Ιωάννης Ριζάς | Δύο ποιήματα

© Ray Metzker

Καταναλισκόμενος άνθρωπος

Χαρτί βρεγμένο κάτω από τον πλάτανο, αποκοιμιέται, το όραμά μας. Από τα βάθη της τρυφερότητας μέχρι το θρήνο των λουλουδιών, ακούγεται ο σιωπηλός άγρυπνος έρωτας, που από γη απάτητη τον μετατρέψαμε σε θλιβερή δυστοπία. Το τρέξιμο στους βάλτους με τις νεράϊδες ,το λάβαρο της ακροβατούσας σάρκας, η φυγή στο κεχριμπάρι, οι λέξεις οι απαγορευμένες, το πεπρωμένο που αντισταθήκαμε, το πεπρωμένο της αντίστασης, η φαντασία των χρωμάτων , το όνειρο ενός μικρού παιδιού, μας γίνανε αναλώσιμα. Όλα πωλούνται σε τιμή ευκαιρίας.  Δεσμεύουμε από του νυχτερινού περιπατητή του δάσους τη σκοτεινή μαγεία του, και από τις σπηλιές των πολικών αρκούδων τις αναμνήσεις των γερασμένων κρυσταλλήτων. Αφαιρέσαμε από τις λέξεις μας το χρώμα τους, δανείστηκαμε ελπίδες αλλονών και τις αδειάσαμε από νόημα, από υποσχέσεις, προσευχές, πυκνές αναπνοές ελευθερίας, γίνανε αναγκαιότητες μιας επανειλημμένης άρνησης. Δεν αφήσαμε τίποτα γιατί μισούμε τη ζωή, όσο μισούμε το είναι μας μέσα σε μια ξενιτεμένη χώρα , σε αποδεκατισμένους κοινωνικούς θεσμούς που καίνε τους μύθους, σκοτώνουνε τον Κύκλωπα και κλέβουν το δαχτυλίδι της μάνας. Στην προσπάθεια να τα ξεχάσουμε όλα, σέρνουμε έναν ξένο σε κάθε μας τζούρα, μεταμορφωνόμαστε σε γυμνοσάλιαγκα στο δρόμο της βροχής, ψάχνοντας μια ζωή το κέλυφός μας. Στην εποχή της κόλασης γίναμε κατσαρίδες, ζούσαμε τις αντανακλάσεις ανθύπαρξης με ασυνέχειες, σε γόπες τσιγάρων να ζητούσαμε μια ταυτότητα που έπρεπε να σβήσουμε ολοσχερώς, ο μαζικός διωγμός, η ανάγκη μας να χυθούμε στον ουρανό, στα υπόγεια, στα ποτάμια, στις πολυκατοικίες, στις βουνοκορφές, να μη μας χωράει τίποτα, να μη στεριώνουμε πουθενά. Πρότυπό μας ο άνεμος και το μέλλον μας απόκρημνο. Εκπληρώσαμε το χρέος της ελευθερίας μας, όλα τα πρέπει μας, μόνο ξεχάσαμε να ζήσουμε εμάς. Δεν μεγαλώσαμε σε στέγες, ούτε σε μπαλκόνια, τα χέρια μας δεν αγγίξανε χώμα μήτε πατήσανε λάσπες, όταν έβρεχε τα παραθυρόφυλλα κρατούσαμε σφιχτά, κοιτάγαμε με τρόμο το αν από το άλλη φορά, η υπομονή ισχυρός σιγαστήρας της αδυναμίας μας. Από την αιώνια περιστροφή, στη πρώτη κιόλας παραζάλη, το φως κοχλάζει στην έρημο του ονείρου, στην απουσία σου, και η σκέψη αποδομείται ναρκωτικά με παφλασμό μαλακό… ήπιο, γινόμαστε ολοένα η ανάκλασή του. Στην αργή πτώση του έρωτα που δεν φτιαχτήκαμε να βιώσουμε, τον συντηρούσαμε σαν καλοκαιρινό κρυοπάγημα. Το θεριό της αυγής κατέκλυσαν ερινύες, για ένα φιλί απαλό το καταράστηκαν, μέσα σε κενές σελίδες τετραδίου που τίποτα δεν κρύβεται. Νοσταλγούμε, μαραζώνοντας τον κόσμο γύρω μας, και περιμένουμε τον Γκοντό στο μαγικό μανιτάρι μας, στον ηλεκτρικό τις καμπυλόγραμμες ράγες να ισιώσουν. Πλησιάζουμε από νωρίς να κοιτάξουμε την πρόοδο του είδους μας, ανάμεσα στις γραμμές του χρόνου, πέφτουμε μονάχοι. Η παθητική ύπαρξη που αποκαλούμε συνύπαρξη, γίνεται μια ανεκπλήρωτη επιθυμία σύνθλιψης της αφόρητης διαφάνειά μας.  Λες και απομένει τίποτα μετά τον κατακλυσμό.

 


Αυτοάνοσο εγώ

Μέσα από μια γυάλινη σφαίρα,
κόβω, σπάω, στρίβω, καίω λίγο από το κάδρο μου,
όλο και γίνομαι ένα με αυτό, εκμηδενίζομαι.
Αταίριαστος, απροσάρμοστος, ένα μαλακισμένο,
ντύνομαι την ασκήμια, το φέρετρο, τον εθισμό, τη πίστη μου,
με πολλαπλά προσωπεία,
όλα σπασμένα,
στέκομαι στην απέραντη γωνιά και με πίνω,
ώσπου σας ξεχάσω όλους.
Μετά από ένα φθηνό γυάλισμα, γίνομαι πάλι
ο ειδυλλιακός δολοφόνος του κυνισμού σας.

 


Ο Ιωάννης Ριζάς γεννήθηκε τον Μαΐου  του 1999. Είναι τεταρτοετής φοιτητής του ΕΜΠ στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών. Ασχολείται κατά κύριο λόγο με την ελεύθερη ποίηση, ωστόσο κινείται σε διάφορα άλλα είδη ποίησης καθώς και στο δοκίμιο.