Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης | Προμηθέας Δεσπότης!

© Edward Steichen

— Όχι, όχι και ξανά όχι!.. Αρνούμαι να δεχτώ κάτι τέτοιο!

— Μα Θυμιέλη μου, γιατί; Πού είν’ το κακό κι η αμαρτία;

— Εσύ να μην ανακατεύεσαι… δεν σ’ αφορά!

— Δεν μ’ αφορά; Μα είναι και δικό μου παιδί!

— Είναι και δικό σου παιδί αλλά αυτά είναι ανδρικές υποθέσεις.

— Και τι θα γίνει τώρα; Ο Αγαμίδης θέλει αυτό τ’ όνομα να δώσουμε στο παιδί. Αν αρνηθούμε τότε χαλάει η κουμπαριά με τον Αγαμίδη που ξέρεις πόσο σταθερός στις απόψεις του είναι.

— Μπρούτζινο κεφάλι έχει· ένας ξεροκέφαλος και μισός είναι και πατάει πάνω στην ανάγκη μας για να περάσει το δικό του. Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που δέχτηκα να μπω στην δούλεψη του…

— Πιο σιγά, σε παρακαλώ! Θα γίνουμε βούκινο στη γειτονιά κι αν μαθευτεί ότι δεν θέλεις να του κάνουμε το χατίρι, θα έρθει και θα μας πάρει τη γη που δουλεύουμε χρόνια τώρα μισακά.

— Δεν μ’ ενδιαφέρει! Εγώ, ο Θυμιέλης, να έχω γιο με ειδωλολατρικό όνομα; Πάει πολύ. Άκου Προμηθέας! Αν είναι δυνατόν· χαθήκανε τόσα χριστιανικά ονόματα; Η παράδοση επιβάλει να βαφτιστεί με χριστιανικό όνομα. Χριστιανοί είμαστε κι όχι Εθνικοί! Πάει και τελείωσε! 

— Πάλι τα ίδια Θυμιέλη μου; Πάλι τα ίδια; Αφού τα είπαμε αυτά. Ο Αγαμίδης σού έχει εξηγήσει τόσες φορές ότι… να δεις πώς μας το είπε… δεν τα θυμάμαι κι έτσι όπως τα λέει, γραμματιζούμενα… Α ναι! Προμηθέας σημαίνει αυτός που φροντίζει για κάτι από πριν κι αν ο γιος μας πάρει αυτό τ’ όνομα, θα πάρει και τούτο το καλό!

— Μνήσθητί μου, Κύριε! Μ’ αρέσει που κάθεσαι κι ακούς τις μπαρούφες αυτού τού ανόητου! Στο ξαναλέω, ο γιός μου θα πάρει χριστιανικό όνομα! Τελεία και παύλα…

 Από τότε που γεννήθηκε ο γιός του, ο Θυμιέλης είχε κάνει ένα σωρό συζητήσεις με τη γυναίκα του σχετικά με την επιλογή τού ονόματος του· συζητήσεις σαν την παραπάνω που κατέληγαν πάντα σε διαφωνίες κι έντονους τσακωμούς. Πολλές φορές ο Θυμιέλης, μην μπορώντας να πείσει την γυναίκα του, έφευγε απ’ το σπίτι, αγαναχτισμένος, χτυπώντας με δύναμη την πόρτα πίσω του κι επέστρεφε αργά την νύχτα. Το αντρόγυνο είχε φτάσει στα όρια τού χωρισμού αλλά η γνώμη τού κόσμου, που πάντα την υπολογίζανε, ήταν αυτή που τους κράταγε ακόμα κάτ’ απ’ την ίδια στέγη.

 Ο Θυμιέλης ήταν γιος δασκάλου ο οποίος, εξ’ αιτίας της αθεΐας του, αποτελούσε το μίασμα τής Γκαλαγκάδιας, ενός χωριού που χάριν στην αμετακίνητη πίστη του στον Θεό σώθηκε πολλές φορές από συμφορές όπως θεομηνίες, πείνα κι αρρώστιες. Έτσι τουλάχιστον πίστευαν οι κάτοικοί του που ήσαν όλοι τους, ανεξαιρέτως, θεοφοβούμενοι και θρησκόληπτοι. Σε μια τέτοια κοινωνία ο Ευήμερος έμοιαζε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Αλλά λίγο τον ένοιαζε τι έλεγε ο κόσμος για την αθεΐα του, όπως λίγο τον ένοιαζε τι θα έλεγαν όλοι αυτοί σχετικά με την πρόθεσή του να κάνει τον γιό του τον Θυμιέλη επιστήμονα!

 Είχε μελετήσει εμβριθώς τ’ αρχαία κείμενα κι είχε καταλήξει ότι μόνον με τον ορθό λόγο μπορεί να πορευτεί ο άνθρωπος αποτελεσματικά στη ζωή του κι όχι με την πίστη και τα πατερμά! Και τον ορθό λόγο μπορεί να στον καλλιεργήσει μέσα σου η επιστήμη για την οποία έτρεφε απέραντο σεβασμό. Στον γιό του συνήθιζε να λέει ότι το πρώτο κύρος στον κόσμο είναι μόνον αυτή κι αν θέλεις να έχεις ένα όνομα και μια θέση στην κοινωνία πρέπει να την σπουδάσεις.

 Ο Θυμιέλης, όμως, ήταν από μικρός πνεύμα αντιλογίας κι ήθελε να περνάει μόνον το δικό του. Τ’ όνειρό του ήταν να γίνει ιερωμένος για να υπηρετήσει τον Θεό. Όμως η γκρίνια τού πατέρα του κι η δική του ξεροκεφαλιά τον οδήγησαν τελικώς στην εκμετάλλευση τής γης. Έτσι, ούτε επιστήμονας έγινε (προς μεγάλη θλίψη τού πατέρα του) ούτε ιερωμένος (προς μεγάλη θλίψη δική του), αλλά υπηρέτης τού Αγαμίδη, του πλουσιότερου ανθρώπου τής Γκαλαγκάδιας μα ταυτόχρονα άκληρου κι ανύπαντρου. Κι αφού δεν θ’ άφηνε απογόνους (είχαν περάσει τα χρόνια γιαυτόν), επιθυμούσε διακαώς ν’ αποκτήσει πνευματικό παιδί. Όταν ο Θυμιέλης τού γύρεψε δουλειά, ο Αγαμίδης τού έθεσε τον όρο ότι για να δουλέψει μισακά την περιουσία του θα έπρεπε να δεχτεί να γίνει νονός τού πρώτου παιδιού του.

 Ο Θυμιέλης μόλις είχε παντρευτεί γυναίκα φτωχή κι από ταπεινή καταγωγή κι η χρεία για επιβίωση ήταν μεγάλη. Εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι τής υπαίθρου τα έβγαζαν πέρα δύσκολα κι έτσι την παραμικρότερη ευκαιρία που τους δινόταν για δουλειά, έστω κι αν ήταν μαρνέρικη ή τελούμενη κάτ’ απ’ άθλιες συνθήκες, την άρπαζαν απ’ τα μαλλιά αμέσως. Το ίδιο έκανε φυσικά κι ο Θυμιέλης. «Τι αν γίνει αυτός νονός τού παιδιού μου, τι οποιοσδήποτε άλλος· το ίδιο μού κάνει… Φτάνει να έχω δουλειά για να ταΐζω την οικογένεια», σκέφτηκε κι αμέσως έκλεισε τη συμφωνία με τον πλούσιο γαιοκτήμονα.

 Του διέφυγε όμως ότι ο Αγαμίδης ήταν μαθητής τού πατέρα του, του Ευήμερου, όταν πήγαινε κάποτε στο σχολείο τού χωριού. Κι όταν έμαθε ο Ευήμερος τα σχετικά με τη συμφωνία, κάλεσε αμέσως τον Αγαμίδη σπίτι του. Βασιζόταν στο σεβασμό που ήλπιζε ότι θα έτρεφε ακόμα ο Αγαμίδης για τον παλιό του δάσκαλο (παρά το γεγονός ότι ουκ ολίγες φορές είχε δοκιμάσει τον μεταλλικό χάρακα στις παλάμες του όταν τον χτίκιαζε), προκειμένου να πείσει τον Αγαμίδη να του κάνει μια μεγάλη χάρη.

 Ο Αγαμίδης χάρηκε πολύ όταν συνάντησε μετ’ από χρόνια τον καλό του δάσκαλο. Ύστερα απ’ τους εναγκαλισμούς και τις βαθιές υποκλίσεις του, άρχισε τις κολακείες και μάλιστα γλοιωδέστατα. «Κάτι θα μου ζητήσει αφού δεχτεί να μου κάνει τη χάρη, είμαι σίγουρος… τον ξέρω… τώρα θα τον μάθω;», είπε από μέσα του ο Ευήμερος την ώρα που τον βομβάρδιζε ο Αγαμίδης με τις ψευτοφιλοφρονήσεις του. Και δεν έπεσε έξω. Γιατί όταν του ζήτησε να βαφτίσει τον εγγονό του με ειδωλολατρικό όνομα και συγκεκριμένα να τον βγάλει Προμηθέα, ο Αγαμίδης τού ζήτησε, ως αντάλλαγμα, να κάνει δωρεάν μαθήματα τους καλοκαιρινούς μήνες στους δύο ανιψιούς του που ως γνωστόν δεν έπαιρναν από γράμματα. «Το είπα εγώ! Σιγά που δεν θα ζητούσε εξυπηρέτηση για την εκδούλευση που θα μου κάνει», σκέφτηκε καθώς κατευόδωνε τον Αγαμίδη στην αυλόπορτα.

