Νικήτας Δεσποτίδης | Θερινό ευχολόγιο

© Javier Campano

Είναι Ιούλιος και η ζέστη είναι ανυπόφορη. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως δε θα  ξαναέμενα καλοκαίρι στην Αθήνα, κι όμως λίγο οι δουλειές, λίγο η ανικανότητα μου να οργανώσω διακοπές, με έκαναν να ξαναβρεθώ κολλημένος εδώ. Πρωί και μεσημέρι δεν γίνεται να βγεις, όλα λιώνουν και είναι και αυτή η υπνηλία, ο ιδρώτας του κόσμου, ο πονοκέφαλος. Μόλις πέφτει λίγο ο ήλιος, γίνεται πιο υποφερτό. Και πάλι, μόλις ανοίγεις την πόρτα, ο ζεστός αέρας σε αρρωσταίνει αμέσως. Και είναι μια ζέστη καταληκτική και μίζερη. Το μεσημέρι μπορείς να ελπίζεις ότι νυχτώνοντας θα φτιάξει κάπως. Τέτοια ώρα βλέπεις πια πως είσαι παγιδευμένος σε αυτόν τον καύσωνα που κολλάει πάνω σου και σε κάνει να θες να βουτήξεις στα σιντριβάνια.

Πουκάμισο, βερμούδα, σανδάλια. Όλες οι μπαλκονόπορτες είναι ανοιχτές, ακούς ειδήσεις, μουσική, πυροβολισμούς από κάποια ταινία. Εγώ προχωράω ιδρώνοντας. Έχει νυχτώσει και επικρατεί σιωπή στη γειτονιά. Η πόρτα είναι όπως πάντα ανοιχτή και όλος αυτός ο κύκλος ανθρώπων είναι μέσα πίνοντας λεμονάδες και μπύρες.

Το βιβλιοπωλείο μένει ανοιχτό παράνομα μετά την απαγόρευση και διάφοροι το βρίσκουν ως καταφύγιο. Άμα δε βγαίνεις το πρωί γιατί βράζεις και το βράδυ επειδή κυκλοφορούν οι λοιμώξεις και οι μπάτσοι, θα καταλήξεις τρελός. Εξ άλλου, περιπολικό σε αυτό το στενό δεν έχω δει ποτέ, για αυτό και ο ιδιοκτήτης κρατά προκλητικά ανοιχτή την πόρτα. Και μας ανέχεται μια χαρά, αρκεί φεύγοντας να αγοράσουμε ένα βιβλίο.

Κάποιος έχει βάλει χαμηλά μουσική και καθόμαστε σε τρία σκαμπό μια παρέα αγνώστων, μιλώντας για τις ειδήσεις των δυο τελευταίων κρίσιμων βδομάδων. Εγώ ξεφυλλίζω και κανένα βιβλίο παράλληλα και παρατηρώ πως δεν υπάρχει καμιά οργάνωση στα ράφια. Νέα και μεταχειρισμένα βιβλία ανάκατα και μπροστά τους κουτάκια μπύρας και φιλτράκια.

Κλιματισμός φυσικά δεν υπάρχει. Δυο μεγάλοι ανεμιστήρες που περιστρέφονται με θόρυβο και ανυπομονείς να έρθει η στιγμή να σε σημαδέψουν. Οι ώρες περνάνε αργά αλλά ευχάριστα μέσα στις αδιάφορες συζητήσεις, όπου κάποιος φεύγει και κάποιος έρχεται. Έχει φτάσει η ώρα δύο και δεν θέλω να φύγω. Το ίδιο σκέφτονται και άλλοι πέντε, αλλά ο ιδιοκτήτης είναι ανυποχώρητος. Τελικά, συγκεντρώνουμε όλοι εβδομήντα ευρώ και του τα δίνουμε για να μας αφήσει να περάσουμε στο μαγαζί του το βράδυ. Επιπλέον, όλοι μας αντί για ένα, αγοράζουμε δύο βιβλία. Υποχωρεί, αρκεί να δεχτούμε να κλείσουμε την πόρτα.

