Μιχάλης Κατσιγιάννης | Περί λογοτεχνίας: σημειώσεις για ένα μεταβαλλόμενο ίχνος

© Robert Frank

1. Αναζητώντας κάποια αφετηρία ή η ορισμένη ασφάλεια των ορισμών

Το είδος της τέχνης που ονομάζεται λογοτεχνία είναι μία κοινωνικο-πολιτισμική κατασκευή με «κατ’ εξοχήν ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα» (Νικολόπουλος, 1995: 45) και της οποίας η έκφραση είναι αισθητική. Η πρόταση αυτή όσο λιτή, απλή και αβίαστη και αν φαίνεται υποδηλώνει συνοπτικά μεν, αλλά πλήρως και όχι μερικώς ή κατά το ήμισυ, τον χαρακτήρα της λογοτεχνίας, αφού περιγράφει την τελευταία τόσο ως προς το ειδικό εκείνο μέρος της τεχνοτροπίας, δηλαδή το δόγμα της παραγωγής της, όσο και ως προς τη φύση της υπαρξιακής της υπόστασης. 

Για τον Μπαρτ (1979: 22) η τέχνη της λογοτεχνίας είναι μεταξύ άλλων το «να σκαρώσουμε μια κατεργαριά με τη γλώσσα, στη γλώσσα. Αυτή τη σωτήρια κατεργαριά, αυτή την επιτήδεια υπεκφυγή, αυτή την υπέροχη απάτη, που μςς επιτρέπει ν’ ακούμε την εκτός-εξουσίας γλώσσα, σ’ όλη την αίγλη μιας διαρκούς επανάστασης του σημειωτικού συστήματος».

Ο Sartre (1971), με το βιβλίο του τι είναι λογοτεχνία, δίνει έμφαση στην πολιτική στράτευση και θεωρεί ότι απάντηση στο το είναι η τελευταία μπορεί να υπάρξει με το να δοθεί κάποια απάντηση στις ερωτήσεις: τι είναι το γράψιμο, γιατί γράφουμε και για ποιον γράφουμε. 

Ο Blanchot (2003) θεωρεί ότι η όποια απόπειρα ορισμού της λογοτεχνίας είναι κάτι το ανώφελο, το μάταιο, αφού όπως γράφει χαρακτηριστικά:

διαπιστώσαμε με έκπληξη ότι το ερώτημα: «τι είναι λογοτεχνία;» δεν έλαβε ποτέ του παρά ασήμαντες απαντήσεις […] Το να ρωτάμε «τι είναι ποίηση;», «τι είναι τέχνη;» ή ακόμη «τι είναι μυθιστόρημα;» μπορούμε να το κάνουμε και το έχουμε κάνει. Όμως η λογοτεχνία, που είναι ποίημα και μυθιστόρημα, μοιάζει με στοιχείο του κενού, παρόν μέσα σ’ όλα αυτά τα βαρυσήμαντα πράγματα και που πάνω του ο στοχασμός, με τη βαρύτητα που του προσιδιάζει, δεν μπορεί να στραφεί χωρίς να χάσει τη σοβαρότητά του […] Εάν ο στοχασμός απομακρυνθεί, η λογοτεχνία ξαναγίνεται στο εξής, πράγματι, κάτι το σημαντικό, το ουσιώδες, σημαντικότερο από τη φιλοσοφία, τη θρησκεία και τη ζωή του περιβάλλοντος κόσμου (Blanchot, 2003: 13).

Ο Γιάους (2019: 340) διακρίνει στην λογοτεχνία μία «ιδιαίτερη λειτουργία» όπως την ονομάζει αυτή του «διαμορφωτικού παράγοντα της κοινωνίας, λειτουργία με την οποία η λογοτεχνία, συναγωνιζόμενη τις άλλες τέχνες και τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις, συμβάλλει στη χειραφέτηση του ανθρώπου από τις δεσμεύσεις που η φύση, η θρησκεία και η κοινωνία του επιβάλλουν».