 Με τον τρόπο αυτόν ο Ευήμερος θα εκδικείτο τον γιο του που δεν σπούδασε σύμφωνα με το θέλημά του. Ήξερε ότι ήταν πιστός και φανατικός Χριστιανός και δεν θα δεχόταν κάτι τέτοιο, αλλά μπροστά στη ζοφερή προοπτική να χάσει τη δουλειά του θα πιεζόταν και στο τέλος θα ενέδιδε. Έπειτα πόνταρε και στην υπέρ το δέον προσοχή που έδινε πάντα ο Θυμιέλης στη γνώμη τού χωριού, η οποία θα ήταν άκρως αρνητική εάν, έχοντας δώσει τα χέρια για την κουμπαριά, αυτός αμαύρωνε την ιερότητα μιας τέτοιας συμφωνίας με παλινωδίες και πισωγυρίσματα. Επιπλέον, ο κουμπάρος σ’ εκείνα τα μέρη εθεωρείτο ανώτερος κι απ’ τον αδερφό!

 Όπερ κι εγένετο! Ο Θυμιέλης, κάτ’ απ’ την πίεση των καταστάσεων, δέχτηκε να λάβει ο γιός του όνομα ειδωλολατρικό, κι έτσι να κρατήσει τη δουλειά του, χωρίς να μάθει ποτέ ποιος βρισκόταν πίσ’ απ’ αυτή την επιθυμία τού Αγαμίδη, ο Ευήμερος πήρε εν μέρει την εκδίκηση του κι ο Αγαμίδης εξασφάλισε δωρεάν και κατ’ οίκον μαθήματα για τους δύο κακομαθημένους σκράπες του!

 Ο Θυμιέλης ήταν στον πυρήνα του άνθρωπος καταπιεστικός κι επειδή έπραττε πάντα βάσει συγκεκριμένου σχεδίου, ήθελε όλοι κι όλα γύρω του να λειτουργούν σύμφωνα μ’ αυτό το ίδιο σχέδιο, γιατί πίστευε ότι οι δικές του ιδέες είναι πάνσοφες, δοσμένες από μια ανώτερη βούληση που ο Θυμιέλης αποκαλούσε Θεό κι επομένως μη επιδεχόμενες αμφισβήτηση από κανέναν!

 Συνεπώς, συμπεριφερόταν με μια προκρούστεια λογική απέναντι στην πραγματικότητα κι φυσικά απέναντι στον γιο του τον Προμηθέα που κάθε λίγο και λιγάκι τον ξάπλωνε στην κλίνη του για να τον φέρει στα δικά της μέτρα. Κι ο σύμμαχος του σ’ αυτή την καταδυναστευτική στάση του ήταν ο φόβος που φρόντισε να του τον ενσταλάξει ήδη απ’ τα παιδικά του χρόνια γιατί γνώριζε εκ πείρας ότι μόνον έτσι θα μπορούσε να τον χαλιναγωγεί.

 Ο Προμηθέας μεγάλωνε και ταυτόχρονα μεγάλωνε μέσα του κι ο φόβος καθώς επίσης κι η αδυναμία του ν’ αντιλέγει στα σχέδια τού πατέρα του. Και το βασικό σχέδιο τού Θυμιέλη ήταν να γίνει ο Προμηθέας ιερωμένος. Αφού ο ίδιος δεν κατάφερε να υπηρετήσει τον Θεό όπως ήθελε, εξαιτίας της αντίδρασης τού άθεου δασκάλου, αποφάσισε να κάνει ο γιός του αυτό που δεν έκαν’ εκείνος!

 Για να τον προετοιμάσει για τον μελλοντικό του θεάρεστο ρόλο, ο Θυμιέλης τον υποχρέωνε ν’ ακολουθεί το τυπικό τής χριστιανικής θρησκείας που περιελάμβανε πέρα απ’ τις προσευχές και τις νηστείες, την μελέτη τής βίβλου, την εξομολόγηση, την θεία κοινωνία και φυσικά την τακτική συμμετοχή στις λειτουργίες τής εκκλησίας τού χωριού. Εξυπακούεται ότι μόλις μεγάλωσε λίγο, απόκτησε και τον δικό του πνευματικό ενώ τις μέρες που δεν είχε σχολείο εκτελούσε καθήκοντα υπηρέτη τού ιερού ναού στα οποία συμπεριλαμβάνονταν ο καθαρισμός τής εκκλησίας κι η κωδωνοκρουσία των σημάντρων.

 Έτσι ο Προμηθέας ανατρεφόταν μέσα στην μυρωδιά τού λίβανου και τους πλάγιους ήχους των υμνωδιών των μεγάλων μελωδών του Χριστιανισμού. Τίποτα περ’ απ’ τις διδαχές των ιερών κειμένων δεν έπρεπε να υφίσταται για τον Προμηθέα· και για τούτο φρόντιζε πάντα μ’ αυστηρότητα κι απόλυτο έλεγχο ο πατέρας του που ήταν πλέον υπερήφανος για τον γιό του. Όλοι στο χωριό είχαν να το λένε ότι ο γιος τού Θυμιέλη ήταν γεννημένος για ν’ αναλάβει ιερατικά καθήκοντα και να κηρύξει κάποτε τον λόγο τού Θεού στους ανθρώπους.