Όταν όλοι φεύγουν, μένουμε εμείς οι έξι, τέσσερις άντρες και δύο γυναίκες. Ανοίγουμε, φυσικά, την πόρτα και καθόμαστε στην ζεστή καλοκαιρινή νύχτα. Κίτρινα φώτα, μουσικές από διαμερίσματα και λεμονάδες. Θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα. Ένας άντρας και ένα κορίτσι απομονώνονται, δεν τους ξαναμιλάμε για όλο το βράδυ. Οι υπόλοιποι μιλάμε για ταινίες και καλοκαιρινούς προορισμούς. Όποτε ακούμε σειρήνες πεταγόμαστε όλοι, με τον φόβο της ασφάλειας. Αλλά ποτέ κανείς δεν έρχεται εδώ.

Ένας από τους άνδρες φεύγει, και γύρω στις τρεις η φίλη μας καλεί δύο γνωστές της να τον αντικαταστήσουν. Εκείνες έρχονται. Τι παρανοϊκές εποχές ζούμε. Παίζουμε ανόητα παιχνίδια σαν δεκαπεντάχρονα και ομολογώ ότι έχω αρχίσει και περνάω υπέροχα, συνειδητοποιώντας πόσο μου είχαν λείψει οι άνθρωποι. Απαγγέλλουμε ποίηση με γελοίες φωνές, λέμε τα μυστικά μας, τρώμε φιστίκια και κοροϊδεύουμε κάποιον που φεύγει μέσα στη νύχτα για να βρει γρανίτες. Το ζευγάρι κάνει σεξ στις τουαλέτες αλλά κανείς δε δίνει σημασία.

Δε θυμάμαι ποιος το προτείνει. Πρέπει να είχε πάει πέντε όταν ακούστηκε η ιδέα και όλοι ήμασταν τρομερά μεθυσμένοι  για να διαφωνήσουμε. Πρέπει να ήταν μια από τα κορίτσια. Τι θα λέγαμε, αν όλοι μαζί, εμείς που μόλις γνωριστήκαμε, παρατούσαμε τα πάντα και μόλις ξημέρωνε παίρναμε το πρώτο πλοίο και φεύγαμε προς κάποιο νησί. Όλοι συμφώνησαν γελώντας και λούσαμε με ένα μπουκάλι νερό εκείνη που το πρότεινε ζητωκραυγάζοντας. Περάσαμε μια ώρα μπροστά στα κινητά μας για να βρούμε προορισμό, ανάμεσα σε γέλια και λεμονάδες. Μόλις καταλήξαμε, κάποιος φώναξε: Τι περιμένουμε λοιπόν;

Και εξαφανιστήκαμε σχεδόν τρέχοντας αφήνοντας την πόρτα ανοιχτούς και τους άλλους να κάνουν έρωτα. Πήγαμε σπίτια μας να πάρουμε όλοι από πέντε πράγματα και να φύγουμε. Όσο ετοιμάζομαι μεθυσμένος, γελάω με την κατάσταση. Κάποιος κορνάρει και ακούω φωνές κάτω από το σπίτι μου. Κατεβαίνω τρέχοντας με το σακίδιο και τα λεφτά μου στο χέρι και μπαίνω στο αυτοκίνητο που με περιμένει. Η οδηγός τρέχει στην Πειραιώς όσο εμείς τραγουδάμε και λέμε για τις παραλίες του νησιού και για το ότι παραλείψαμε να βρούμε πού θα μείνουμε. Αγοράζουμε εισιτήρια δέκα λεπτά πριν το πλοίο φύγει και, αφού παρκάρουμε στο γκαράζ, τρέχουμε όλοι στο κατάστρωμα αρπάζοντας καρέκλες, για να δούμε τη ζεστή μέρα που ξημερώνει στην πόλη όσο εμείς -επιτέλους- φεύγουμε μακριά.

***


Ο Νικήτας Δεσποτίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 2000. Η λογοτεχνία για εκείνον υπήρξε ανάγκη από πολύ μικρή ηλικία, γεγονός που τον ώθησε στον κόσμο των γραμμάτων. Σπουδάζει φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Λογοτεχνικά θέματα που τον συγκινούν είναι ο φόβος για το μέλλον, οι χαμένες ευκαιρίες και η εμμονή στο ασφαλές και εξωραϊσμένο παρελθόν.