Ο Ρανσιέρ (2015) μιλώντας για τη λογοτεχνία σχολιάζει τον τρόπο με τον οποίο επιτελεί το έργο της. Πιο συγκεκριμένα ο Γάλλος στοχαστής γράφει:

η λογοτεχνία δεν δημιουργεί έναν κόσμο φαντασιακό ο οποίος αντιπαρατίθεται σε έναν κόσμο φανταστικό. Το έργο της συγκροτεί μορφές διαφωνίας, αλλάζει τους τρόπους της αισθητής παρουσίασης και τις μορφές της έκφρασης αλλάζοντας τα πλαίσια, τις κλίμακες ή τους ρυθμούς, οικοδομώντας νέες σχέσεις ανάμεσα στο φαινόμενο και την πραγματικότητα, το μοναδικό και το κοινό, το ορατό και τη σημασία του. Το έργο της αλλάζει τις συντεταγμένες του αναπαραστάσιμου· αλλάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα αισθητά συμβάντα, τον τρόπο με τον οποίο τα αναφέρουμε σε διάφορα υποκείμενα, τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος μας κατοικείται από συμβάντα και μορφές (Ρανσιέρ, 2015: 82-83). 

Ο Culler (2000: 36-47) επιχειρεί να ορίσει τη λογοτεχνία παραθέτοντας τα παρακάτω πέντε σημεία:

  1. η λογοτεχνία ως η προβολή της γλώσσας.
  2. η λογοτεχνία ως η ενοποίηση της γλώσσας.
  3. η λογοτεχνία ως μυθοπλασία.
  4. η λογοτεχνία ως αισθητικό αντικείμενο.
  5. η λογοτεχνία ως διακειμενική ή αυτό-αναφορική κατασκευή.

Ο Foucault (2016), επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στο ζήτημα της γλώσσας της λογοτεχνίας, παρατηρεί το γεγονός ότι η τελευταία είναι:

ένα πέρασμα προς τα «έξω»· η γλώσσα διαφεύγει τον τρόπο ύπαρξης του λόγου –δηλαδή την καταδυνάστευση της αναπαράστασης– και η λογοτεχνική ομιλία αναπτύσσεται εκκινώντας από τον εαυτό της υφαίνοντας ‘ένα δίκτυο που κάθε του σημείο, διακριτό από τα άλλα, απόμακρο ακόμη και για τα πλησιέστερά του, τοποθετείται σε σχέση με όλα μέσα σε ένα διάστημα που τα φιλοξενεί και ταυτόχρονα τα χωρίζει. Η λογοτεχνία δεν είναι ένα είδος γλώσσας που προσεγγίζει τον εαυτό της μέχρι να αγγίξει το σημείο της πυρακτωμένης της έκφρασης· είναι ένα είδος γλώσσας που φεύγει όσο το δυνατόν μακρύτερα από τον εαυτό της. Κι αν, παίρνοντας τούτη την «εκτός εαυτού» θέση, αποκαλύπτει το προσίδιό της είναι, μέσα από τούτη την αιφνίδια διαύγεια αποκαλύπτεται όχι τόσο μια αναδίπλωση, όσο μια απόκλιση, όχι τόσο μια επιστροφή των σημείων στον εαυτό τους, όσο μια διασπορά (Foucault, 2016: 12-13). 

2. Η λογοτεχνία ως υπερβατική δύναμη στο κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι

Αν η αποστολή της λογοτεχνίας διαιρεθεί σε προτεραιότητες, από την καταλογοποίησή τους θα προκύψει ότι ο πρώτος στόχος στην ιεραρχία είναι ο εξής διπλός: το στάδιο της πολιτισμικής αναγνώρισης, δηλαδή η συνείδηση της υπάρχουσας κατάστασης ως το πρώτο και το πιο βασικό στάδιο για την επίτευξη της αυτόνομης και ανεξάρτητης ύπαρξης. Όμως, έπειτα από αυτή τη διαδικασία ακολουθεί το ερώτημα: αφού ο άνθρωπος δει και κατανοήσει από τι περιβάλλεται και τι περιβάλλει και εκείνος με τη σειρά του (αφού συναινεί σε ό,τι υφίσταται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο), τι ακριβώς πρέπει να τον απασχολήσει; Εκείνο που ονομάζεται «κριτική συνειδητοποίηση» (Φρέιρε, 1974, 1977) (δεύτερο στάδιο), δηλαδή η ουσιαστική επανατοποθέτηση του υποκειμένου, όχι στη γεωγραφική διάσταση τροφοδοτούμενο από μία τεχνοκρατική αντίληψη, αλλά στην κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική διάσταση, τροφοδοτούμενό από μία κριτική θέληση και ανάγκη.

