Δημήτρης Τανούδης | «Φιλοδοξία και Λύπη»

Για το ποιητικό βιβλίο του Νίκου Φιλντίση, «Όλα τα αδέσποτα γατιά του ονείρου μου» (Μικρή Άρκτος 2021)

 

Διαβάζοντας τα ονειρικά γατιά του Νίκου Φιλντίση, θυμήθηκα μια γάτα της παιδικής μου ηλικίας, που πάλευα πάντα να την εξημερώσω, σαν έτσι να ήθελα να της δώσω το νόημα ενός δεσμού φιλίας, το νόημα μιας αμοιβαίας βοήθειας: νόημα πλήρες και καθολικό, περίκλειστο στη σχέση μας αλλά και αντιπροσωπευτικό ενός κόσμου που, όταν θα την εξημέρωνα, θα τον είχα καταλάβει – ή έτσι τουλάχιστον ήθελα να πιστεύω.

Η γάτα αυτή μου αφέθηκε ένα πρωί, σαν να ήταν ένα άλλο ζώο, αγαθό και υπάκουο, όμως την επόμενη κιόλας στιγμή έβγαλε τα νύχια και με γρατσούνισε. Έχω ακόμα την ουλή στο χέρι και τώρα πια τη βλέπω σαν δώρο: μου θυμίζει την αδάμαστη φύση κάποιων ζώων, μεταξύ των οποίων και η τέχνη, η γραφή, η ποίηση.

Το να παλεύεις να εξημερώσεις ένα πλέγμα προσωπικών εμπειριών ώστε να τις αποδώσεις ως μια νοηματική ολότητα, όπου τίποτα δεν θα απουσιάζει, όπου το ατομικό θα ενώνεται με το συλλογικό, όπου το μικρό της γραφής θα ταυτίζεται με το μεγάλο του κόσμου είναι λίγο πολύ η ιστορία των πλέον φιλόδοξων ποιητικών έργων. Είναι όμως και η ιστορία μιας ελπίδας που καταλήγει πάντα στον τραυματισμό.

Ξεκινάς από την πίστη ότι θα μπορούσες πράγματι να βουτήξεις σε μια θάλασσα μνήμης και συναισθημάτων, φαντασίας και στοχασμού, χωρίς να διστάσεις να ψάξεις παντού, χωρίς να παραλείψεις τίποτα: γυρίζεις στο παρελθόν, αφουγκράζεσαι τη συνείδηση της στιγμής, αντλείς από το όνειρο, μαζεύεις όλα τα υλικά που φιλοδοξείς να παραδώσεις, εξημερωμένα πια, στη νοηματική ολότητα του βιβλίου. Όταν όμως βγαίνεις από κείνη τη θάλασσα καταλαβαίνεις ότι τίποτα απ’ όσα κατάφερες να κρατήσεις δεν ήταν στ’ αλήθεια αγαθό και υπάκουο, τίποτα δεν ήταν κλειστό και παγωμένο, ενώ η γάτα σού έχει ήδη γρατσουνίσει το χέρι.

κλείνω όλη τη θάλασσα σ’ ένα βότσαλο μικρό
και την κρατώ στο χέρι μου
κλειστή και παγωμένη
η ηρεμία της βαθιά
φουσκώνει και φουσκώνει
το πρώτο κύμα με τραβά
το δεύτερο με πνίγει

Ασφαλώς, στο τρίτο του πια βιβλίο, ο Νίκος Φιλντίσης έχει ήδη εμπειρία του τραυματισμού. Οποιοσδήποτε επιδίωξε να γράψει ποίηση υπό την υπέρτατη αυτή φιλοδοξία γνωρίζει πόσο άπιαστη μπορεί τελικά να αποδειχτεί η απόσταξη της θάλασσας σ’ ένα μικρό βότσαλο. Κι εδώ πιστεύω ότι βρίσκεται ο λόγος που ο Νίκος έλαβε μια σειρά από προστατευτικά μέτρα.

