούμερα. Οι αριθμοί έκαναν τη ζημιά. Ένα πέντε που γλίστρησε και έγινε οκτώ, και κάλεσε στα άγρια χαράματα μια άγνωστη κυρία. Το χέρι του τον πρόδωσε ή η μνήμη του; Ποιος ξέρει;

«Ε…»

Τρομάζει. Της το κλείνει απότομα. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα επεξεργασίας, αποφασίζει πως πρέπει να ξαναπάρει και να απολογηθεί. Κι αν του το κλείσει; Αν το απαντήσει κάποιος άλλος; Ο σύζυγος; Αν τον περάσουν για κανέναν ανώμαλο; Ξαφνικά, τον πιάνουν νευρικά γέλια. Μια άγνωστη, τέτοια ώρα, να της ανακοινώνει κάποιος άγνωστος ότι θέλει να ξυστεί.

Την ξανακαλεί.

«Παρακαλώ;»

«Ναι; Ε, καλησπέρα. Καλημέρα, δηλαδή, με συγχωρείτε, έκανα λάθος στον αριθμό. Χίλια συγγνώμη, ήθελα να πάρω τον φίλο μου τον Γιώργο. Έχουμε ένα είδος αστείου… Ε, τι σας λέω τέτοια ώρα, και φαντάζομαι ότι σας ξύπνησα…»

«Α, μην ανησυχείτε, δεν κοιμόμουν. Δεν μπορώ, δεν κοιμάμαι σχεδόν ποτέ τέτοια ώρα. Στις τρεις το πρωί», εξηγεί εκείνη.

«Ω, κι εσείς; Ε, γιατί, αν επιτρέπεται;»

 «Δεν ξέρω. Αν ήξερα, θα το είχα λύσει. Εκεί που χαλαρώνω, εκεί που πάει γλυκά γλυκά να με πάρει ο ύπνος, σαν να έχει ελατήρια το κρεβάτι. Εκσφενδονίζονται και ντιν! πετάγομαι. Μήπως και η σκέψη έχει ελατήρια; Τι να σας πω…»

Συστήνονται. Τη λένε Αριάδνη. Μιλάνε, ανταλλάσσουν πληροφορίες, συνήθειες ύπνου, ιδέες… 

«Να με παίρνετε όποτε θέλετε. Να μιλάμε. Θα… θα μου δώσετε μεγάλη χαρά» του λέει. Δεν μπορεί να τη δει από την άλλη άκρη της γραμμής, αλλά ξέρει ότι εκείνη χαμογελάει. Προσπαθεί να τη φανταστεί. Πώς να είναι. Ψηλή, όμορφη, λευκή, με σταρένια επιδερμίδα; Φτιάχνει εικόνες.

Τις επόμενες νύχτες, μιλάνε συνέχεια στο τηλέφωνο.

 Μοιράζονται σκέψεις,  έγνοιες… Έχουν τόση ανάγκη να πουν πράγματα, τόσο ενθουσιασμό που βρήκαν ο ένας τον άλλον! Που βρήκαν τόσα κοινά, κοινές αγάπες, κοινές απέχθειες, κοινά όνειρα, κοινές θλίψεις… Και όλο αυτό με τα νυχτερινά τηλεφωνήματα έχει κάτι το αλήτικο, το συνωμοτικό, την ώρα που όλοι κοιμούνται. Θυμίζει το σχολείο: όλοι να είναι στο μάθημα και οι δυο τους, σ’ ένα παγκάκι, στα κλεφτά, να απολαμβάνουν την κοπάνα.

Αν τους ζωγράφιζε κανείς, θα ζωγράφιζε δύο σπίτια, πέντε δρόμους μακριά το ένα από το άλλο. Σε μια πόλη βυθισμένη στο σκοτάδι. Μόνο τα φώτα των δρόμων να αχνοφαίνονται. Δύο κρεβατοκάμαρες με γιγάντια διπλά κρεβάτια, δύο πορτατίφ αναμμένα και δύο  ανθρώπους, ξαπλωμένους, να κουβεντιάζουν.