Επομένως, η λογοτεχνία γίνεται αντιληπτή ως ένα ολοκληρωμένο σύστημα με δυνατότητες διαμόρφωσης του κοινωνικού, πολιτικού και πολιτισμικού γίγνεσθαι, ως ένα υπαρξιακό άυλο και υλικό πεδίο, το οποίο δύναται να συνεπικουρήσει το υποκείμενο (τόσο το ατομικό όσο και το συλλογικό) προς την προοπτική της πνευματικής και συναισθηματικής του ανάπτυξης. Αυτό καθίσταται δυνατό εφόσον η λογοτεχνία έχει αφετηριακά ως σκοπό τόσο την ανάλυση και την κριτική των εκάστοτε συνθηκών και διαδικασιών όσο και την αφύπνιση (υπό την έννοια της παρότρυνσης) του υποκειμένου προς μία κάποια κατεύθυνση, καθώς πρωταρχική της λειτουργία είναι να προωθεί την έκφραση, τη δημιουργία, την αισθητική εκμετάλλευση κάθε έμβιου και μη στοιχείου, δηλαδή την παραγωγή τύπων επικοινωνίας.

Ωστόσο, θα ήταν εξαιρετικά οδυνηρό να υποθέσει κανείς ότι η τέχνη είναι ικανή να επιφέρει πρακτικές, χειροπιαστές, μετρήσιμες αλλαγές. Ο Μαρκούζε (1998: 36) γράφει σχετικά: «η τέχνη δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο, αλλά μπορεί να συντελέσει στην αλλαγή της συνείδησης και των ενορμήσεων […] που μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο». Τι μπορεί να κάνει δηλαδή η λογοτεχνία; Όπως υποστηρίζει ο Μαρκούζε (1998: 28) «αμφισβητεί το μονοπώλιο της κατεστημένης πραγματικότητας να καθορίζει τι είναι πραγματικό» και κατ’ επέκταση αποσκοπεί στην «κοινωνική χειραφέτηση των ενστίκτων της ζωής» (Μαρκούζε, 1998: 25) αφού:

είναι αφοσιωμένη σ’ εκείνη την αντίληψη του κόσμου, που αλλοτριώνει τα άτομα από τη λειτουργική τους ύπαρξη και τη λειτουργική εκτέλεση έργων μέσα στην κοινωνία –είναι αφοσιωμένη στη χειραφέτηση της ευαισθησίας, της φαντασίας και του Λόγου σ’ όλες τις σφαίρες της υποκειμενικότητας και της αντικειμενικότητας (Μαρκούζε, 1998: 20).

Με άλλα λόγια:

οι ριζοσπαστικές ιδιότητες της τέχνης, δηλαδή η από μέρους τους καταδίκη της κατεστημένης πραγματικότητας και η επίκληση της ωραίας εικόνας/όψης […] της απελευθέρωσης, θεμελιώνονται ακριβώς στις διαστάσεις με τις οποίες η τέχνη υπερβαίνει τον κοινωνικό της καθορισμό και χειραφετείται από το δεδομένο σύμπαν ομιλίας και συμπεριφοράς, ενώ συνάμα διατηρεί τη συνθλιπτική του παρουσία. Μ’ αυτό η τέχνη δημιουργεί τη σφαίρα στην οποία γίνεται εφικτή η ανατροπή της εμπειρίας που προσιδιάζει στην τέχνη: ο κόσμος τον οποίο σχηματίζει η τέχνη αναγνωρίζεται ως πραγματικότητα που καταπιέζεται και διαστρεβλώνεται στη δεδομένη πραγματικότητα. Η εμπειρία αυτή κορυφώνεται σε ακραίες καταστάσεις […] που τινάζουν στον αέρα τη δεδομένη πραγματικότητα στο όνομα μιας αλήθειας κατά κανόνα μη αποδεκτής ή και ανήκουστης. Η εσωτερική λογική του έργου τέχνης περατώνεται με την ανάδυση ενός άλλου Λόγου, μιας άλλης ευαισθησίας, που αψηφούν την ορθολογικότητα και την ευαισθησία, οι οποίες είναι ενσωματωμένες στους κρατούντες κοινωνικούς θεσμούς (Μαρκούζε, 1998: 17-18).

Επίσης, στο ερώτημα τι είναι η λογοτεχνία, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε με τις ακόλουθες τέσσερις θέσεις. Πρώτον, η λογοτεχνία είναι χώρος και χρόνος, δηλαδή μνήμη. Δεύτερον, η λογοτεχνία είναι στοχασμοί και συναισθήματα, δηλαδή εμπειρία. Τρίτον, η λογοτεχνία προσφέρει στους ανθρώπους τη δυνατότητα της διαυγούς ενοποίησής τους έχοντας στο επίκεντρό της το υποκείμενο ως κινούμενη αμηχανία και διεκδίκηση, ως αποκάλυψη και ανακάλυψη, ως υπαρξιακή τελειότητα και ατέλεια, ως ζωή και θάνατο, ως στέρηση και λύτρωση, ως θέληση και ανάγκη. Ο Νικολόπουλος (1995: 70-71) αναφέρει σχετικά:

