Γιάννης Αρμενάκης | Τέσσερα ποιήματα

© Jose Afonso Furtado

Φεύγε και σώζου

«…ότι κραταιά ως θάνατος αγάπη, σκληρός ως
Άδης ζήλος ˙ περίπτερα αυτής περίπτερα
φλογός, φλόγες αυτής..»
Άσμα Ασμάτων Η’ 6

Σαν φάντασμα,
μόνη βαδίζεις στο χρόνο μου
μέσα ηχείς σαν φωνή υδάτων
πολλών που τ’ ακούς μα δεν
τα βλέπεις ˙ και τα νησιά
βυθίζονται
από το βάρος της μνήμης
Σου,
ενώ νέα βουνά
αναδύονται
μόνο και μόνο για να Σε
κρύψουν πίσω τους.

 


Πορφυρό Χρώμα

«…Επειδή το Ωραίο δεν
είναι παρά του Φοβερού αρχή –ή και το
αντίστροφο-
που μόλις την
υπομένουμε, κι όμως τη
θαυμάζουμε τόσο,
επειδή αθόρυβα απαξιεί να μας
καταστρέψει…»
Πρώτη Ελεγεία από τις Ελεγείες του Ντουίνο
R. M. Rilke, 1920

Χημικές αντιδράσεις πολύπλοκες
υλικών που ως τώρα θεωρούσε
αδρανή έδωσαν ένα πορφυρό
χρώμα
στο έτσι κι αλλιώς άχρηστο
υγρό μιας παλιάς ξεχασμένης ληκύθου.

Περίεργο πως
η μόνη χρησιμότης του υγρού αυτού
ήταν πια ο πόνος που στα μάτια
προκαλούσε το πορφυρό του έντονο
χρώμα.
Είπε να δοκιμάσει:
Δεν έβαφε
τίποτα δεν
μύριζε καθόλου
η γεύση του ήταν
αδιάφορη. Ήταν απλά
ένα υγρό πορφυρό χωρίς
καμιά πρακτική αξία.

Μια μέρα ενοχλημένος από τη λευκότητα
κάποιου τοίχου έριξε πάνω του όλο σχεδόν το
υγρό.
Μάταιος κόπος:
Ο λευκός τοίχος κοκκίνισε για
λίγο μα γρήγορα ξανάσπρισε.
Μια μικρή μουτζούρα έμεινε
μόνο
αλλά έπρεπε να πας πολύ κοντά για να τη
δεις. Ο τοίχος ήταν πάλι πάλλευκος.

Σκέφθηκε πολύ και αποφάσισε
επιτέλους
ότι το αίμα του δεν έχει καμιά
σχεδόν αξία.
Λυπήθηκε μόνο που το έχυσε
όλο
στο γαμημένο τον τοίχο.

 


Φεύγε και σώζου
II
(στην Δ.Γ.)


Εν
εκκλησίαις,
εν οίκω Κυρίου του
Θεού, ικέτις
φεύγε και σώζου
ότι δεν υπήρξε παράταση στο ευεργετικό
σκοτάδι
που έκρυβε
τις μυστικές σου ανάσες
τα μυστικά φιλιά σου, τα ασθμαίνοντα.

Το σκοτάδι, το ευεργετικό τελείωσε.
Τη θέση του πήρε
ένας αδυσώπητος
ήλιος

περιβεβλημένος
τήβεννο
και ζώνη πορφυρή περιζωμένος την
οσφύ
κρατώντας στα χέρια του
Αρνίο
εσφαγμένο,

εκείνο τον παλιό
τον ανυπάκουό
σου Έρωτα.

 


Ο Προαναγγελθείς Απόπλους του S/S DEUCALION


«…Εγένετο
ημίν εις έλεγχον των εννοιών ημών˙
βαρύς εστίν ημίν και
βλεπόμενος,
ότι ανόμοιος τοις άλλοις ο βίος αυτού, και
εξηλλαγμένοι οι τρίβοι αυτού.
Εις κίβδηλον ελογίσθημεν αυτώ, και απέχεται των οδών ημών
ως από
ακαθαρσιών…»

Σοφία
Σολομώντος

Κεφ. Β’ ,14-16


Στέκω
επάνω στην βαλίτσα μου. Περιμένω.
Σβήνεται κάθε ελπίδα Αναστάσεως και Ζωής αιωνίου
(Βέβαιος είμαι πως αυτό συμβαίνει λόγω του φιλανθρώπου Λιμενοβραχίονος
όστις απαγορεύει την είσοδο μου στον λιμένα
ως ρηπιαίο κύμα καιρού Γραίγου-γεννημένου ασφαλώς στις στέππες).
Θα αναριγούσαν βλέπεις και οι έξυπνοι αστοί,
από την παγωμένη ανάσα μου τότε, στυλίτες κοιμισμένοι σε βολικούς capitonnés
στύλους.
Έτσι, στέκω επάνω στην βαλίτσα μου και περιμένω.
Απέναντι μου όγκος σκοτεινός και μέγας, το Πλοίο, πάλι.
Κουμπάσο παλιό το μυαλό μου-σίγουρα θα με φέρει στον Βορρά ενός, κάποιου,
μέλλοντος
Ο Βορράς περιμένει όσο και ‘γώ… ωστόσο,
πάλεψα πολύ, αλήθεια, κι έβαλα κάτω κάμποσα λιόδεντρα στις μέρες μου,
και να ’όμως τώρα εδώ στην προκυμαία μοναχός, όρθιος πάνω στην παλιά
βαλίτσα μου, σε μια στάση απολύτως αφύσικη,
μπροστά στο Πλοίο, νύχτα
με την εσχάτη πληγή αιμάσσουσα στο στήθος μου.

Μέσα απ’ αυτήν ο Θεός διορθώνει τον κόσμο.

 


O Γιάννης Αρμενάκης γεννήθηκε στον Πειραιά.
Δούλεψε σαν υπάλληλος στην αγορά, ελαιοχρωματιστής, ταπετσιέρης, νεκροπομπός (κοράκι) σε κηδείες και εργάτης στα Ναυπηγεία.
Τώρα διδάσκει σε ένα βραδινό Λύκειο κάπου στην Αττική.
Ελπίζει όπως λέει ότι θα πεθάνει στην Κρήτη.