Ρογήρος Δέξτερ | Σχεδίες

© Saul Leiter

Φλος Ρουαγιάλ
(μόνο στον ύπνο σου)
ή
“Pseudo-Blues”
[prose song “written on a toilet roll”]

Αυτή η απανωτή χασούρα στα χαρτιά
Και το χτεσινό βατερλώ στα ζάρια
Όταν σου βούτηξαν γελώντας
Ακόμη και τα σώβρακα οι τυπάδες
Αιώνια τής πόλης φοιτητάκια και ίσως
Παλιοί κλεφτοκοτάδες τού χωριού
Πιθανοί αγιογδύτες
Και πονηράντζες τής κακιάς ώρας
Με το βλέμμα λίγο πριν τα σταφύλια
Τής κόκκινης αλεπούς
Δε σου έγιναν μάθημα, καημέ
Αφού μετά από τόσα χρόνια στο κλαρί
Πιστεύεις πως η τύχη
Είναι μόνο στον καρπό και στο χέρι
Και λιγότερο στη μνήμη που πρέπει να θυμάται
Φιγούρες σα γυναικείες μορφές
Ας πούμε με υψωμένο στήθος
Και το χέρι αντήλιο στο μέτωπο
Ή σα μικρά γεγονότα που η μοίρα πολλαπλασιάζει
Και τα ξαναστρώνει μπροστά σου
Ώστε τίποτα να μην μπορεί να ξεχαστεί
Ως τα γεράματα•
[Το ράδιο έπαιξε Gordon για λίγο
Και τώρα έν’ αυτοσχέδιο longform
Από φτιαγμένους που τζαζάρουν δίχως ανάσα
Και θα τους βάφτιζες – αν βέβαια ήξερες
Από πού βαστά η γενιά τους –
“The Midnight Onions”]• αύριο όμως
Θα ‘ρθεί η στιγμή μόλις νυχτώσει
Στο γνωστό υπόγειο στον πάτο τής νύχτας
Να πάρεις το αίμα σου πίσω
Να τους μπεις για τα καλά στο ρουθούνι
Γαμιόληδες τού κερατά και κάθε καρυδιάς καρύδι
Που δε διάβασαν ποτέ Ντοστογιέφσκι•


Auto-da-fe’
ή
Τα μολυβένια στρατιωτάκια
χάνονται στην πυρά

“Pseudo-Blues”
[prose song “written on a toilet roll”]

Άντε πάλι οι ηλίθιοι
Τσακωμοί για το τίποτα
Σα να παίζεις γροθιές με τον ίσκιο σου
Και να χάνεις
Λες και θα περίμενες να κερδίσεις
Στα χαρτιά και στα ζάρια με τα βλακόμουτρα
Στην αγάπη με την πρώτη νεράιδα
Που ξέβρασε η τύχη τού μπαρ στο διπλανό σκαμπό
Στην ελπίδα ότι όλη αυτή η χασούρα
Είναι σαν το φτερούγισμα μιας πεταλούδας
Μέσα από ένα φλεγόμενο δάσος
Μέχρι να βρεθεί το άνθος
Που έβλεπε μέρες στα όνειρά της• ωστόσο
Έτοιμο να εκραγεί
Κάτω απ’ τό μάλλινο πουλόβερ
Το στήθος της• φυσώντας τον καπνό λοξά
Να κόβει τον μπάρμαν – τα χέρια του
Φίσκα σε γοργόνες και τρίαινες
Ενώ σφυροκοπάει άτεχνα το σέηκερ• δεν ξέρω
Τί γεννάει στ’ αλήθεια την Τέχνη• ίσως
Η αίσθηση ότι μείναμε ξαφνικά μόνοι
Αραχτοί στο πάσο πίνοντας
Εκεί όπου όλοι θυμούνται το μέλλον τους• και
Αναρωτιέμαι αν μια τέτοια απλή περίσταση
Θα μπορούσε ποτέ να γίνει τραγούδι
Που να το ζηλέψουν τα πουλιά και τα έντομα
Και οι φυλλωσιές και τ’ ανθισμένα λιβάδια
Και τα σιγανά ποτάμια
Που κελαρύζουν στο αφτί τού βουνού
Και όσοι τραγουδούν μέσα απ’ τήν καρδιά τους
Νομίζοντας τάχα πως βρήκαν κάτι
Γυρεύοντας μισή ζωή τα ίδια και τ’ αλλιώτικα
Ενώ τελικά βρήκαν μόνο τη θλίψη
Να τους σφίγγει το λαιμό στο σκοτάδι
Και κανέναν τρόπο πια
Εκτός από τα ατέλειωτα ποτά
Μήπως θυσιάσουν
Στο βωμό τής νύχτας τις κακές σκέψεις•