Νικήτας Δεσποτίδης | Η καμπίνα

© Γεωργία Τσόκου

Έχω πάρει δύο παυσίπονα και προσπαθώ να κοιμηθώ εδώ και μια ώρα. Κουνάει, έχω ναυτία και τα σεντόνια μυρίζουν απλυσιά. Η καμπίνα είναι εξωτερική και μπορώ να κοιτάζω κάτω από το φεγγάρι τα άσπρα κύματα να βρέχουν το τζάμι. Σηκώνομαι και ανάβω το φως. Δεν έχω συνεπιβάτη στην καμπίνα, είναι κάτι για το οποίο είχα παρακαλέσει στην ρεσεψιόν.

Απορώ πώς έφτασα στο κατάστρωμα, είναι σχεδόν αδύνατον να περπατήσεις σταθερά με τόσο κύμα. Ένας καμαρότος με πετυχαίνει όσο ανοίγω την πόρτα.

«Κύριε, θα σας πρότεινα να γυρίσετε στην καμπίνα σας».

Δε σφάξανε. Εγώ θέλω να βγω έξω απεγνωσμένα, του λέω πως τον ευχαριστώ πολύ για την ενημέρωση. Το κατάστρωμα καλύπτεται από τζάμια και είναι παραδόξως αρκετά ζεστότερο από όσο το περίμενα. Πιάνω μια γλιτσιασμένη από την υγρασία καρέκλα και κάθομαι να βλέπω τα κύματα. Κουνάει και τα φώτα είναι εκτυφλωτικά και εγώ είμαι μόνος. Μόνο εκείνη τη στιγμή παρατηρώ ότι υπάρχουν άνθρωποι και σε άλλη μια γωνία του καταστρώματος. Τι στο καλό, πάω να δω.

Περνάω από το μπαρ, ο τύπος φαίνεται να με θυμάται γιατί με χαιρετάει με το μικρό μου. Παίρνω ουίσκι και ένα τοστ ζαμπόν και πάω να δω τι κάνουν οι ξένοι. Ο ναύτης κλείνει το μπαρ μόλις φεύγω και τον βλέπω να παραπατάει από την κακοκαιρία ώσπου χάνεται στο σκοτάδι.

Οι κύριοι που βρήκα παίζουν χαρτιά. Κανείς τους δε ζητάει το όνομά μου, ευκαιρία να μην το δώσω. Συνειδητοποιώ ότι δεν πονάω πια και ότι δεν θυμάμαι πού πονούσα όταν πήρα τα χάπια. Επίσης, συνειδητοποιώ ότι δεν θα έπρεπε να χάνω λεφτά παίζοντας εικοσιμία σε μια στοίβα σωσίβια.

Τι σαπιοκάραβο. Όλα τρίζουν και ζέχνουν, είναι γεμάτο σκουριά· ένα πλοίο φάντασμα. Νομίζω ότι εδώ πάνω ζούμε μόνο εμείς οι πέντε που παίζουμε. Με το δίκιο μου. Πέντε μέρες τώρα, έχω πετύχει άνθρωπο του πληρώματος δύο φορές.

Το τοστ μού φέρνει αναγούλα και πάω να κάνω εμετό στην κουπαστή. Όταν γυρίζω, λείπουν και οι τέσσερις. Μου έχουν αφήσει ένα σωσίβιο και τα διπλά λεφτά από όσα έπαιξα. Και τώρα είμαι πια απόλυτα μόνος. Πηγαίνω πέρα δώθε κάτω από τις λάμπες. Το μόνο που ακούω είναι το σύρσιμο του πλοίου πάνω στο κύμα. Παίρνω το σωσίβιο και τα λεφτά, και για κάποιον λόγο που δεν μπορώ να καταλάβω πηδάω την μπάρα του μπαρ και ψάχνω το τηλέφωνο. Διαλέγω ένα τυχαίο νούμερο και καλώ.

Το σηκώνει ένα κορίτσι και μου μιλάει με κέφι. Λέει πως έχει όρεξη για κουβέντα και της λέω να ανέβει πάνω.

«Με τέτοιον καιρό;»

Τελικά την πείθω. Απορώ με την τύχη μου. Καλώ άλλους τρεις τέσσερις αριθμούς· δεν το σηκώνει κανείς. Στο τέλος παίρνω και την ρεσεψιόν αλλά μόνο παράσιτα.

Έρχεται και με βρίσκει. Περπατάει με ενοχλητική άνεση, ενώ εγώ κρατιέμαι και για να σταθώ όρθιος. Μιλάμε λίγο. Ειλικρινά δε θυμάμαι τίποτα για αυτήν την κουβέντα, ούτε καν την φωνή της. Πριν το καταλάβω, βρισκόμαστε ξαπλωμένοι σε έναν από αυτούς τους πλαστικούς καναπέδες. Έχει βαθιά μαύρα μάτια. Όσο ντύνομαι, της λέω για το πόσο περίεργη είναι αυτή η νύχτα. Δε μου απάντησε πότε. Με χαιρέτησε με το ίδιο κέφι που είχε όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο και μου έδωσε στο χέρι το κλειδί της καμπίνας της.

Ήπια αρκετή ώρα μόνος μου. Όταν γύρισα στην καμπίνα μου, ξάπλωσα επιτέλους για να κοιμηθώ. Κοιτάζοντας το λαμπατέρ, συνειδητοποίησα πως άνοιξα την πόρτα μου με το δικό της κλειδί.

Όταν ξύπνησα το πρωί, την πήρα τηλέφωνο και ξαναβρεθήκαμε. Έβρεχε και τα σύννεφα ήταν τόσο μαύρα που έμοιαζε ακόμη με νύχτα. Έφερα πάνω κάτω το πλοίο να βρω έναν άνθρωπο να τον ρωτήσω πότε θα φτάναμε επιτέλους.

Έφτασα στο κατάστρωμα, τόσο σκοτεινό που νόμιζα πως ήταν ακόμη βράδυ. Βρήκα κάποιον να σκουπίζει και τον σκούντηξα. Για μια στιγμή νόμιζα, ήμουν σίγουρος, πως ήταν ένας από αυτούς που παίζαμε χαρτιά χθες, αλλά τελικά ήταν ο καμαρότος που είχα συναντήσει στην πόρτα.

Όταν τον ρώτησα, κοίταξε την μαύρη θάλασσα και μετά έστρεψε το βλέμμα του σε εμένα.

«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα».