Μαριαλένα Ηλία | Ο άνθρωπος της σπηλιάς

© Vivian Maier

Ένα πρωί ξύπνησε και βρήκε τα πόδια του κολλημένα σε ένα κρεβάτι ξένο. Οι τοίχοι έγιναν πέτρες ψηλές και κατάλαβε πως κάπως τη νύχτα έφτασε εκεί. Δεν είχε καμιά μνήμη της προηγούμενης ημέρας, παρά μόνο μια λευκή σπίθα που έπεσε στα μάτια του λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις του. Τις μέρες πριν, δεν ήταν πολύ καλά. Ο ήλιος έπεφτε σαν πάγος πάνω στις ραβδώσεις του ξύλινου γραφείου της δουλειάς του και αυτή που αγαπούσε τον άφησε. Τον περασμένο μήνα κατάλαβε πως τα λεφτά γλιστρούσαν απ΄τα χέρια του σαν ανεμώνες και ο άνεμος απ΄το ανοιχτό παράθυρο του θύμιζε πως δεν είχε πια θέρμανση. Ερχόνταν κουρασμένος από το γραφείο και κάποιες νύχτες έπαιζε λογοπαίγνιδα με τις λέξεις ‘δουλειά ‘δουλία’. Κανείς δεν γελούσε- ήταν μόνος στο καινούριο του διαμέρισμα. Οι ταμπέλες στο δρόμο και οι αριθμοί των ρολογιών κάτι του έλεγαν. Ένιωθε από καιρό πως θα ξεσπούσε μπόρα πάνω του. Δεν αντιστάθηκε σ΄αυτήν. Την περίμενε. Έπεφταν οι ώρες πάνω στα παπούτσια του κάθε που άνοιγε την πόρτα για να πάει εκεί που πέθαινε η ώρα για λίγο χρήμα. Μετά, στο μετρό αναρωτιόταν πόσα λεπτά θα γλίτωνε στο διάλειμα για να ακούσει λίγη μουσική. Έγραφε. Του άρεσε να γράφει μουσική και να την ακούει. Μόνο αυτός το ήξερε. Την μέρα πριν ξυπνήσει στη σπηλιά, άκουσε τον πρώτο κεραυνό της καταιγίδας. 


Ήταν ακόμα πολύ πρωί. Το βουνό, ένα σώμα στερεό γαλάζιο, ξύπνησε και μύριζε χόρτα και θυμάρι η γη. Τα πορτοκάλια ήταν κάτω στο χώμα και οι ανθοί τους ήταν ακόμα βρεγμένοι απ’ της νύχτας τ’ όνειρο. Είχε βρέξει χτές. Ο Χ. σηκώθηκε από το κρεβάτι του και έκανε να βγει, να δει την πρώτη ηλιαχτίδα. Απέναντι ακριβώς από την είσοδο της σπηλιάς στεκόταν ο ήλιος. Ήταν έτοιμος να τον χαιρετήσει. Η σπηλιά ήταν ποτισμένη με ένα λευκό αιθέρα και κάπως χάνονταν το περιγραμμά της. Ο Χ. έσυρε προσεκτικά τα πέλματα του μέχρι το σημείο που του είχε ανατεθεί. Πέρα από εκείνο θα τον πυροβολούσαν. Ήθελε να νιώσει το σώμα του. Βδομάδες τώρα μόνος μέσα στη σπηλιά, κόντευε να ξεχάσει πως μέσα του είχε αίμα που έρρεε παντού, έστω και αν αυτός έμενε ακίνητος ώρες ολόκληρες βλέποντας το φως να κυματίζει στο χώρο. 

 Ξεχνούσε τώρα και τα ονόματα των ημερών καθώς διαδέχονταν η μία την άλλη. Σήμερα, κάπως το θυμήθηκε- είναι Τετάρτη. Παλιά, τις Τετάρτες συνήθιζε να βγαίνει με τους φίλους του μετά τη δουλειά. Πήγαιναν έξω να διασκεδάσουν. Ήταν κι αυτό μια μορφή θεραπείας. Πήγαινε, και ας μη διασκέδαζε τόσο. Τουλάχιστον ξεχνιόταν. Πλέον, έμαθε να μένει μόνος του. Έμαθε να βλέπει μόνος του, να τρώει μόνος του, να κλαίει μόνος του, να τραγουδά μόνος του. Μέχρι και να μιλά μόνος του, αν και κάποιες φορές τύγχαινε να μιλά και σε κάτι ζωάκια που περιφέρονταν ανάμεσα στα πόδια του. 