Πρώτον, υιοθετώντας τη δομή μιας αφήγησης, χωρίζει το βιβλίο του σε νοηματικές ενότητες, γεγονός που του επιτρέπει μια λειτουργική τακτοποίηση του υλικού. Δεύτερον, δίνει σε καθεμία από τις ενότητες το αίσθημα ενός γραμμικού βαδίσματος στο χρόνο της μνήμης, παρότι αφήνει συγχρόνως ανοιχτή τη διαπλοκή των ψυχικών κύκλων από τη μία ενότητα στην άλλη.

Βλέπουμε λοιπόν εδώ το ποιητικό εγώ να κινείται από την παιδική ηλικία προς τις εφηβικές κοινωνικές σχέσεις και, αργότερα, από την ερωτική ζωή προς τον αναστοχασμό της ίδιας της δημιουργίας. Εκεί, καθώς ξετυλίγεται αυτός ο δρόμος, η φωλιά των χελιδονιών στο κουτί του air condition, που η μητέρα γκρέμισε με το λάστιχο, ανακοινώνοντας έτσι «το τέλος των οικογενειακών θαυμάτων», δίνει με φυσικό τρόπο τη θέση της σε μια επίσκεψη στο πορνείο, όπου «η κάθε μέρα μοιάζει με το θαύμα των Χριστουγέννων», σαν έτσι ο ενήλικος ερωτισμός να μην απέχει τελικά τόσο απ’ το ρομαντισμό του παιδιού. Και λίγο πιο μετά, στην επόμενη ενότητα, το ποιητικό συμβάν-πατέρας το διαδέχεται το ποιητικό συμβάν-χώρα: ένας άλλος πατέρας, ο οποίος καταργεί τον εαυτό του καθώς το μόνο που του απομένει πια είναι «να τραγουδά για το ’21, για το ’22, για το ’43 και για το ’74, αφήνοντας τα παιδιά του να χορεύουν σε κύκλο, συρτά ή επιληπτικά». Και λίγο μετά από το άνοιγμα προς το πολιτικό, μια νέα στροφή προς τα μέσα, προς την αδύνατη ισορροπία ανάμεσα στην αγάπη και στη σεξουαλική ικανοποίηση, ανάμεσα στο «θα από τη θάλασσα και στο δεν από το δέντρο». Και στο τέλος, μια παλιρροϊκή πλέον κίνηση του νερού: το ποιητικό εγώ στοχάζεται τον εαυτό του.

Όλα μοιάζουν να βρίσκονται σε τάξη, ναι. Και η τάξη είναι ένα μέτρο αποφυγής των τραυματισμών, αλλά και ο πιο καθιερωμένος τρόπος για να φτάνουμε στην ολότητα του νοήματος. Την ίδια όμως στιγμή υπάρχει και μια παράξενη υπονόμευση της τάξης. Όσο κι αν το χρονικό αυτό τακτοποιείται μέσω της φόρμας, οι ύλες του τείνουν να διαπλέκονται ανεξέλεγκτα. Η πολιτική στάση παρεισφρέει στην παιδική ηλικία. Το παιδί ακούγεται μέσα στο πορνείο. Ο έρωτας συγχωνεύεται με την ποίηση. Και η ποίηση γίνεται ένα χέρι που αγγίζει το σώμα ώστε να μπορέσει ο ποιητής να ελέγξει «αν είναι ακόμα άντρας ή απλώς ένα ζώο που σκύβει κι ακροάζεται τη φύση».

Ακόμα περισσότερο, τα μεγάλα ποιήματα τα συνοδεύει πάντα μια επωδός μικρών χαϊκού. Και δουλειά αυτών των τρίστιχων είναι ξανά η υπονόμευση της μεγαλεπήβολης φιλοδοξίας για κατασκευή ενός ολοκληρωμένου, απόλυτου νοήματος. Μετά για παράδειγμα από το εκτενές ποίημα «η λύπη είναι», έρχονται εννέα στεγνά τυπογραφικά στοιχεία: «χρυσός η σιωπή / ουίσκι στο ποτήρι / σπάει το βράδυ». Μετά από την οργισμένη πολιτική καταγγελία του ποιήματος «πανηγυρικός», ακούμε την κοροϊδευτική φωνή του Αριστοφάνη: «με πνιχτά γέλια / οι βάτραχοι λούζονται / στο νερόλακκο». Και μετά τους υψηλούς στοχασμούς για την ίδια τη φύση της ποίησης, ο Νίκος Φιλντίσης γράφει: «μες στο ημίφως / ο μεγάλος ποιητής / χασμουρήθηκε».