 Ο Θυμιέλης μετ’ από λίγο έπλαθε με τη φαντασία του τα κατορθώματα τού γιού του στο ιερατικό επάγγελμα μεταξύ των οποίων ήταν ν’ ανεβαίνει σιγά-σιγά όλους τους βαθμούς τής ιεροσύνης και να φτάνει μέχρι κι αυτόν τού Δεσπότη και γιατί όχι και του Πατριάρχη! Κι έκανε τα πάντα για να μην εξοκείλει ο Προμηθέας και πάρει τον δρόμο τού σατανά. «Πού θα πάει; Συνήθεια θα του γίνει και τρόπος ζωής και μετά μόνος του θα ζητάει την χειροτόνησή του σε ιερέα», συλλογιζόταν ο Θυμιέλης κι έτριβε τα χέρια του που όλα πήγαιναν μέχρι εκείνη τη στιγμή κατ’ ευχήν και σύμφωνα με το θέλημα τού Θεού.

 Ναι, μέχρι εκείνη τη στιγμή· μα σύντομα ο Προμηθέας επέπρωτο να έρθει σε επαφή και με κάτι άλλα κείμενα που διόλου δεν μοιάζαν μ’ αυτά που τον έβαζε να διαβάζει μέχρι τώρα ο πατέρας του. Σε μια επίσκεψη στο σπίτι τού παππού του, του Ευήμερου, έπεσε το μάτι του στη ράχη ενός βιβλίου. Ο Ευήμερος ως συνταξιούχος δάσκαλος, πλέον, είχε μια μικρή βιβλιοθήκη στο σαλόνι γεμάτη με κείμενα αρχαίων φιλοσόφων.

Το βιβλίο που τράβηξε το ενδιαφέρον τού Προμηθέα ήταν το Όργανον τού Αριστοτέλη όπου διατυπώνονταν οι νόμοι τής ανθρώπινης νόησης κι οι τρόποι τού συλλογισμού. Κάτι είχε ακούσει βέβαια στο σχολείο αλλά δεν είχε προλάβει να το συγκρατήσει καθώς οι δάσκαλοί του προσπερνούσαν βιαστικά τα περί αρχαιογνωσίας, ενώ αντίθετα έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα σε κάτι λογοτεχνίες, στην αγωγή τού πολίτη, στα οικοκυρικά και φυσικά στα θρησκευτικά και στη σχετική χρηστομάθεια.

 Ο Ευήμερος παρατήρησε αμέσως τον ενθουσιασμό τού εγγονού του για την αρχαία γραμματεία κι ειδικά για το Όργανον. Αυτό τον οδήγησε στη σκέψη ότι μπορεί να έχει κάποια κλίση προς τις επιστήμες και τη θετική σκέψη, γενικότερα, και έτσι με δική του παρότρυνση ερχόταν συχνά στο σπίτι του για να διαβάζει και να συζητάνε περί Λογικής. Ο Ευήμερος ένιωσε μετ’ από λίγο ότι αυτό που δεν κατάφερε να πετύχει με τον γιό του ίσως να το πετύχαινε με τον εγγονό του!

  Οι επισκέψεις τού εγγονού στο σπίτι τού παππού γινόντουσαν σταδιακά πιο πυκνές και πάντα στα κρυφά γιατί ο Θυμιέλης ήξερε εξ ιδίας πείρας ότι ο πατέρας του ήταν κακή επιρροή. Κι όσο περνούσε ο καιρός ο Προμηθέας διαπίστωνε, με τη βοήθεια τού Ευήμερου, ότι η αρχαία σκέψη και κοσμοθεωρία διέφερε σημαντικά απ’ την θεολογική και την χριστιανική. Τελικώς, ξεκαθάρισε μέσα του ότι οι Έλληνες στηρίχτηκαν στην νόηση και την παρατήρηση για να οικοδομήσουν τον κόσμο ενώ οι χριστιανοί στην φαντασία και το συναίσθημα!

 Και πάνω που πήγε να συμβιβάσει μέσα του αυτούς τους δύο ασυμβίβαστους κόσμους, πέθανε ο παππούς κι ο Προμηθέας έμεινε χωρίς το έρεισμά του και φυσικά χωρίς την πολύτιμη βιβλιοθήκη τού παππού, γιατί ο πατέρας του φρόντισε να κάψει τα βιβλία που θεωρούσε ότι ήταν όργανα τού διαβόλου. Ο Προμηθέας πρόλαβε να σώσει μόνον το Όργανον τού Αριστοτέλη και λίγα κείμενα τού Πλάτωνα και του Επίκουρου.