«Και τι κάνετε συνήθως τέτοια ώρα; Μόνη, μες το σπίτι, εννοώ;»

«Ε, έχω δοκιμάσει διάφορα. Πηλό, εργόχειρα, μουσικές…  Μέχρι και ζωγραφιές πάνω σε θαλασσινές πέτρες. Κυρίως, περιμένω να ξημερώσει. Με παίρνει ο ύπνος το πρωί. Αφήστε…»

«Και γιατί; Θέλω να πω… τι σας βασανίζει;» τη ρωτάει.

«Το ψάχνω από δω, από κει, ένα λανθάνον άγχος. Μου κλέβει τον ύπνο. Ένας αόρατος εχθρός, δεν ξέρω με ποιον παλεύω. Τι να πω…» λέει η Αριάδνη.

Ακολουθούν πολλά, κατά συρροήν τηλεφωνήματα μες τη νύχτα. Δεν χρειάζεται πια να παίρνει τον φίλο του τον Γιώργο.

Και όσο για τις μέρες, στη ρουτίνα. Γραφείο, δουλειά, ψευδοκανονικότητα… Μες τη μέρα δεν μιλάνε. Όλη μέρα περιμένει να βραδιάσει, για να την πάρει τηλέφωνο. Μέχρι που αποκοιμιέται πολλές φορές, βάζει ξυπνητήρι για να της μιλήσει και προσποιείται τον ξάγρυπνο.

 

«Σε ποια περιοχή μένετε;» τον ρωτάει ένα βράδυ. 

«Χρυσούπολη».

«Μα, αυτή είναι πέντε στενά πιο κάτω!» ενθουσιάζεται εκείνη. «Μήπως να τα λέγαμε από κοντά;»

«Ε, ναι, ίσως να το κανονίσουμε κάποια στιγμή…»  της αλλάζει κουβέντα.

 Τι να της πει; Ότι ντρέπεται, για τις πληγές του, που προέκυψαν από το επίμονο ξύσιμο; Για τις φρέσκες πληγές πάνω στις παλιές, που δεν κλείνουν; Το δέρμα έχει κάνει επανάσταση, δεν γιατρεύεται ούτε με τις πιο ισχυρές κρέμες.

Τίποτα δεν έμοιαζε ικανό να τον γιατρέψει. «Το μυαλό σου σε αρρώστησε, άρα, μόνο το μυαλό σου θα σε γιατρέψει», εξηγούσαν οι ειδικοί. 

«Είναι σαν να βάζετε ένα τσιρότο από πάνω, αλλά η πληγή είναι εκεί. Πρέπει να κλείσει η εσωτερική πληγή», του είπε ένας φίλος ψυχολόγος. Κοίταζε το δέρμα του ψυχολόγου στα χέρια, στους αγκώνες καθώς του μιλούσε. Ποτέ του δεν είχε ζηλέψει κανέναν, κι όμως τώρα ζήλευε το δέρμα όλων. Καθαρό, αψεγάδιαστο δέρμα. Άραγε, ξέρουν πόσο τυχεροί είναι; Κι εγώ, πόσο τυχερός ήμουν και δεν το ήξερα… συλλογίζεται.

«Και, τελικά; Θα βρεθούμε ποτέ από κοντά; Δεν λέω, κι από το τηλέφωνο, ωραία είναι, αλλά και από κοντά, άλλη χάρη…» επιμένει ένα βράδυ η Αριάδνη, η φίλη των πολύωρων τηλεφωνικών ραντεβού.

Ο Στάθης δεν λέει κάτι, ξέμεινε από δικαιολογίες και αναβολές.

«Δεν θέλεις; Να μη σε πιέζω…» 

«Να σου πω την αλήθεια; Τώρα, θα καταλάβεις; Ντρέπομαι. Για τις πληγές μου. Από το ξύσιμο. Αυτή η μυστήρια ιστορία που λέγαμε…» της εξηγεί. Νιώθει μια αναπάντεχη ανακούφιση. 