Ήταν λοιπόν το βιβλίο αυτό μια ποιητική απόσταξη της θάλασσας σε βότσαλο; Έτσι πιστεύω ότι ξεκίνησε, μ’ αυτήν τη φιλοδοξία. Στην πορεία όμως, το ποιητικό εγώ άρχισε ν’ ανακαλύπτει ότι είναι περισσότερο άνθρωπος παρά παντογνώστης αφηγητής, περισσότερο ποιητής παρά κατασκευαστής μιας νοηματικής ολότητας. Το προσωπικό βίωμα του Νίκου Φιλντίση, η εντελώς μοναδική του συνείδηση ενώθηκε πράγματι με το εμείς και μας έκανε να δούμε μια μεγάλη εικόνα της ζωής που όλοι έχουμε λίγο πολύ διέλθει – ως παιδιά και ως ενήλικες, ως πολιτικά και ως ερωτικά σώματα. Από την άλλη όμως ακολούθησε εκείνο που θα ονομάζαμε «πορεία της ήττας», δεχόμενος με καλλιτεχνική εντιμότητα το γεγονός πως «όλη η θάλασσα» δεν θα γινόταν ποτέ να χωρέσει σ’ ένα ποιητικό έργο.

Διότι οι λέξεις, όσο κι αν σημαίνουν, όσο κι αν υπαινίσσονται, όσο κοντά κι αν φτάνουν στο νόημα, με όποιον τρόπο κι αν το πλησιάζουν, κρύβουν ήδη μέσα τους κάτι σκοτεινό, κάτι ανεξιχνίαστο, μια οντολογικού τύπου απουσία. Κι είναι η ίδια αυτή απουσία που αποτελούσε ανέκαθεν τον προορισμό της ποίησης, τον απώτερο σκοπό της: να εκφράσουμε τόσο απόλυτα την έλλειψη ώστε να πάψει να μας προκαλεί λύπη.

Ο Νίκος Φιλντίσης ωστόσο αποδεικνύει εδώ πως το εγγύτερο στο οποίο μπορεί να φτάσει ένας ποιητής καθώς αγωνίζεται να εκφράσει την απουσία της ολότητας, το αιώνιο αυτό αίτιο της υπαρξιακής μας λύπης, δεν είναι παρά ο ίδιος ο αγώνας. Τίποτε περισσότερο από τον αγώνα. Γιατί ακόμα κι όταν ο ποιητής νιώθει ότι κατάφερε να γονιμοποιήσει αυτό το μεγάλο απόν πράγμα, κάτι άλλο γεννιέται, κάτι απρόβλεπτο και μακρινό. Κι αυτό το άλλο δεν είναι παρά το επόμενο ποίημα: η νέα μας κίνηση προς το αδύνατο.

Τελικά, μ’ ένα κράμα ταπεινότητας και μαζί ευθείας επίθεσης, ο Νίκος Φιλντίσης ενσωματώνει στο ποιητικό του βιβλίο τον αγώνα. Υπάρχει εδώ ο αγώνας και υπάρχει η ήττα. Υπάρχει η ιδιαίτερη αυτή ανθρώπινη λύπη για την απουσία της ολότητας. Και υπάρχει η μοναδική παρηγοριά που μας προσφέρει η ποίηση όταν μας μαθαίνει ότι μπορούμε να ζούμε και έξω απ’ την άπιαστη αυτή ολότητα, μέσα στην υπαρξιακή μας λύπη.

μην ξεχάσεις
η λύπη
είναι και
τα καλά ποτήρια του νερού
που ποτέ δεν χρησιμοποιούμε
το τραπέζι με τον μουσαμά
στον ήλιο που ζαρώνει
τα ξαδέλφια που μας φορτώνονται
μετά το φαγητό
τα μπακιρένια κορίτσια
που πρασινίζουν νυχθημερόν στην κουζίνα

[…] εσύ μόνο
πες
πως
είναι για μένα
και
πες
στο κάτω κάτω
χαμηλά
η λύπη
η λύπη είναι
το κορδόνι σ’ ένα παπούτσι που δεν λύνεται