 Την εποχή εκείνη ο Προμηθέας θα έδινε εξετάσεις για την ιερατική σχολή συνεχίζοντας έτσι να κάνει τα χατίρια τού πατέρα του. Η επαφή του με τ’ αρχαία κείμενα κι η αγάπη του γιαυτά τον έκαναν να θεωρεί το ιερά κείμενα υποδεέστερα κι ότι συσκοτίζουν παρά φωτίζουν τον ανθρώπινο νου. Του φαινόταν μαρτύριο να πρέπει να διαβάζει επί τρία συναπτά έτη -τόση ήταν η διάρκεια των σπουδών- για τους μεγάλους πατέρες τής εκκλησίας και τις αντιλήψεις τους περί θείου και για όλους τους αγίους τού χριστιανισμού. Αυτό που κάπως τον παρηγορούσε ήταν ότι ίσως να εντόπιζε στις διδαχές τους ψήγματα ελληνικής φιλοσοφίας και σκέψης -όπως διαπίστωσε εκ των υστέρων- πράγμα που θα κρατούσε το ενδιαφέρον του αμείωτο για τις σπουδές και θ’ αποτελούσε και σοβαρό κίνητρο για να τις περατώσει.

 Κατά τη διάρκεια των σπουδών ήταν εσώκλειστος στη σχολή και διήγαγε βίο μοναχικό -σύμφωνα με τους κανονισμούς της- προετοιμάζοντας τον εαυτό του για τον ρόλο του ιερωμένου που θ’ αναλάμβανε για το υπόλοιπο τής ζωής του. Υπήρχαν φορές που καταπιεζόταν αφάνταστα ως σπουδαστής τής σχολή κι αναρωτιόταν μήπως τελικά η αποστολή του δεν ήταν να υπηρετήσει το Θεό αλλά την επιστήμη. Όμως, όλες αυτές οι αμφιβολίες διαλύονταν μέσα του κάθε φορά που έφερνε στο νου την αυστηρή μορφή τού πατέρα του και τις απαιτήσεις που είχε για τον ίδιο.

 Μετά το πέρας των σπουδών χειροτονήθηκε αρχιδιάκονος κι ανέλαβε καθήκοντα στον ναό τού χωριού άμεσα γιατί στο μεταξύ ο Πρεσβύτερος τού ναού είχε συνταξιοδοτηθεί. Ο πατέρας τού Προμηθέα καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι που ο γιός του θα ήταν ο ποιμένας των προβάτων τής περιοχής, αυτός που θα τους κήρυττε  τον θείο λόγο και θα τους έδειχνε τον δρόμο τής αρετής και της αγιοσύνης. «Ας πάει στα κομμάτια τ’ όνομα! Εγώ έβγαλα κοτζάμ ιερωμένο που είναι και σπουδαγμένος», σκεφτόταν ο Θυμιέλης και φούσκωνε. Και φούσκωνε ακόμα περσότερο όταν του ερχόταν στον νου, ως εικόνα, ο γιός του ντυμένος Δεσπότης, άρχων όλης της επαρχίας-επισκοπής Γκαλαγκάδιας!

 Ο ναός τής Αγίας Δνοφερής ήταν χτισμένος στις παρυφές τής Γκαλαγκάδιας. Ήταν ένα μικρό τετράγωνο κτίσμα που ανήκε στους εγγεγραμμένους σταυροειδείς με τρούλο ναούς. Στο εσωτερικό ήταν ιστορισμένοι ένα σωρό Άγιοι μα με το πέρασμα των αιώνων -η εκκκλησία ήταν παμπάλαια- οι περσότερες τοιχογραφίες είχαν φθαρεί, μ’ αποτέλεσμα οι απεικονιζόμενες μορφές να μην φαίνονται καθαρά.

 Στον ναό είχε αναλάβει ενοριακά καθήκοντα ο Μορφόνιος, ένα θηλυπρεπής νεωκόρος που έκανε τα γλυκά μάτια στον Προμηθέα κάθε φορά που βρισκόντουσαν μόνοι στον ναό, χωρίς όμως να βρει ανταπόκριση στα, κατά τ’ άλλα, αγνά συναισθήματά του! Ο Μορφόνιος ήταν άψογος στον στολισμό τού ιερού ναού και των ιερών εικόνων, στο άναμμα των κανδηλών και των λαμπάδων, και στην κωδωνοκρουσία των σημάντρων. Ακόμα πιο άψογος, όμως, ήταν όταν ερχόταν η ώρα να βάλει το χέρι βαθιά μες στο παγκάρι!

