Δύο ποιήματα του Wilfred Owen | Μετάφραση: Στράτος Κιαπίδης

© Frank Hurley

Παράξενη αντάμωση

Φαίνεται πως πετάχτηκα από τη μάχη έξω,
σ’ απόκρυφο τούνελ βρέθηκα, βαθύ, σκαμμένο από αρχέγονους
τιτάνιους πολέμους κι ανάμεσα σ’ αψίδες και όγκους γρανιτών.

Αραδιασμένοι στοιβαχτά βογκούσαν κοιμισμένοι,
σε σκέψεις βυθισμένοι, τόσο πολύ, που έμοιαζαν νεκροί.
Μετά, καθώς παρατηρούσα, ξάφνου πετάχτηκε ένας
κι έμοιαζε να με ξέρει. Οικτρά τότε με κοίταξε με παγωμένο βλέμμα
και χέρια σηκωμένα καθώς στην προσευχή…
Μες στο χαμόγελό του είδα όλο το σκοτάδι·
απ’ το νεκρό χαμόγελο κατάλαβα, πως ήμαστε στον Άδη.

Έμοιαζε αυτό το φάντασμα με φόβο ποτισμένο
κι ωστόσο από την πάνω γη το αίμα εκεί δεν έφτανε,
μήτε η κλαγγή των όπλων, ούτ’ ο ξερός βήχας των κανονιών.
«Παράξενέ μου φίλε,» είπα εγώ, «κανένας, δεν υπάρχει εδώ, λόγος για να πενθείς».
«Κανένας…» είπε αυτός, «πέρα απ’ τα χρόνια τ’ άληκτα και την απελπισία…
Όλα τα όνειρά σου, τα είχα μια φορά κι εγώ.
Κάποτε αγάπησα τρελλά του κόσμου την πιο άγρια κι ατίθαση ομορφιά,
που δεν θρονιάζει ήρεμα μέσα σε κάποια μάτια ή σε όμορφα μαλλιά,
παρά χλευάζει το άφευκτο, αδυσώπητο πέρασμα των ωρών
κι όταν θρηνεί ακόμα, καλλιά από δω θρηνεί.
Κι ενώ η χαρά μου έπρεπε χαρά να δώσει σ’ άλλους,
αυτό που πίσω άφησα είν’ ένα μοιρολόι, το οποίο τώρα πια
θα πρέπει να σβηστεί. Την αλήθεια –εννοώ– που ποτέ δεν ξεστόμισα,
το κρίμα του πολέμου, αυτό το απόσταγμα θανάτου…
Τώρα οι άνθρωποι, πάνω στα ερείπια τα δικά μας είτε θα ησυχάσουν πια
είτε θα συνεχίσουν έτσι θυμωμένοι, μανιακοί, μέχρις να διαλυθούν.
Πάλι θ’ αναπτερώσουν το ηθικό τους, να γίνουν ήρωες θα θέλουν! –
κανείς απ’ τη γραμμή έξω δεν θα βγαίνει, κι έτσι ο κόσμος πίσω θα πηγαίνει…
Είχα θάρρος κι εγώ, και μαγεία!
Είχα φρόνηση, κι εξουσία –
διάλεξα λάθος πλευρά κι είδα τον κόσμο να χάνεται,..
μέσα σε μάταια οχυρά, μα γυμνός στην ουσία.

Κι άμα απ’ το αίμα θα βάραιναν, κάποτε, τ’ άρματα του θανάτου,
θ’ ανέβαινα εγώ, να τα ξεπλύνω με νερό από καθάριες πηγές
και μ’ αλήθειες βαθιές κι αναλλοίωτες.
Σπάταλα θα ξόδευα την ψυχή μου,
μα όχι ως φόρο στον πόλεμο, όχι σε πληγές.
Ανθρώπινα μέτωπα, αλάβωτα και όμως ματωμένα…

»Ο εχθρός που σκότωσες, φίλε μου – αυτός είμαι.
Σε αναγνώρισα μες στο σκοτάδι: κι εχθές με βλέμμα σκοτεινό
με διαπερνούσες, καθώς άγρια με χτυπούσες και με σκότωνες.
Αντιστάθηκα… μα κουρασμένα ήταν τα χέρια μου και κρύα.
Έλα, ας κοιμηθούμε τώρα»…

 

Strange Meeting

It seemed that out of battle I escaped
Down some profound dull tunnel, long since scooped
Through granites which titanic wars had groined.

Yet also there encumbered sleepers groaned,
Too fast in thought or death to be bestirred.
Then, as I probed them, one sprang up, and stared
With piteous recognition in fixed eyes,
Lifting distressful hands, as if to bless.
And by his smile, I knew that sullen hall,— 
By his dead smile I knew we stood in Hell.

With a thousand fears that vision’s face was grained;
Yet no blood reached there from the upper ground,
And no guns thumped, or down the flues made moan.
“Strange friend,” I said, “here is no cause to mourn.” 
“None,” said that other, “save the undone years,
The hopelessness. Whatever hope is yours,
Was my life also; I went hunting wild
After the wildest beauty in the world,
Which lies not calm in eyes, or braided hair,
But mocks the steady running of the hour,
And if it grieves, grieves richlier than here.
For by my glee might many men have laughed,
And of my weeping something had been left,
Which must die now. I mean the truth untold,
The pity of war, the pity war distilled.
Now men will go content with what we spoiled.
Or, discontent, boil bloody, and be spilled.
They will be swift with swiftness of the tigress. 
None will break ranks, though nations trek from progress.
Courage was mine, and I had mystery;
Wisdom was mine, and I had mastery: 
To miss the march of this retreating world
Into vain citadels that are not walled.

