Γράφει η Βίκυ Κατσαρού
Στη συλλογή Μνήμες των ήχων, ο Νίκος Βαξεβανίδης συνθέτει μια πολυεπίπεδη ποιητική αφήγηση, όπου η μνήμη, ο ήχος και η σιωπή γίνονται ταυτόχρονα ύλη, μέσο διεκπεραίωσης και νόημα. Η γραφή του κινείται μεταξύ του ελεγειακού και του πολιτικού, του προσωπικού και του συλλογικού, δημιουργώντας ένα ποιητικό σώμα που περισσότερο θυμάται, παρατηρεί και συνομιλεί, παρά αφηγείται ή διεκδικεί. Ο στοχασμός του Βαξεβανίδη δεν χαρακτηρίζεται από διδακτισμό ή συναισθηματικά δράματα, αλλά από την ησύχως βιωμένη εμπειρία.
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες γίνεται φανερό ότι η ποίηση του Βαξεβανίδη λειτουργεί ως πράξη μνημόνευσης, όχι μόνο με την έννοια της ανάκλησης, αλλά ως τρόπου να συντηρείται η ζωή μέσα από τον απόηχό της, να αρχειοθετείται η ζωή μέσα από τους ήχους της. Οι φίλοι που χάθηκαν, οι ποιητές που διαμόρφωσαν το βλέμμα του, οι δρόμοι των Εξαρχείων, τα άδεια τρένα, τα μπαρ, οι νεκροί, οι αγαπημένοι – όλοι αυτοί επιστρέφουν ως ηχητικά αποτυπώματα που διασώζονται στη γλώσσα. Από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής με τίτλο «Ο κλήρός μου», ο ποιητής ενσωματώνει ιστορικά, πολιτικά και λογοτεχνικά στοιχεία, στοιχειοθετώντας τον άξονα μιας συνειδητής, αντισυμβατικής ποιητικής παράδοσης.
«Έχω στην πλάτη μου
Την Πρέβεζα του ’24
Την Βουδαπέστη του ’56
Την Αθήνα του εγκλεισμού
Την ποιητική μελαγχολία
αριστερή και φιλελεύθερη.
Είμαι με τους λησμονημένους
Τους αόρατους αλλά
επαναληπτικά παρόντες
τον Καρυωτάκη, τον Κάλα
την Αραβαντινού, τον Τζούλη
τον Λυκιαρδόπουλο, τον Λεοντάρη
τον Μέσκο, τον Πούλιο
τον Τραϊανό. […]»
Η φωνή που μας συστήνεται δεν τοποθετείται ως ουδέτερος παρατηρητής, αλλά ανήκει στους περιθωριακούς, τους λογοτεχνικά «αθέατους» ή «άκαιρους», τους διαρκώς παρόντες στο περιθώριο, δηλώνοντας την ανάγκη για πιο αυθεντική, βιωματική, υπαρξιακή ανάγνωση της ποίησης και της Ιστορίας, απορρίπτοντας ως εκ τούτου τον θεσμικό λόγο. Οι «λησμονημένοι» ποιητές, Καρυωτάκης, Κάλας, Αραβαντινού, Τζούλης, Λυκιαρδόπουλος, Λεοντάρης, Μέσκος, Πούλιος, Τραϊανός, είναι ένα ποιητικό πάνθεον που συνδέει διαφορετικές φωνές της ελληνικής ποίησης, ενώ δεν πρόκειται για «αντικειμενικά» λησμονημένους, αλλά για ποιητές που δεν έγιναν ποτέ εύπεπτοι ή mainstream, ένας άτυπος λογοτεχνικός θίασος «σκιών», οι οποίοι όμως ως «επαναληπτικά παρόντες» στοιχειώνουν τον λογοτεχνικό χώρο με τον δικό τους αντισυμβατικό τρόπο.
Η «ποιητική μελαγχολία / αριστερή και φιλελεύθερη», αντιμετωπίζεται όχι ως αδυναμία, αλλά ως επιλογή τοποθέτησης. Οι όροι «αριστερή» και «φιλελεύθερη» φαίνεται να λειτουργούν ειρωνικά ή αυτοαναιρούμενα — ίσως υποδεικνύοντας την απονεύρωση των εννοιών αυτών μέσα στον πολιτισμικό λόγο.