στις απόπειρες της τέχνης-απόπειρες που στη λογοτεχνία έχουν μια πιο ολοκληρωμένη πνευματική διάσταση, γιατί πρόκειται για απόπειρες που περνούν κι εκφράζονται μέσα από το λόγο υπάρχει ένα στοιχείο υπέρβασης του ατομικού και του εμπειρικού, ένα τολμηρό βήμα για κάποιο είδος νοερής «δραπέτευσης» από τη «φυλακή» του ατομικού, αλλά και των εμπειριών του φυσικού κόσμου, που στέκεται «έναντι ημών». 

Τέταρτον, η λογοτεχνία δεν αρκείται στην επιφάνεια ενός συμβάντος, αλλά εισχωρεί στο υπέρτατο βάθος της ψυχοπνευματικής κατάστασης αυτού που το βιώνει. Ο Αλμπέρ Καμύ (1971: 327) γράφει για τη λογοτεχνία ορμώμενος από το μυθιστόρημα:

ο κόσμος του μυθιστορήματος είναι η διόρθωση τούτου του κόσμου σύμφωνα με τη βαθιά επιθυμία του ανθρώπου. Γιατί πρόκειται ακριβώς για τον ίδιο κόσμο. Ο πόνος είναι ο ίδιος, όπως και το ψέμα και ο έρωτας. Οι ήρωες έχουν τη γλώσσα μας, τις αδυναμίες μας, τις δυνάμεις μας. Ο κόσμος τους δεν είναι ούτε πιο ωραίος ούτε πιο καλά χτισμένος από το δικό μας. Αλλά αυτοί φτάνουν μέχρι το τέρμα του πεπρωμένου τους και δεν υπάρχουν πιο συναρπαστικοί ήρωες από εκείνους που φτάνουν μέχρι τα άκρα του πάθους τους. 

Για να καταλήξει στην ουσιαστική (απείρως θεραπευτική θα έλεγα) δράση της λογοτεχνίας: «ο άνθρωπος δίνει επιτέλους στον εαυτό του τη μορφή και τα σύνορα της γαλήνης, που κυνηγάει μάταια στη ζωή του» (Καμύ, 1971: 329). Υπό αυτό το πρίσμα και ακολουθώντας την (διασαφηνιστική) σκέψη του Deleuze (2018), «η πράξη της δημιουργίας», που φέρνει στο προσκήνιο την λογοτεχνία είναι η «πράξη της αντίστασης» (Deleuze, 2018: 127-129).

Ο άνθρωπος μέσα από μία σειρά από τρόπους αποτελεί την εικόνα, όχι μόνο του εγκλωβισμένου υποκειμένου, αλλά και του ίδιου του εγκλωβισμού. Στην κατάσταση αυτή, η λογοτεχνία, αυτό το αισθητικά γλωσσικό συνεχές, είναι δυνατόν «να αποτελεί για τον άνθρωπο ένα εσωτερικό πνευματικό καταφύγιο, να δίνει διεξόδους στα προβλήματα που του γεννά η πραγματικότητα, να συμβάλλει στην κατανόηση της κοινωνίας από την οποία πηγάζει» (Κατσίκη-Γκίβαλου, 2007: 21), πιο πολύ από κάθε άλλο κοινωνικό και πολιτισμικό παράγοντα. Μπορεί να εφοδιάσει το υποκείμενο με την κριτική συνείδηση τόσο για την προσωπική του κατάσταση όσο και για τον κόσμο, αφού όπως γράφει ο Marcuse (1971: 86):

με τελετουργικό χαρακτήρα ή όχι, η τέχνη περιέχει την ορθή λογική της άρνησης. Στις ακραίες θέσεις της, είναι η μεγάλη Άρνηση –η διαμαρτυρία απέναντι σ’ αυτό πού είναι. Οι μορφές που ο άνθρωπος εμφανίζεται, τραγουδάει, μιλάει σ’ αυτήν, οι τρόποι που αντηχούν τα πράγματα, είναι μορφές άρνησης, ρήξης, ανάπλασης της πραγματικής τους ύπαρξης. 