«Είσαι ο μόνος, νομίζεις, που νιώθει άβολα; Εγώ σε ένα σημείο του κεφαλιού μου δεν έχω μαλλιά. Ψυχοσωματικά, έτσι μου εξήγησαν. Κι εγώ ντρέπομαι. Νιώθεις καλύτερα τώρα;»

Ναι, νιώθει καλύτερα. Όχι επειδή η φίλη του έχει πρόβλημα, αλλά επειδή βρέθηκε μια ακόμα πιο ισχυρή κλωστή κατανόησης.  

«Τι ώρα έχει πάει;» τη ρωτάει. 

«Τέσσερις και μισή. Είναι μια καλή ώρα για να συναντηθούμε!» γελάει εκείνη.

Εντός μισής ώρας συναντιούνται στο πάρκο. Ένα μικρό, συνοικιακό πάρκο. Με δέντρα γύρω γύρω, που απλώνουν τα κλαδιά τους, για να προστατεύσουν την παιδική χαρά. Κλαδιά που μοιάζουν με αγκαλιά.  Το φως είναι λιγοστό. Έχει μια όμορφη ενέργεια, πάντα κάτι μένει από τα γέλια, τη χαρά των παιδιών που χοροπηδάνε τη μέρα. Το φεγγάρι μισογεμάτο, οι δρόμοι ήσυχοι, η πόλη μοιάζει να ξεκουράζεται κι αυτή.

Πλησιάζουν ο ένας τον άλλο μες τη νύχτα. Αργά βήματα, διστακτικά. Αμήχανα. Εκείνη, λευκή, καστανή και πιο όμορφη απ’ ό,τι περίμενε. Μυρίζει όμορφα. Εκείνος της δίνει το χέρι. Νιώθει μια ζεστασιά κοντά του. Δεν είναι ούτε ψηλός, ούτε κοντός, ούτε όμορφος, ούτε άσχημος, ούτε έχει κάτι το ιδιαίτερο. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος, εκείνη όμως τον ξεχωρίζει από όλους τους άλλους.

«Έχει μια άλλη ενέργεια η νύχτα. Πώς να το εξηγήσω; Ένα μυστήριο, μια ηρεμία… Μ’ αρέσει. Την αγαπώ, παρόλο που γκρινιάζω για τις αϋπνίες. Η αλήθεια είναι ότι κάτι με τραβάει στη νύχτα. Ειδικά αν βρεις κάποιον που να μπορείς να πεις δυο κουβέντες… Κάπως έτσι» λέει η Αριάδνη.

Ο Στάθης συμφωνεί. Κάθονται στις κούνιες.

«Εκεί πρέπει να είναι ο Ωρίωνας», της δείχνει τον ουρανό. Κοιτάνε, θαμπώνονται από την ομορφιά των άστρων. Ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό. Μιλάνε για όλα. Για το φως, για την αγάπη, τη μουσική. Για όλα. 

 «Σε λίγο ξημερώνει», λέει εκείνη. 

Πάντα πιο τολμηρή από τους δυο τους, σκέφτεται να του προτείνει να έρθει στο σπίτι της. Να δοκιμάσουν να κοιμηθούν μαζί. Κάνει εικόνα τους δυο τους. Αν της κρατάει το χέρι, αν τον νιώθει εκεί, δίπλα της, θα κοιμηθεί πιο εύκολα. Πιο όμορφα. Θέλει να του προτείνει και ντρέπεται. Καιρό έχει να νιώσει έναν άνθρωπο μες το σπίτι της.

«Θέλω να έρθεις μαζί μου κάπου. Κάπου που δεν μπορώ να πάω μόνος μου. Ήρθε η ώρα να πάω», προτείνει εκείνος.  

