Αλεξία Κατσικογιάννη | Οι πτυχιούχοι

© Javier Campano

   Τάνγκο νοτούρνο σε ρυθμούς καρσιλαμά. Ανδρομονάστηρο, χιλιόμετρα έξω απ’ την Ιθώμη. Κάτι κεριά λιώνουν και με το σώμα τους σχηματίζουν λίμνες από νούφαρα, λες κι από πάνω η πινακίδα δεν παρακαλεί τους πιστούς να τα σβήνουν. Φεύγουν ιδρωμένοι και κάποιος έχει την ιδέα για μπάνιο στη θάλασσα. Τα νερά της ντελικάτα, ρηχά, έτοιμα να φιλοξενήσουν ξύλινες παλέτες και να τις μετατρέψουν σε πλωτά οσπιτάλια για ασθενείς και οδοιπόρους. Κι η εθνική μας νιότη να στολιστεί με την επίσημή της φορεσιά, τη μέρα εκείνη της ορκωμοσίας απ’ την οποία κανένας δεν μπορεί να λείψει χωρίς ένα ισχυρό άλλοθι. Υπεύθυνη δήλωση περί απώλειας κολυμβητικών δεξιοτήτων, τσεκ. 

   Με τα πολλά, οι πτυχιούχοι μαζεύτηκαν όλοι μαζί σ’ ένα αμφιθέατρο. Έριξαν πάνω τους ένα σκούρο πανωκόρμι -ευγενική προσφορά του πανεπιστημίου- κι αισθάνθηκαν για λίγα λεπτά πως μπορούσαν, λέει, να εξουσιάσουν τον κόσμο. Όταν όμως η επήρεια από το μαύρο επίσημο ένδυμα πέρασε, εμφανίστηκαν στην αίθουσα οι ελεήμονες βραβευτές κι ένα κράτος νεγκλιζέ, που παρίστανε το ντυμένο. Τίποτα το ιδιαίτερο δεν έγινε σ’ εκείνη την αίθουσα. Άνθρωποι χαιρετήθηκαν για τελευταία φορά, κρατώντας ένα πτυχίο στα χέρια. Κάποιος πρότεινε να συρράψουν όλοι μαζί τα πτυχία τους, να σχηματίσουν ένα φόρεμα με τριακόσιες πενήντα πτυχές και να κρυφτούν στις γωνιές του, σαν ενήλικα παιδιά. Άλλος πάλι βρήκε αυτήν την ιδέα φρικτή, σταυρώνοντας χέρια και πόδια. Μ’ ένα κακοσιδερωμένο μπλε σταυροπόδι, μίλησε για τα χειμερινά και εαρινά εξάμηνα, για τις άλλες δύο εποχές του χρόνου που επί έξι συναπτά έτη αγνοούσε και τώρα πια αμήχανος, δεν ήξερε τι να τις κάνει. Τα γόνατά του  μυτερά, το ένα πάνω στ’ άλλο, θύμιζαν ιστία αιγαιακά, πάνω από την Κρήτη και ανατολικότερα της Σίφνου.

   Την επόμενη μέρα, οι πτυχιούχοι ετοιμάστηκαν για διακοπές σε κάποιο ελληνικό ισλάνδι. Διάλεξαν ο καθένας από μια θαλασσινή σαιζ λονγκ και είπαν πως τώρα πια μπορούσαν να ταξιδέψουν σ’ έναν ολόκληρο γαλαξία. Έναν γαλαξία ψεύτικο, εκπτωτικό, από μπλε και κίτρινες σακούλες. Για την υπόλοιπη ζωή τους δε θα έφευγαν ποτέ ξανά απ’ την Αθήνα ή από κάποια άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που δεν υπάρχει ακόμα, αλλά εμφανίζεται καμιά φορά, όταν ο παλιός συμφοιτητής σε πετυχαίνει με δυο σακούλες σούπερ μάρκετ στον δρόμο, σε ρωτά τι κάνεις και πού χάθηκες μέσα σε τόσο λίγο κόσμο. 

Εξοχικό, τελευταίες μέρες του Αυγούστου. Στον καθρέφτη ο πτυχιούχος μιμείται δάνειες εκφράσεις ενηλίκων, κι αν όλα πάνε καλά, μέχρι τον άλλο μήνα θα έχει μάθει να μιλά σαν εργαζόμενος. Μ’ ένα σώμα αρτοκλασίας, θα κομματιάζεται και στο σχόλασμα θα λέει ευχαριστώ. Τελευταίος κρύος καφές για φέτος. Το πτυχίο μπήκε ήδη στο κάδρο, αλλά εκείνη λείπει για να το δει και όλα τα συγγράμματα του κόσμου δεν αξίζουν περισσότερο από μία της φράση. Τι έριξε ο Θεός και δεν το κατάπιε η γη, τι μας βρήκε και δεν το περάσαμε. Μέχρι ο καφές να ζεσταθεί και το ποτήρι να πιάσει τη θερμοκρασία των δαχτύλων του, ο πτυχιούχος θα ξαγρυπνήσει χαζεύοντας εκπομπές τηλεμάρκετινγκ. Μια σερενάδα που κυκλοφορεί νυχτιάτικα στον δρόμο θα τον κάνει να σηκωθεί και να πάει μέχρι την πόρτα, να δει τι γίνεται. Από φόβο θα κρυφτεί πίσω της, πίσω ακόμα και από την έξυπνη μαγνητική σήτα που παρήγγειλε τις προάλλες. Αμίλητος νυμφίος, θα ξεσκεπάσει το πέπλο του το πρωί, που φεύγει γι’ Αθήνα.  

                                                                                                                         -στην Ι.Μ.