Στην αρχή, δεν ήθελε να μείνει μόνος. Πάσχιζε να φύγει, να αντισταθεί. Τις πρώτες μέρες όλο και κάπως έβρισκε τον τρόπο να ξετρυπώσει από εκείνη τη σπηλιά. Ήταν όμως δύσκολο. Από την άλλη πλευρά του βουνού ήταν οι σκοπευτές που περιμέναν κάποιον αντιστάτη να φανεί να τον σκοτώσουν. Είχαν οδηγίες. Ήταν σταλμένοι από άλλους, όπως συνηθίζει να γίνεται. Έτσι και ο Χ. περιμένε να φτάσει μια νύχτα δίχως φεγγάρι. Μόλις που ένιωθε το σκοτάδι να τον σκεπάζει, έβαζε μια μαύρη φορεσιά και έβαφε το πρόσωπο του με μια μαύρη σκόνη. Ευτυχώς, τις λίγες φορές που τόλμησε να κρυφτεί από τα πυροβόλα μάτια των φρουρών, γλύτωσε τη ζωή του. Εκείνοι έπιναν και γελούσαν ανάμεσα από τα αντιφεγγίσματα της φωτιάς. Τα ΄φέρε έτσι η τύχη που κατάφερε να δεί στα κρυφά τους φίλους του έστω και μέσα στο σκοτάδι. Όμως, με το πέρασμα του χρόνου ένιωθε την αντίσταση μέσα του να μειώνεται και όλο και βυθίζονταν στον ύπνο της συνήθειας. Οι σκοπευτές δεν του φαίνονταν τόσο εχθρικοί πιά, και η ενέργεια που ανάλωνε κάθε φορά για να πάει στους δικούς του, τον μούδιαζε. Σιγά, σιγά και αθόρυβα, κατάλαβε μια μέρα πως τελικά είχε αποφασίσει να κλειστεί στην σπηλιά που του έδωσαν, όπως έκαναν και όλοι οι άλλοι. Άλλωστε, ήταν σχετικά ζεστά εκεί. Είχε και ξύλα να ανάβει φωτιά τα βράδια και τρεις φορές τη μέρα του έφερναν φαί οι φροντιστές. Ήταν και αυτοί μέρος του συστήματος. Είχαν και εκείνοι το ρόλο τους. Φυσικά αυτός δεν κατάλαβε ποίος έδινε τους ρόλους και πώς εκείνος κατέληξε να παίζει το κομμάτι του φυλακισμένου. Δεν κατάλαβε καν πως βρέθηκε μέσα στη σπηλιά. Αλλά πάλι το συνήθισε και αυτό και συνέχισε να ζει όπως του είπαν. 

Είχε και κάποια γαλήνη η όλη κατάσταση. Πλεόν, αφού αφέθηκε στα χέρια των φρουρών, των φροντιστών, των δυνάμεων πίσω από όλους, ένιωθε πως ήταν όλα τακτοποιημένα γι΄αυτόν. Δεν χρειαζόταν να σκεφτεί το μέλλον. Ήξερε κάθε μέρα με ακρίβεια τι θα του ξημέρωνε η επόμενη. Από το βράδυ έπαιζε στο μυαλό του τις εικόνες που θα έβλεπε ξανά και ξανά μέχρι το τέλος του. Παγωμένα πόδια το πρωί, καφέ και ψωμί, κάτι εφημερίδες να μαθαίνει τι γίνεται στον υπόλοιπο κόσμο, το μεσημεριανό, τον ύπνο μετά το μεσημεριανό, λίγη μουσική, λίγο γράψιμο, φαΐ και ύπνο πάλι. Δεν είχε πια το άγχος του αύριο. Δεν πάσχιζε να δουλέψει, να μαζέψει λεφτά, να παντρεφτεί, να κάνει παιδιά. Η αλήθεια είναι πως δεν υπήρχε ιδιαίτερη διαφορά με την προηγούμενη του ζωή. Απλώς τώρα δεν μπορούσε να έχει την ευθύνη του εαυτού του. Πρίν, απλώς δεν ήθελε. 

