Δήμητρα Καλλιγέρη | Γαλότσες

Η κρυμμένη ομορφιά της αφαίρεσης

Πάει καιρός που έχεις κλείσει το παράθυρο σου, στο πράσινο φύλλωμά της
αγάπης, στις ζεστές ακτίνες της ζωής, στην κρυμμένη ομορφιά της
αφαίρεσης.

Είσαι πίσω από το κλειδωμένο παράθυρο και παρατηρείς τα χρώματα, που
σαν άμμο κυλάνε μέσα από τα πικρά σου χέρια.

Τι κι αν τα άγγιξες μια φορά;

Θέλει πόνο να ανοίξεις ξανά τα παραθυρόφυλλά σου και να αφήσεις σαν
χείμαρρο το φως να μπει και να σε ξεβολέψει.

Μα ξέρεις τι με θλίβει περισσότερο;

Πίσω από τα τζάμια που έχεις τοποθετήσει με περίσσια προσοχή, δεν
κρύβεις σκοτάδι, είσαι γιομάτος με γκρίζο.

Αφού ούτε το μαύρο είσαι ικανός να σηκώσεις.

Είσαι ολάκερος ένα βολεμένο και μίζερο γκρίζο,

κάτι σαν το τηλεκοντρόλ του καναπέ σου που έχει κολλημένο σουσάμι,

κάτι σαν την τρύπια κάλτσα σου,

κάτι σαν το πιγκάλ της λεκάνης σου.

Γκρι μικροαστός, όπως οι άλλοι.

Αν είχες τα αρχίδια να γέμιζες μαύρη σαπίλα δεν θα ήσουν καλύτερος,

αλλά τουλάχιστον δεν θα ήσουν ίδιο γρανάζι με εκείνους.

Ευτυχώς για μένα, είμαι από την άλλη μεριά του παραθύρου.

Κάποτε ήμουν σαν και εσένα.

Πώς σήκωσα τις γρίλιες μου;

Αυτό είναι μυστικό, κάτι σαν την κρυμμένη ομορφιά της αφαίρεσης που λέγαμε.

 


Οι γαλότσες

Πριν κάνεις τις γαλότσες σου γλάστρες, περπάτησέ τες.
Γλίστρα με αυτές, κάνε τον κόσμο σπλάχνο σου.
Όργωσε ουρανούς.
Προτού ασπρίσουν η ψυχή και τα μαλλιά σου
φρόντισε να έχουν πάρει το χρώμα της φωτιάς.

Οι γαλότσες σου, να είναι πάντα βρώμικες.
Ευχή σου δίνω, όχι κατάρα.
Να τις ταΐζεις κοκκινόχωμα και ροζιασμένα χέρια
να τις φορτώνεις ζεστά ξύλα
να τις φοράς τις γαλότσες σου, να τις τιμάς.

Και ύστερα να λες, εγώ με δύο κομμάτια λάστιχο
ξεχώρισα από τα αγάλματα και τα δέντρα
και γίνηκα παπουτσωμένος αϊτός κι έσπειρα και θέρισα
μάτωσα κι άγιασα, σύρθηκα και πέταξα.

Μακριά από τα λουστρινάτα, φαντασμένα παπούτσια.
Κάθε τι ακριβό, στερείται ζωής.
Μην τα αφήνεις να σε φοράνε σε δρόμους
από χαλίκια, ροδοπέταλα και ουράνια τόξα.

Στα βουνά έχει την πιο κρυστάλλινη θέα.
Η κομμένη ανάσα είναι ευλογία.
Ό,τι είναι τακτοποιημένο και καθαρό
δεν γυαλίζει σαν ζευγάρι μάτια.

Περπάτησε μέσα στις γαλότσες σου
αλλά και στις γαλότσες των άλλων.
Φρόντισε η στάση σου να είναι στάση
για κουβέντα, φωτογραφία, αχνιστά κάστανα.

Και όταν πια κρεμάσεις τα παπούτσια σου
θ’ ακούσεις ένα ψιθυριστό «ευχαριστώ»
που τους έδειξες το ταξίδι κι έκανες
τον προορισμό τους να αξίζει
που τα έβγαλες από τη συσκευασία
δεν τα λυπήθηκες.

Κι εσύ με τη σειρά σου θα τα ευχαριστήσεις
που προστάτευαν τα πόδια σου από τα κοφτερά βράχια
τα μυτερά αγκάθια, τις κακές τις γλώσσες.
Και μαζί γίνατε ένα φωτεινό σχήμα, οι γαλότσες σου κι εσύ.
Το φως πλάθεται από μουσκεμένο χώμα
όχι από τεχνητό συννεφιασμένο τσιμέντο.

 

Δήμητρα Καλλιγέρη – Γαλότσες - Εκδόσεις Άνω Τελεία, 2021