Τέλος, η αντίδραση, η ανταπόκριση ενός εκάστου σε κάποιο ποίημα συνιστά απάντηση σε ένα ερώτημα σχετικά με τη φύση της λογοτεχνίας; Προφανώς και αποτελεί μέρος της απάντησης. Το ποίημα το ίδιο; Ναι. Ο ποιητής; Επίσης. Ωστόσο, όταν δεχόμαστε αυτές τις τρεις εμπειρικού τύπου απαντήσεις, αντιλαμβανόμαστε ότι περιοριζόμαστε μόνο στην εξερεύνηση της κάθε είδους τέρψης που προσφέρει η λογοτεχνία, κάτι που είναι ακραία σημαντικό και απαραίτητο για την κατανόησή της, αλλά δεν αρκεί για την ολοκληρωμένη συζήτησή μας μαζί της, η οποία δεν μπορεί να είναι άλλη από την ανάλυση και την κριτική της. Επομένως, αν κάποιος θέλει να συλλάβει τη φύση της λογοτεχνίας, όχι περιπλανώμενος στην κλίμακα που περιέχει τα αναγκαία μεν αλλά ελάχιστα γι’ αυτή, πρέπει να την προσεγγίσει –πέρα των άλλων και– μελετώντας τη.

 

Βιβλιογραφία:

Blanchot, M. (2003). Η λογοτεχνία και το δικαίωμα στο θάνατο (Ν. Ηλιάδης, Μτφρ.). Αθήνα: Futura. 

Culler, J. (2000). Λογοτεχνική Θεωρία: Μια Συνοπτική Εισαγωγή (Κ. Διαμαντάκου, Μτφρ.). Ηράλκειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. 

Γιάους, Χ. (2019). Η ιστορία της λογοτεχνίας ως πρόκληση για τις γραμματολογικές σπουδές. Στο K. M. Newton (επιμ.), Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα: Ανθολόγιο κειμένων (Α. Κατσικερός & Κ. Σπαθαράκης, Μτφρ.) (σσ. 332-340). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. 

Deleuze, G. (2018). Η πράξη της δημιουργίας. Στο Π. Τσιαμούρας (επιμ.), Δημιουργία και αναρχία (Π. Καλαμαράς, Μτφρ.) (σσ. 113-129). Αθήνα: Έρμα. 

Foucault, Μ. (2016). Ο στοχασμός του έξω: Για τον Μωρίς Μπλανσό (Β. Πατσογιάννης, Μτφρ.). Αθήνα: Πλέθρον. 

Κατσίκη-Γκίβαλου, Α. (2007). Φιλολογικές Διαδρομές Γ΄. Αθήνα : Πατάκης. 

Καμύ, Α. (1971). Ο επαναστατημένος άνθρωπος (Ι. Τσακίρη, Μτφρ., Η. Μπουκουμάνης, Επιμ.). Αθήνα: Εκδόσεις Μπουκουμάνη. 

Marcuse, H. (1971). Ο μονοδιάστατος άνθρωπος (Μπ. Λυκούδης, Μτφρ.). Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.

Μαρκούζε, Χ. (1998). Η αισθητική διάσταση: Για μια κριτική της μαρξιστικής αισθητικής (Β. Τομανάς, Μτφρ.). Θεσσαλονίκη: Νησίδες. 

Μπαρτ, Ρ. (1979). Μυθολογίες (Κ. Χατζηδήμου & Ι. Ράλλη, Μτφρ.). Αθήνα: Ράππας.

Νικολόπουλος, Φ. (1995). Κοινωνιολογική προσέγγιση του λογοτεχνικού έργου. Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις.

Ρανσιέρ, Ζ. (2015). Ο χειραφετημένος θεατής (Α. Κιουπκιολής). Αθήνα: Εκκρεμές. 

Sartre, J. P. (1971). Τι Είναι Λογοτεχνία; (Μ. Αθανασίου, Μτφρ.). Αθήνα: Εκδόσεις 70-Πλανήτης. 

Φρέιρε, Π. (1974). Η αγωγή του καταπιεζόμενου (Γ. Κρητικός, Μτφρ.). Αθήνα: Ράππα. 

Φρέϊρε, Π. (1977). Πολιτιστική Δράση για την Κατάκτηση της Ελευθερίας (Σ. Τσάμης, Μτφρ.). Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτης. 

 

Ο Μιχάλης Κατσιγιάννης γεννήθηκε στην Πάτρα στις 30 Μαΐου του 1997. Είναι προπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης και της Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία του Πανεπιστημίου Πατρών. Το μελετητικό του ενδιαφέρον εντοπίζεται στη θεωρία, την κριτική και τη διδακτική της λογοτεχνίας. Επίσης, ασχολείται με την τέχνη της λογοτεχνίας και συγκεκριμένα με την ποίηση.