‘Σαν παιδί’, σκεφτόταν κάπου κάπου συλλογιζόμενος τον εαυτό του, και ένα αχνό χαμόγελο έφτανε στο πρόσωπο. Θυμόταν όταν ήταν μικρός, πριν αλλάξει η ζωή και γίνει μεγάλη και βαριά, έπιανε στα δάχτυλα του ιστούς αράχνης κάτω από το μεγάλο πεύκο της αυλής του σχολείου. Εκεί γύριζε με τα άλλα παιδιά ανάμεσα στα δέντρα μέχρι να σβήσει ο ουρανός και να φανούν τρανά τα άστρα. Έτρεχε, πηδούσε, βρεχόταν, χτυπούσε. Είχε το σώμα του για να χώνεται μέσα η ζωή. Έπειτα της έδινε πίσω κομμάτι από τη δική του ζωή- την ύπαρξη του. Πέρασαν όμως τα χρόνια- μεγάλωσε. Κανείς δεν του είπε τι γίνεται σαν μεγαλώσεις. Ούτε καν η μάνα του. Έμαθε όμως. Όπως και όλοι οι φίλοι του, οι συμμαθητές του, τα κορίτσια με τα κρίνα. Ξεκίνησε τότε να γυρίζει ανάμεσα στα πόδια των άλλων μεγάλων, ανάμεσα στα κτίρια και στα γραφεία, ανάμεσα στους κρύους καφέδες και στα άδεια ραντεβού. Οι γυναίκες έχασαν τα ρόδα που είχαν μικρές στα μαλλιά τους και αυτές πια μαράθηκαν. Τίποτα δεν έδινε ζωή. Λες και η ζωή σταμάτησε να παίζει μαζί του. Κι όμως, συνέχισε να γυρίζει- γύρω από τον εαυτό του, από τις σκέψεις του, από τους άλλους. Πότε όμως δεν έμεινε κάπου. Πάντα κάπως κατάφερνε να ξεγλιστρίσει της στιγμής. 

Παρόλα αυτά, ήταν νέος ακόμα. Πολύ, πολύ νέος και υπό άλλες συνθήκες αυτή του η κατάσταση θα υπαγόταν σε κάποια μορφή ψυχικής ασθένειας. Όλο και κάτι θα έβρισκαν οι ειδικοί της ψυχής, μα δεν είχε νόημα. Την ψυχή του την έχασε καιρό τώρα. Ένιωθε πως την άφησε να κάθεται εκεί κάτω από εκείνον τον πεύκο, γύρω από τις πεταλούδες και τα κόκκινα γεράνια. Μα δεν τον απασχολούσε ούτε κι αυτό πλεόν. Ήξερε πως δεν ήταν μόνος του ούτε και σ’αυτό. Ήξερε πως πανώ κάτω, κάπως έτσι ζούσαν όλοι. Κάπως έτσι πέρασαν πέντε μήνες από τη μέρα που βρέθηκε κλεισμένος στη σπηλιά του. Πέρασαν χρόνια πολλά από τη μέρα που άφησε τη ψυχή του να φύγει. Όλα καλά. Ήταν τουλάχιστον ασφαλής. Είχε ακόμα τη ζωή του.  

Όταν κόντευε να πέσει ο ήλιος από τον ουρανό και απλωνόταν το πορτοκαλί σεντόνι πάνω απ’ τη φύση, κοίταζε έξω. Τότε έπιανε τον εαυτό του πότε να θέλει να χορέψει, πότε να θέλει να μιλήσει, πότε να θέλει να γελάσει. Τα χέρια του γίνονταν υγρά και έπεφταν στάλες από το προσωπό του. Η καταιγίδα σώπασε. Όταν τραγουδούσε έκλαιγε, όταν καθόταν έκλαιγε, όταν γελούσε έκλαιγε. Τις τελευταίες μέρες, εκεί που στεκόταν κάθε σούρωπο, είδε να βλαστά σιγά σιγά μια πράσινη κλωστή από το χώμα. Ακομά δεν μπορούσε να καταλάβει τι λουλούδι θα ‘βγαινέ, όμως η παρουσία του ήταν μια κάποια συντροφιά. Άργα κάποια βράδια άκουγε τις κραυγές των άλλων φυλακισμένων. Μια νύχτα, έκανε και αυτός να φωνάξει, να ρίξει φωνή, να πει κάτι. Μα δεν τα κατάφερε. Οι μύες στο πρόσωπο του λύθηκαν και δεν ήξερε τι να τους κάνει. Τους άφησε και αυτούς. 

Αυτή τη Τετάρτη, με το φως του ήλιο λουσμένο πάνω του και τα λευκά φτερά των γλάρων να χορεύουν γύρω απ΄τις βουνοκορφές, είδε το κόκκινο κεφάλι της παπαρούνας που βλάστησε κάτω από τα πόδια του. Η πράσινη κλωστή γέννησε τα δάκρυα του.