Η φωνή που μας μιλά κατοικεί τη μνήμη ως θέση πολιτική και υπαρξιακή, απορρίπτοντας την αποστείρωση της ερμηνείας, την αναγνώριση που έρχεται από τις «προθήκες» («Δεν είναι/Σε προθήκες κεντρικές/Σε μαζώξεις ποιητών/Δημόσιες αναγνώσεις) και αγκαλιάζοντας τους λυρικούς της παραίτησης, της απόγνωσης και της ήσυχης αντίστασης.
Ο ποιητής συνδιαλέγεται συχνά πυκνά με σαρκασμό, ειρωνεία και υπαρξιακή μελαγχολία με το ζήτημα της καλλιτεχνικής υπερδιέγερσης. Η νύχτα συνολικά στο έργο του είναι ιδωμένη ως ριψοκίνδυνη εμπειρία, που επαναλαμβάνεται ως χρονικό πλαίσιο κρίσης φέρνοντας επικίνδυνες συναντήσεις, Λεοντάρης και Λυκιαρδόπουλος, Γιάννης Χρήστου και John Coltrane, Ζίμπερμπεργκ και Ζουλάφσκι, και ο συμβιβασμός που προτείνεται ως δήθεν σωτηρία απορρίπτεται φανερά αλλά και αδήλωτα σε κάθε του στίχο.
Υπόσχομαι
Άλλη φορά δεν θα διαβάζω νύχτα
Βύρωνα Λεοντάρη και Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο
Άλλη φορά δεν θα ακούω νύχτα
Γιάννη Χρήστου και John Coltrane
Άλλη φορά δεν θα βλέπω νύχτα
ταινίες του Ζίμπερμπεργκ και του Ζουλάφσκι
Τις νύχτες που θα ’ρθουν
θα είμαι μειλίχιος, αποδεκτός, πανεπιστημιακός διανοούμενος.
Επίσης τον ρυθμό διατρέχει ένας υπόγειος τόνος, ως κρίση ταυτότητας και ψυχική εξάντληση, απότοκο της αδιάκοπης υπερδιέγερσης – καθώς η βαθιά τέχνη γίνεται επικίνδυνη και δρόμος εκστατικός αλλά μοναχικός και εξουθενωτικός.
Σημαντικός άξονας της συλλογής η μουσική που δεν λειτουργεί απλώς ως φόντο ή αισθητικός σχολιασμός· είναι συστατικό της ψυχής, είναι τρόπος ερμηνείας και συναισθηματικής επιβίωσης. Από τους Nick Cave και Yell-O-Yell μέχρι τον Mahler, τον Μπετόβεν και τον Σαχτούρη, η συλλογή λειτουργεί σαν ένα υβριδικό mixtape υπαρξιακής συνείδησης.
Στα ποιήματα της ενότητας Μνήμες απώλειας, η απώλεια δεν παρουσιάζεται παθητικά αλλά δυναμικά, ως απαραίτητη συνθήκη που μεταβολίζει τη συνύπαρξη. Η απουσία γίνεται σχεδόν φυσική παρουσία, συντροφιά, διαρκής διάλογος. Οι «Απόντες» —φίλοι, ποιητές, σύντροφοι— δεν θρηνούνται, αλλά συνομιλούν με τον ποιητή, όπως στο «Σε wine bar με τους νεκρούς μας φίλους» ή το «Ιδού ίππος χλωρός».
Αυτή η στάση απέναντι στον θάνατο δεν είναι μελαγχολική, αλλά συμφιλιωτική: «Δεν πολεμάς το θάνατο, απλά συμφιλιώνεσαι μαζί του».
Έτσι η ποίηση αποκτά τελετουργικό χαρακτήρα, γίνεται πράξη διατήρησης του δεσμού μας με τους άλλους, όχι μέσω του πένθους, αλλά μέσω της γλώσσας.