 Επειδή ο Προμηθέας βαριόταν να διαβάζει και να ψέλνει τα ίδια και τα ίδια, κάθε φορά που λειτουργούσε (στην πραγματικότητα έπληττε αφόρητα όταν έβλεπε μπροστά του ιερά κείμενα), ενάλλασσε την ανάγνωση και το ψάλσιμο τού ευαγγελίου με την ανάγνωση και το ψάλσιμο αρχαίων φιλοσοφικών κειμένων! Για τους πιστούς τού χωριού που ήσαν αγράμματοι όλα αυτά ακουγόντουσαν το ίδιο κι επομένως δεν διέτρεχε κίνδυνο να γίνει αντιληπτή η διαφορά στο νόημα των «ψαλμών»! Μόνον όταν ερχόταν στην εκκλησία ο Δεσπότης τής περιοχής για καμιά επίβλεψη, τότε άλλαζε τροπάριο ο Προμηθέας και το γυρνούσε στο καθαρώς χριστιανικό! Με τον καιρό σταμάτησε να διαβάζει το ευαγγέλιο κι «έψελνε» μόνον τ’ Όργανον τού Αριστοτέλη διανθίζοντάς το με τ’ ανάλογα βυζαντινά μελίσματα!

 Στις μεγάλες γιορτές τής Χριστιανοσύνης, που όλα στον ναό έπρεπε να ήσαν λαμπρά και φωτεινά, ο πατέρας τού Προμηθέα φρόντιζε να τον εφοδιάζει μ’ ακριβά άμφια, ραμμένα στους καλύτερους ραφτάδες της χώρας. Όλα τ’ άμφια και τα εμβλήματα που του έδινε ήσαν χρυσοποίκιλτα και φορτωμένα μ’ ακριβές πέτρες προς το θεαθήναι! Κι ως γνωστόν καθετί που γίνεται περιττό, μαρτυρεί την τάση προς το πομπώδες και το θεατρικό στο οποίο έκλινε ο Θυμιέλης, όντας επιδειξίας και φανφαρόνος, όχι όμως κι ο γιός του.

 Εξαιτίας όλων αυτών των κοσμημάτων, το βάρος των αμφίων του στην πλήρη τους σύνθεση ήταν τέτοιο που καθ’ όλη τη διάρκεια τής Θείας λειτουργίας ή όσων ιεροπραξιών συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτήν, ο Προμηθέας υπέφερε κι ένιωθε να κουράζεται κατ’ απ’ την πίεση τής στολής!    

 Ο Προμηθέας πάντα αναρωτιόταν πού έβρισκε τόσο ακριβά άμφια ο πατέρας του. «Ο νονός σου Προμηθέα, ο νονός σου που είν’ περήφανος για σένα όπως κι εγώ. Γνωρίζεις την οικονομική επιφάνειά του! Τι είναι γιαυτόν να διαθέσει κι ένα ποσό για τ’ αγαπημένο του βαφτιστήρι;», αυτά του απαντούσε κάθε φορά που τον ρώταγε ο Προμηθέας περί της προέλευσης όλου αυτού του πλούσιου κι έκτακτου στολισμού των αμφίων του.

   Ούτε κι ο ίδιος ο Θυμιέλης, όμως, γνώριζε ότι ο Αγαμίδης, λόγω της τσιγκουνιάς του, δεν θα έκανε ποτέ τέτοια ακριβά δώρα στον Προμηθέα, εάν η γυναίκα τού Θυμιέλη, ούσα παραμελημένη απ’ τον σύζυγό της και στερημένη από ηδονές, δεν ενέδιδε στις ανήθικες προτάσεις που της έκανε συχνά ο Αγαμίδης όταν ο Θυμιέλης έλειπε απ’ το σπίτι, επειδή παρακολουθούσε με περηφάνια (και κατάνυξη) τα τελούμενα απ’ τον γιό του μυστήρια!

 Με τα χρόνια ο Προμηθέας ανέβαινε στην ιερατική ιεραρχία κι έπαιρνε τους ανάλογους βαθμούς. Όταν όμως έφτασε στον βαθμό τού Αρχιμανδρίτη και παρέμενε εκεί χωρίς να διαφαίνεται προοπτική ανόδου στον επόμενο βαθμό τού Επισκόπου, ο Θυμιέλης απόρησε κι ανησύχησε σφόδρα. Αλλά μόνον αυτός, γιατί ο γιος του ήταν αδιάφορος για τους θώκους και τα οφίκια και δεν υπήρχε ούτε η παραμικρή πιθανότητα να ενδιαφερθεί για την περαιτέρω εξέλιξή του. Αντιθέτως, ο Θυμιέλης ήταν τόσο φιλόδοξος που δεν ήθελε επ’ ουδενί να γίνει τ’ όνειρο καπνός. Και τ’ όνειρό του, μαζί κι ο διακαής πόθος του, ήταν να γίνει ο γιός του Δεσπότης κι άρχων όλης της Επισκοπής Γκαλαγκάδιας. 