Είσαι παπαρούνα’, ψιθύρισε με συγκίνηση. 

Έσκυψε κάτω να τη φιλήσει και έχωσε τα πέταλα μέσα στις παλάμες του. 

Είσαι όμορφη’ της είπε. 

Άρχισε να τη χαιδεύει και να της τραγουδά παιδικές μελωδίες. Γυρώ από την παπαρούνα γύριζε μια παράξενη, δυνατή ενέργεια. Ένιωσε τα δάχτυλα του να καίνε και μέσα του άρχισε να νιώθει το αίμα του να κυλά με δύναμη ανάμεσα στα οργανά του. Τα μάτια του έλαμψαν και κάτι αστέρια έσταξαν πάνω στο πορφυρό λουλούδι. Είχε καιρό να δει το κόκκινο. Είχε καιρό να δει μια παπαρούνα. Εκείνη, σαν να άκουσε όλα όσα της είπε και όσα δεν ήξερε ακόμα να της πει, κόρδωσε το λαιμό της και λύγισε το πρόσωπο της προς τον ήλιο. Ο Χ. ασυναίσθητα την ακολούθησε. Έκλεισε τα μάτια του και με την παπαρούνα στα χέρια άφησε το φως να τον σκεπάσει. 

‘Που είμαι;’ είπε όταν ξύπνησε ξανά. Η σπηλιά δεν ήταν εκεί.

Στεκόταν στην παλιά αυλή του σχολείου του. Εκεί που όργωνε τις ηλιαχτίδες στα δάκτυλα του και έβγαζε άσπρες πεταλούδες απ’ το χορτάρι με κάθε του βήμα. Είδε τα ρόδινα πρόσωπα των συμμαθητών του που είχαν το γαλάζιο της θάλασσας στη λάμψη των ματιών τους και έριχναν λευκά καράβια με κάθε τίναγμα των χεριών τους.  Άγρια χέρια, αγνά, παιδικά. Είδε και το κορίτσι που του έδωσε για πρώτη φορά το φως της ελπίδας και της αγάπης μέσα από τη ζέστη των μαλλιών της που μύριζαν λεβάντα. Περπάτησε απαλά μέχρι τον αγαπημένο του μεγάλο πεύκο. Κάθησε κάτω του και κοίταζε τις κιτρινοπράσινες ανταύγιες των βελονιών του. Έτσι όπως ήταν παραδωμένοι στην γαλήνη της σιωπής, κοίταξε τον παλιό του φίλο και τον ρώτησε, 

             ‘Τί έγινε; Tί απέγινε η σπηλιά, οι σκοπευτές, το παλιό διαμέρισμα;’

             ‘Σαν αποφάσισες να ‘ρθεις να με βρεις- χάθηκαν.’ 

‘Πώς βρέθηκα μέσα στη σπηλιά;’ αναρωτήθηκε ο Χ. μετά από ώρα. 

Μετά έκλεισε τα μάτια και άφησε το απαλό αεράκι να τον χαιδέψει. Δεν ήταν σίγουρος αν κατάλαβε τα λόγια του φίλου του. Το μόνο που ήξερε ήταν πως τώρα ήταν μαζί, και το σώμα του άρχισε να βάζει ζωή ξανά. Ήταν η ψυχή του. Ήταν εκεί, πάντα εκεί. Τον περίμενε καρτερικά να την αγγίξει. Η σπηλιά είχε χαθεί μαζί με το διαμέρισμα. Όλα είχαν περάσει και είχαν σβηστεί με το παρόν. Τίποτα δεν του θύμιζε πια την παλιά του ζωή και ας είχαν περάσει μόλις λίγες ώρες. Τίποτα δεν έμεινε από τον άνθρωπο της σπηλιάς. Τον άνθρωπο που ζει (ανα)μέσα μας.

 


Η Μαριαλένα Ηλία έχει σπουδάσει Αγγλική Γλωσσολογία και Φιλολογία στην Αγγλία. Ασχολείται με την συγγραφή τόσο στα ελληνικά όσο και στα αγγλικά. Ποιήματα της και δοκίμια, έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα ελληνικά, λογοτεχνικά περιοδικά. Παράλληλα, καταπιάνεται με τη ζωγραφική και την εικονογράφηση που αγαπά ιδιαιτέρως.