«ΕΣΣΕΤΑΙ ΗΜΑΡ», θα μας πει ο ποιητής, «Έρχομαι από τοπία παραμεθόρια,/παραποτάμια,/παραθαλάσσια» σε τόνο μεταγεωγραφικό καθώς αυτά τα «τοπία» είναι και ψυχικά, η παραμεθόριος είναι και χώρα τραυμάτων, χώρα γέννησης, χώρα ποίησης, κι ο ποιητής ανασκάπτει στις «παρυφές» της ύπαρξης, του τόπου, της γλώσσας, εκφράζοντας την πεποίθηση να ανήκεις πάντα εκτός κέντρου ― και να επιστρέφεις εκεί όχι από επιλογή, αλλά επειδή αυτό είσαι.
Όμως ο ποιητής περιφέρεται όχι μόνο σε ψυχικά τοπία, αλλά και σε αστικούς και γεωπολιτικούς χώρους: Εξάρχεια, Βουδαπέστη, Βελιγράδι, Μαδρίτη, Βόλος, Αλεξανδρούπολη. Οι τοποθεσίες δεν λειτουργούν απλώς ως φόντο, αλλά χαρτογραφούν εμπειρίες και συλλογικές μνήμες. Μέσα σε αυτούς τους χώρους διατηρείται η αίσθηση της περιπλάνησης, αλλά και της απώλειας προσανατολισμού. Είμαστε στο μεταίχμιο μνήμης και εξορίας, σε ένα τοπίο που αλλάζει συνεχώς, αλλά και επιμένει να επανέρχεται.
Η γλώσσα στη συλλογή είναι λιτή αλλά βαθιά φορτισμένη, με συνεχή διακειμενικά παιχνίδια, αναφορές σε άλλους ποιητές, έργα και πολιτισμικά στοιχεία (Λεοντάρης, Μαγιακόφσκι, Debord, Burroughs, Καρυωτάκης, Αναγνωστάκης κ.ά.).
Το λεξιλόγιο εναλλάσσεται ανάμεσα σε λυρισμό και ωμότητα, με μια αντιρητορική ποιητική στάση. Οι στίχοι συχνά λειτουργούν ως ριπές – άλλοτε ημερολογιακές, άλλοτε προφητικές, άλλοτε εξομολογητικές.
Χαρακτηριστικός είναι και ο τόνος του «αντί προλόγου» με τη ρήση του Λεοντάρη:
«Δεν είμαστε ποιήματα για απαγγελία και πώληση αλλά για αυτοπυρπόληση».
Μια ποιητική δήλωση υπαρξιακής αυτοθυσίας, που καθορίζει και τη στάση του δημιουργού απέναντι στον εαυτό του και τη γραφή του.
Σε πολλά σημεία ο Βαξεβανίδης αναμετριέται με την ίδια την πράξη της ποίησης. Δεν την εξιδανικεύει – τη θεωρεί πληγή, ρωγμή στον χρόνο, τρόπο να υπερβαίνεις τη σιωπή χωρίς να τη διαρρηγνύεις.
Αυτή η αποστασιοποιημένη αλλά και τρυφερή προσέγγιση της ποιητικής λειτουργίας, υποδεικνύει έναν ποιητή που δεν περιμένει ανταμοιβή – γράφει για να αντέξει.
Η ποιητική συλλογή Μνήμες των ήχων είναι μια τελετουργία ανάκλησης, ένας φόρος τιμής στο άγραφο, στο άκουσμα, στην απουσία, στην παρηγορητική μνήμη. Ο Βαξεβανίδης δεν αναζητά βεβαιότητες· αντίθετα, αφήνει τα ερωτήματα ανοιχτά, να αντηχούν σαν επαναλαμβανόμενες συγχορδίες.
Μέσα από τη συλλογή, η ποίηση γίνεται χώρος φιλοξενίας των απόντων, των σιωπών, των ηττημένων και των αγαπημένων. Είναι ένας τρόπος να υπάρξει κανείς όχι μέσα από τη νίκη ή την κατανόηση, αλλά μέσα από την ακρόαση και τη μνήμη.