Then, when much blood had clogged their chariot-wheels, 
I would go up and wash them from sweet wells,
Even with truths that lie too deep for taint.
I would have poured my spirit without stint
But not through wounds; not on the cess of war.
Foreheads of men have bled where no wounds were.

“I am the enemy you killed, my friend.
I knew you in this dark: for so you frowned
Yesterday through me as you jabbed and killed.
I parried; but my hands were loath and cold.
Let us sleep now. . .”

 

 

 

 

Dulce et Decorum Est1

Τσακισμένοι στα δυο, σαν παλιοζητιάνοι κάτω από σακιά,
σωματικά διαλυμένοι, βήχοντας σαν παλιόγριες, βλαστημώντας μες
στη λασπουριά· ώσπου στις εμμονές και στα ξεσπάσματα μέσα,
αλλάξαμε γνώμη, κι αρχίσαμε να σερνόμαστε πίσω –για λίγη ξεκούραση–
που ’μοιαζε να ’ναι τόσο μακριά…
Άντρες που βάδισαν σχεδόν κοιμισμένοι. Πολλοί απ’ αυτούς χωρίς άρβυλα πια,
αιμόφυρτοι κούτσαιναν προχωρώντας μπροστά. Όλοι
σακατεμένοι· όλοι τυφλοί· πλήρως εξαντλημένοι – ούτε τις εκρήξεις
δεν άκουγαν πια, απ’ τις οβίδες που πίσω τους έπεφταν και που ’χαν περάσει.

Χημικά! ΧΗΜΙΚΑ! Γρήγορα, παιδιά! –ένα πανδαιμόνιο μόχθου–
Φορέσαμε τις μάσκες αερίου την τελευταία στιγμή, όπως όπως·
μα ένας ούρλιαζε ακόμα,.. πέφτοντας,.. σπαρταρώντας καθώς κάποιος
που καίγεται μες στη φωτιά…
Θολός ήταν, μέσ’ απ’ τα θαμπά τζάμια και τ’ άρρωστο πράσινο φως –
σαν μέσα σε μια πράσινη θάλασσα, τον είδα που πνιγόταν.

Σ’ όλα τα όνειρά μου –μπροστά σ’ ό,τι ανήμπορος βλέπω από τότε–
αυτός βυθίζεται μπρος μου, φραγμένος στη λάσπη, να πνίγεται, ν’ ασφυκτιά.

Αν σε κάποιον εφιάλτη, μπορούσες να βρεθείς κι εσύ εκεί
να κρυφοκοιτάς –πίσω απ’ την καρότσα στην οποία τον πετάξαμε–
το κρεμασμένο του πρόσωπο, σαν ενός δαίμονα που το κακό πι’ αποστέργει·
αν μπορούσες ν’ ακούσεις, σε κάθε σπασμό του, το αίμα του να φουρφουλίζει
απ’ τ’ αφρισμένα, διαλυμένα πνευμόνια του, αισχρό σαν καρκίνος, πικρό,
σιχαμένο σαν εμετός – μια πληγή ανίατη μες στ’ αθώο του στόμα·
τότε, φίλε μου, δεν θα ξεστόμιζες με τόση περήφανη ζέση,
σε παιδιά που διψούν στην Ιστορία να βρουν θέση
και να γίνουν ζητούν ηρωισμών σημαιοφόροι,
το παμπάλαιο Ψέμα: Dulce et decorum est
pro patria mori.

 

1.Πρόκειται για στίχο από το ποίημα «Ωδές» του Ρωμαίου ποιητή Οράτιου, III,ii,13 (Ωραίο κι ευγενές είναι  να πεθαίνει κανείς για την πατρίδα)

 

Dulce et Decorum Est

Bent double, like old beggars under sacks, 
Knock-kneed, coughing like hags, we cursed through sludge, 
Till on the haunting flares we turned our backs, 
And towards our distant rest began to trudge. 
Men marched asleep. Many had lost their boots, 
But limped on, blood-shod. All went lame; all blind; 
Drunk with fatigue; deaf even to the hoots 
Of tired, outstripped Five-Nines that dropped behind. 

Gas! GAS! Quick, boys!—An ecstasy of fumbling 
Fitting the clumsy helmets just in time, 
But someone still was yelling out and stumbling 
And flound’ring like a man in fire or lime.—
Dim through the misty panes and thick green light, 
As under a green sea, I saw him drowning. 

In all my dreams before my helpless sight, 
He plunges at me, guttering, choking, drowning. 

If in some smothering dreams, you too could pace 
Behind the wagon that we flung him in, 
And watch the white eyes writhing in his face, 
His hanging face, like a devil’s sick of sin; 
If you could hear, at every jolt, the blood 
Come gargling from the froth-corrupted lungs, 
Obscene as cancer, bitter as the cud 
Of vile, incurable sores on innocent tongues,— 
My friend, you would not tell with such high zest 
To children ardent for some desperate glory, 
The old Lie: Dulce et decorum est
Pro patria mori.

 

* Τα παραπάνω ποιήματα είναι από την συλλογή «Βρετανοί Ποιητές του Μεγάλου Πολέμου» (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2018), την οποία ανθολόγησε, μετέφρασε και επιμελήθηκε ο Στράτος Κιαπίδης.

* Ετοιμάζεται και θα κυκλοφορήσει στα επόμενα χρόνια νέα αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση των «Βρετανών Ποιητών του Μεγάλου Πολέμου» από το «Βιβλιοποιείο–Εκδόσεις Φεγγίτης».