«Μα γιατί δεν του δίνουν τον βαθμό; Διαθέτει όλα τα προσόντα· και βίο ανεπίληπτο διάγει με σύνεση και σωφροσύνη και διδακτική και ποιμαντική εμπειρία έχει. Τι του λείπει επιτέλους;», αναρωτήθηκε μια μέρα που έπινε καφέ στο σπίτι τού Αγαμίδη. «Ναι, τα έχει όλ’ αυτά αλλά του λείπει η επιρροή στις τάξεις τής Ιεράς Επιτροπής Διορισμών», του απάντησε ο Αγαμίδης υποψιασμένος!

 Εμφανίστηκε, λοιπόν, στην Ιερά Επιτροπή για να παρακαλέσει και με κάτι γαλιφιές και τεμενάδες κατάφερε κι έπεισε τους Μητροπολίτες περί της αξίας και της ικανότητας τού γιού του. Περσότερο, όμως πείστηκαν όταν είδαν τα εξόχως πλούσια πεσκέσια και δώρα που κουβαλούσε μαζί του! Περιττό ν’ αναφέρω ότι κι αυτά τα δώρα ήταν προσφορά τού κουμπάρου του με το γνωστό και σύνηθες αντάλλαγμα!       «Καλά, καλά, δεν έχουμε ανάγκη από υλικά αγαθά, τι μας περάσατε; για πολιτικούς; Ωστόσο, μιας και κάνατε τον κόπο να μας τα φέρετε, εμείς θα τα πάρουμε όχι για άλλο λόγο βέβαια, αλλά για να τα αφιερώσουμε στην Θεοτόκο που με τη σειρά της θα ευφράνει τόσο εσάς, λόγω αυτής σας της δωρεάς, όσο κι εμάς, που της την προσφέρουμε, με το μάννα τ’ ουρανού!!!», του ανακοίνωσαν χωρίς στόμφο και περιστροφές ενώπιων του.

 Μετ’ από λίγες ημέρες ήρθαν τα ευχάριστα κι απροσδόκητα νέα: Ο Προμηθέας είχε πάρει τον βαθμό τού Δεσπότη κι ο πατέρας του, έχοντας εκπληρώσει μέσω του γιού του το νεανικό του όνειρο, διατυμπάνιζε παντού το κατόρθωμα τού Προμηθέα περιχαρής κι ευτυχισμένος.

 Αυτά όμως για τον Προμηθέα ήταν παντελώς αδιάφορα και βαρετά. Η μόνη παρηγοριά του ήταν τ’ αρχαία κείμενα κι η γλυκιά θύμηση τού παππού του όταν του μίλαγε για την αρχαία φιλοσοφία και την επιστήμη. Ο Προμηθέας είχε κάνει τα χατίρια τού πατέρα του αλλά ο ίδιος υπέφερε. Δεν τολμούσε, όμως, να ξεσηκωθεί κιόλας και να εκφράσει όλα όσα τον έπνιγαν για χρόνια, γιατί φοβόταν την πατρική φιγούρα κι εξουσία ακόμα και τώρα που ήταν μεγάλος -είχε φτάσει πια τα πενήντα. Επιπλέον, η σκέψη ότι μέχρι τη συνταξιοδότησή του τα χρόνια παραμονής στο ιερατικό επάγγελμα ήταν ακόμα πολλά, του προκαλούσε μελαγχολία και προσπαθούσε να την αποφεύγει.

 Μια μέρα ήρθε απόφαση απ’ τη Ναοδομία να χτιστεί ένας μεγάλος και σύγχρονος ναός στην περιοχή τής Γκαλαγκάδιας γιατί ήταν κάτι που έλειπε. Τόσο η εκκλησιά τού χωριού όσο και κάτι ξωκλήσια, σκόρπια εδώ κι εκεί στην περιοχή, δεν εξυπηρετούσαν ούτε τους ιερωμένους ούτε και τους πιστούς γιατί ήταν κακοσυντηρημένα και πολύ παλιά.

 Το αίτημα για την ανέγερση καινούργιου ναού το είχε υποβάλει ο Προμηθέας που σκέφτηκε ότι αν λειτουργούσε σ’ ένα περιβάλλον διαφορετικό απ’ αυτό που λειτουργούσε μέχρι τώρα, ίσως να βελτιωνόταν η πεσμένη του διάθεση. Και το περιβάλλον αυτό θα έπρεπε να του θυμίζει κάτι από αρχαιοελληνικό ναό, κάτι από εκείνες τις εποχές που ο ίδιος θαύμαζε απεριόριστα. Εξάλλου, αυτό θα ταίριαζε και με την ανάγνωση των αρχαίων κειμένων που όπως είδαμε είχε καθιερώσει κατά τη διάρκεια τής τέλεσης των διαφόρων ιεροπραξιών!

 Η υπηρεσία Ναοδομίας τού διέθεσε αρχιτέκτονες και μηχανικούς αλλά ο Προμηθέας ήθελε να χρησιμοποιήσει τους δικούς τους με την αιτιολογία ότι αυτοί καταλάβαιναν καλύτερα το γούστο του και τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του.

