Κασσάνδρα Αλογοσκούφι | Η δουλειά

© Alexander Rodchenko

Δεν είχαν περάσει δέκα λεπτά που η κομπανία εργατών είχε αποχωρήσει σχεδόν με γέλια και χωρατά ανεβασμένοι όλοι στην καρότσα του χωματουργικού, ανάμεσά τους και οι παλιούρες Μήτρος και Στάθης και από τη γωνία του δρόμου επέστρεφαν τώρα οι δυο εργάτες κατασκονισμένοι με κατεβασμένα μούτρα και ένα αργό βηματισμό που τόνιζε αν μη τι άλλο την κούραση της ζωής.

Αυτή τη φορά ήταν χολωμένοι στα αλήθεια που τους ανατέθηκε η χειρότερη αποστολή. Ο δε Στάθης κρατούσε στα χέρια κάτι που έμοιαζε με βαριοπούλα.

Ανέβηκαν πάνω στον λόφο που είχε ανέβει πρωτύτερα το πουλαράκι, το οποίο έβοσκε χορτάρι κουνώντας την ουρά του δεξιά-αριστερά, για να αποδιώξει ένα μεγάλο νέφος από μύγες που πλήγιαζαν την πλάτη του που είχε γεμίσει φουσκάλες.

Το κινητό χτύπησε και ο Μήτρος απάντησε στο τηλέφωνο μουντζώνοντας την οθόνη του κινητού με νόημα στον Στάθη:

Μήτρος: Ελάτε, Κυρ Υγειονομικέ μου. Ναι, θα το σκοτώσουμε το ζώο. Πως είπατε; Επειδή ήπιε από το γάλα της μολυσμένης γελάδας, που σάπιζε στην ακτή του Απελλή; Τόσο πρόβλημα είναι; Α, προληπτικά για να μη μεταδοθεί κάποιο μικρόβιο. Και να σας πω με το συμπάθιο, Κυρ υγειονομικέ, τα παιδιά που παίζανε πάνω στη γελάδα τι να τα κάνουμε να τα λιανίσουμε στο ξύλο κι αυτά; Όχι, όχι, προς Θεού, Κυρ Υγειονομικέ, αστειευόμουν. Ναι, όταν τελειώσω θα καλέσω τον οδηγό του χωματουργικού να παρκάρει με την όπισθεν για να πετάξω το πουλάρι από τον γκρεμό μέσα στην καρότσα. Ναι, θα βγάλω φωτογραφίες και θα σας στείλω, μην ανησυχείτε… Γεια σας τώρα, πάω για τη «δουλειά»…

Ο Στάθης έριχνε τώρα καντήλια στον αέρα και με τη βαριοπούλα από τα νεύρα του χτύπησε τη γη αφήνοντας τετράγωνα αποτυπώματα στο λιωμένο χώμα. Η δε δόνηση από το σφυροκόπημα επέστρεψε στα μπράτσα του διαμιάς και τώρα σφάδαζε θυμωμένος από τα τσακισμένα νεύρα του, μα και τα νεύρα των χεριών του. Μετά λυγίζοντας τα πόδια στήριξε το κεφάλι πάνω στη βαριοπούλα για πέντε ολόκληρα λεπτά κοιτάζοντας το χώμα ακίνητος, θλιμμένος.

-Μόνο αυτό μπορούσε να κάνει για να αντιδράσει; αναρωτιόταν.

Ο Μήτρος εξήντα χρονών άνθρωπος έπαιρνε μεγάλες ανάσες και εξέπνεε φυσώντας βαθιά για να αποβάλλει το κακό που τον κυρίεψε σαν χολή, σαν θυμό, σαν έκρηξη. Δε μπορούσε να διανοηθεί ότι για να βγάλει το ψωμί του εργάτης άνθρωπος στον δήμο θα έπρεπε να υποστεί τέτοια ταπείνωση και αποκτήνωση. Πως να αρνηθεί; Θα του υπέγραφαν την απόλυση και θα τον μπλόκαραν από κάθε μελλοντική ανάθεση έργου. Και που να βρει αλλού δουλειά ηλικιωμένος άνθρωπος; Επτά χρόνια έπρεπε να κάμει υπομονή μέχρι να βγει σε σύνταξη, μέχρι τότε ο κόσμος να γυρνούσε ανάποδα έπρεπε να ακολουθήσει κι αυτός τις αναποδιές.