Ξεκινάνε. Στον δρόμο, της μιλάει. Περπατάνε και μιλάνε, περπατάνε και γιατρεύονται. Της λέει την ιστορία του. Για τον γιο του, που είναι εκεί, αλλά δεν είναι εκεί. Πώς γίνεται ο γιος του να είναι εκεί;

Περπατούν στους άδειους δρόμους. Φτάνουν στο κοιμητήριο. Έχει σχεδόν χαράξει. Είναι ο χώρος του αιώνιου ύπνου, μήπως γι’ αυτό δεν μπορεί εκείνη να κοιμηθεί; Φοβάται την ακινησία;  

Κοιμητήριο. Ησυχία, καθαριότητα, μυρωδιά από καντήλια και αναστεναγμοί που καμιά φορά δεν ακούγονται, κι όμως αφήνουν κάτι εδώ. Να ένας ορισμός. Κοιμητήριο: ο χώρος όπου διαχέεται ένας κρυφός λυγμός.

 Δεν μπορεί, εδώ αδυνατεί να της μιλήσει. Έχει έναν χρόνο που έχασε τον γιο του, και δεν μπορεί να χύσει ούτε ένα δάκρυ.

Προχωράνε λίγο ακόμα, μέχρι που φτάνουν στο μνήμα. Εκείνη βλέπει τη φωτογραφία του παιδιού του στο μάρμαρο και κλαίει. Τα δάκρυά της, ω, τα δάκρυά της γίνονται τσεκούρι, σπάνε τον πάγο μέσα του και κλαίει, κλαίει κι αυτός. Κλαίει ασταμάτητα, ντρέπεται που κλαίει μπροστά της αλλά δεν μπορεί να το σταματήσει. Τα δάκρυα τα διώχνουν όλα. Τις πληγές, τα σημάδια, τη φαγούρα… Σαν να ήρθε συνεργείο καθαριότητας και τα εξαφανίζει όλα. Κλάμα και κάθαρση. Κάθαρση. 

 Απομακρύνονται σιγά-σιγά από τον τάφο.

Αφήνουν πίσω τους τα κυπαρίσσια, που μοιάζουν με φρουρούς, παραταγμένα εκεί, στην άκρη του κοιμητηρίου. Κυπαρίσσια, σ’ ένα σχήμα περήφανο, άκαμπτο, σε απόλυτη ευθεία. Πάντα άγρυπνα, ποτίζονται από τη θλίψη και τη μοναξιά αυτών που μένουν πίσω.

Στον δρόμο, σταματάει και της φιλάει το χέρι. Το κρατάει σφιχτά μες το δικό του. Κρύο γύρω τους κι όμως αυτοί δεν κρυώνουν. Κοιτάζονται. Λυκαυγές, και εκείνη χαμογελάει με κατανόηση. Ένα χαμόγελο που απλώνεται από το πρόσωπό της μέχρι τα πόδια της, και ένα φέγγος που ίσως και να τον γιατρέψει.

 


Η Ευαγγελία Χαραλάμπους γεννήθηκε στην Πάφο (1980). Σπούδασε Ελληνική φιλολογία  (E.K.Π.Α) και Θέατρο στο «Νέο Ελληνικό Θέατρο». Κατέχει Μεταπτυχιακό και Διδακτορικό δίπλωμα στην Ηθική φιλοσοφία (Ε.Κ.Π.Α).  Διηγήματα, παραμύθια και άρθρα της διακρίθηκαν και βραβεύτηκαν σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (Ελλάδα, Κύπρο). Διηγήματά της περιλήφθηκαν σε ανθολογίες: Ιστορίες για την Ελλάδα, Ο Άνθρωπος χωρίς προσωπείο, Ποιητική Ανθολογία για την Καρπασία. Διηγήματα, παραμύθια και άρθρα της υπάρχουν στο Ηθική, C.S.I., lemilou.blogspot.com, σε λογοτεχνικά περιοδικά όπως: 121 words, periou.gr, fractalart.gr, diastixo.gr, koukidaki.gr, hartismag.gr, monoklread.gr , Κέφαλος, logografis.gr και σε κυπριακές εφημερίδες/περιοδικά: Άνευ, Καθημερινή, Φιλελεύθερος, Νέα Εποχή. Το πρώτο της μυθιστόρημα «Κατακαλόκαιρο»  (Μωβ Σκίουρος, Αθήνα, Οκτώβριος 2021) ήταν ανάμεσα στα 5 επικρατέστερα για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος Κύπρου 2021.