 Τον ναό σχεδίασε ένας αρχιτέκτονας εξειδικευμένος στις εκκλησίες βυζαντινού ρυθμού, αλλά με πάθος κι εμμονές για τους αρχαίους ναούς! Ήταν φίλος τού Προμηθέα απ’ τα φοιτητικά του χρόνια με σπουδές στην Εσπερία.

 Τα οικοδομικά υλικά τ’ αναζήτησαν σε σχιστήρια και λατομεία τής περιοχής καθώς επίσης και στην ίδια τη φύση. Δέκα χτιστάδες δούλευαν μέρα νύχτα για την αποπεράτωση τού ναού, πάντα με την επίβλεψη τού αρχιτέκτονα και του Προμηθέα.

 Μέρα με τη μέρα ο ναός έπαιρνε μορφή και σιγά-σιγά γινόταν κατανοητό περί τίνος επρόκειτο. Το κτίσμα ξέφευγε αρκετά απ’ τους κανόνες τής τυπικής ναϊκής αρχιτεκτονικής κι αποτελούσε έναν συμφυρμό ρυθμών, τόσο βυζαντινών όσο κι αρχαιοελληνικών! Απ’ την άποψη τής βυζαντινής ναοδομίας ήταν ένας πεντάτρουλος εγγεγραμμένος με τέσσερις μικρούς και χαμηλούς τρούλους στις γωνιές του κι έναν μεγάλο και ψηλό στο κέντρο του. Απ’ την άποψη τής αρχαίας ναοδομίας, διέθετε πρόναο κι οπισθόδομο με σειρά κιόνων δωρικού ρυθμού τόσο στον πρόναο όσο και στο πίσω μέρος του. Τα δύο καμπαναριά του και στις τέσσερις πλευρές τους διέθεταν θριγκούς στηριγμένους πάνω σε μικρούς κίονες δωρικού ρυθμού!

 Στο εσωτερικό υπήρχαν όλες οι απαραίτητες αγιογραφίες με τη διαφορά ότι όλοι οι άγιοι μοιάζαν μ’ αρχαίους θεούς! Το πάτωμα τού ναού ήταν όλο ένα τεράστιο ψηφιδωτό με σκηνές απ’ την αρχαία μυθολογία και την αρχαία τραγωδία!

 Όποιος, άσχετος μ’ αυτά, έβλεπε τον ναό, θα έλεγε ότι ήταν ιδιαίτερος κι ασυνήθιστος, ίσως και περίτεχνος. Μια άποψη που δεν την συμμερίστηκε ο Πατριάρχης καθώς την μέρα των εγκαινίων τού ναού είχε προσκαλεστεί απ’ τον Προμηθέα για να παραστεί στην τελετή και να κάνει και τη δοξολογία, μα όταν, συνοδευόμενος από μαυροφορεμένη πλειάδα ρασοφόρων κι απ’ ολόκληρο το χωριό στο κατόπι του, μετά φανών και λαμπάδων είδε το αλλόκοτο κτίσμα, άνοιξε διάπλατα μάτια και στόμα· κι ήταν έτοιμος να σηκώσει τα χέρια ψηλά και να φωνάξει κάτι σαν «Αίρεση, Αίρεση!» ή «Ουαί στους αιρετικούς και στους βλάσφημους!», αλλά τον πρόλαβε η κατάρρευση τού ναού που συνέβη εν ριπή οφθαλμού και χωρίς να προλάβει κανείς ν’ αντιδράσει και να καταλάβει πώς συνέβη τούτο το πράγμα!

 Ο Προμηθέας ύστερ’ απ’ αυτό εξαφανίστηκε απ’ το χωριό· ίσως γιατί δεν ήθελε ν’ ακούσει τον αναβαλλόμενο εκ τού Πατριάρχη ή γιατί είχε μπουχτίσει με τη ζωή τού ιερωμένου που έκανε ως τότε. Στο χωριό, πάντως, είπαν ότι επειδή ήταν μια ζωή έρμαιο τού πατέρα του, βρήκε το θάρρος τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, να επαναστατήσει και ν’ απομακρυνθεί μια για πάντα από κοντά του παίρνοντας μαζί του και τον Μορφόνιο για «συμπαράσταση»!..

***


Ο Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης είναι Κορίνθιος την καταγωγή, αλλά γεννήθηκε στα Χανιά – σ’ ένα σπίτι της οδού Βύρωνος. Όλη του την ζωή την πέρασα στην Κρήτη. Στην νεανική του ηλικία έζησε υπέρ τα τρία έτη στο Manchester της Αγγλίας. Διέμεινε και στην Αθήνα. Η τελευταία του εργασία είναι καθηγητή σε σχολεία εξαρτώμενα απ’ το υπουργείο παιδείας της Ελλάδας. Ξέρει Αγγλικά και Γερμανικά.