Στάθης: Γιατί ρε γαμώτο να τύχει σε μας αυτή η αγγαρεία;

Είπε ο συνομήλικός του Στάθης υψώνοντας σε απόγνωση το βλέμμα στον ουρανό, μα ο ουρανός είχε μαυρίσει με ένα σύννεφο που έμοιαζε με χέρι που τους σκέπαζε από πάνω τεντωμένο σε έκταση.

Στάθης: Μέχρι και ο θεός μας μουτζώνει, ε,…Μήτρο;

Μήτρος: Ο κτηνίατρος υπέγραψε την εντολή, αλλά να βρει τα κότσια να ρθει να το κάνει μόνος του, δεν κοτάει… του ένευσε με πικρία ο Μήτρος…

Στάθης: Απορώ, επιστήμονας άνθρωπος και δε ζητά να κοιτάξει ο ίδιος το ζωντανό. Να του βρει μια κούρα, να το σώσει;

Ο Μήτρος και ο Στάθης ανέβηκαν στον λόφο. Σύντομα, είχαν πλησιάσει το ζώο, που όντως είχε γεμίσει φουσκάλες λέπρας στο κεφάλι, αλλά και πάλι σε ποιον άξιζε τέτοιο τέλος; Να πάει να χαθεί ο υγειονομικός που έκανε οικονομίες στις ευθανασίες. Τα διπλάσια θα έτρωγε σήμερα στα πανηγύρια του νησιού, ειδικά για να πληρώσει τον χορό του στη μπάντα για να λέει ο κόσμος, να δες τον Κυρ Κωστάκη τον υγειονομικό μας τι ωραίο μπάλο χορεύει. Για να τον καλέσει την επομένη καμιά χήρα ή ζωντοχήρα για καφέ και σάχλα στο κονάκι της. Άντρας με τα όλα του ο Κυρ Κωστάκης, μέχρι και οι γλάροι τον κράζανε στον φάρο της Φυκιότρυπας της Λέσβου, εκεί που πετούσαν οι Γερμανοί τους εκτελεσμένους στη θάλασσα γιομάτους με πέτρες και κοτρόνια. Αλλά έννοια σου, Κυρ Κωστάκη, όλα σε τούτη τη ζωή πληρώνονται, είθε να σε κλωτσήσει γάιδαρος με τα καπούλια του, μαθές πιο γνωστικός θα γίνεις, συλλογιζόταν ο Μήτρος από μέσα του.

Από μακριά αν παρατηρούσες το σκηνικό σαν σκηνοθέτης, θα έβλεπες τρεις σκιές σε μικρογραφίες, ανεβασμένες στο περίγραμμα του λόφου. Το ζώο στη μέση περιστρεφόταν προσπαθώντας να βρει μία διέξοδο διαφυγής. Οι άντρες έμοιαζαν σαν να παίζουν εκείνο το πασίγνωστο παιχνίδι, που κάποιος με δεμένα μάτια μ’ ένα μαντήλι προσπαθεί μ’ ένα ρόπαλο να πετύχει ένα σακί όλο παιχνίδια, σερπαντίνες πολύχρωμες και στρας εκπλήξεις. Κάποτε, ο Στάθης πετυχαίνει τον σάκο και εκσφενδονίζονται χίλια δύο δυναμιτάκια προς όλες τις κατευθύνσεις.

Ο Στάθης χωρίς χαμόγελο γυρνάει του Μήτρου και τον ρωτά:

-Δεν πιστεύω να θέλεις να βγάλουμε τώρα φωτογραφίες γι’ αυτόν τον παλιοσαδιστή;

Και ο Μήτρος του κόψε την κουβέντα με κυνισμό:

Μήτρος: Τι τα’ θελες μαύρε μου και ζήταγες εχθές από τον δήμαρχο διπλάσια μεροκάματα και μπύρες δωρεάν για το αποψινό πανηγύρι. Λούσου τα, τώρα! Ούτε συγχωροχάρτι δεν ξεπλένει τέτοια αμαρτία. Σαμάρι γαϊδάρου χρειαζόμαστε. Τι γαϊδούρια, που καταντήσαμε;…

Στάθης: Εγώ στον αποψινό μπάλο του Κυρ Κωστάκη θα πετάξω στα πόδια του τα ματωμένα ρούχα και τη βαριοπούλα.

Τέρμα Μήτρο, τέρμα όλα, παραιτούμαι…

 


Η Κασσάνδρα Αλογοσκούφι έχει συμμετάσχει σε τριάντα συλλογικούς τόμους ποίησης και πεζογραφίας. Γράφει διηγήματα σε πρόζα.