Ρογήρος Δέξτερ | Σχεδίες

© Helen Levitt

TENDER
VI
[μηνύματα από το κινητό]

δεν ήξερα τί άλλο να γράψω μέχρι που τσάκισα την πένα μου αλλά κέρδισα και
πάλι στα χαρτιά και ξανακέρδισα στα ζάρια και γύρω μου οι δήθεν φίλοι
ούρλιαξαν σαν τους λύκους σιμά στο πρόβατο και ίσως να μην υπάρχει
ιδιαίτερος λόγος που σου τα γράφω αυτά – βλακείες θα πεις από τα καμώματα
που συνηθίζω και σε κάνουν να μένεις με το στόμα ορθάνοιχτο γιατί δε
γνωρίζω ακόμη τί ακριβώς είχαμε οι δυο μας τελικά και τί χάσαμε και τί
σκατά κάνεις στ’ αλήθεια εκεί κάτω στα μέρη τού Νότου όπου λες ότι βρήκες
επιτέλους τη λιακάδα στο βόθρο όπου τόσοι και τόσοι πνίγονται στη χολή τους
ενώ χτες είδα σ’ ένα παράδοξο όνειρο που οι παλιοί ονειροκρίτες θα βάφτιζαν
clarum somnium να πηδιέσαι εδώ κι εκεί με αγνώστους και μετά ν’ αδειάζεις
τις τσέπες σου στους ζητιάνους καθώς έκανες πάντοτε χαμογελώντας κι εγώ
ύστερα να πρέπει να δώσω τ’ όνομά σου σ’ εκείνη την ξανθιά που ψωνιζόταν –
όμοια με την Calamity Jane – έξω απ’ τό Berlin και να νιώθω ότι κυνηγώ μια
σκιά στο κατόπιν τού ανύπαρκτου και το πιο στανικό ότι κάθε τρεις και λίγο
ο πατέρας μου μπαινοβγαίνει αγριεμένος στον ύπνο φωνάζοντας άλλοτε για τις
λεμονιές που δε ροδαμίζουν και άλλοτε για τα χρόνια που ξόδεψα παίρνοντας
στη σειρά τα μπαρ τής Εσπερίας και θα ήταν λοιπόν μια αφορμή για να χαθείς
μια και καλή από τα μάτια μου που βαραίνουν και κανένας νεκρός δε ζει πια
να με ξυπνήσει όταν χρειάζομαι ανάμεσα σε τόσους καλοθελητές που με
τριγυρίζουν με το φαρμάκι στη διχαλωτή γλώσσα και πιστεύουν -όπως κι εσύ-
ότι χρωστώ τής Μιχαλούς και λοιπά κομψά που συνηθίζουμε να λέμε εφόσον
κάποιος δεν ακολουθεί την πεπατημένη τής δημοσιάς ή τολμά να περάσει τα
εσκαμμένα τού όχλου τα μικροαστικά στερεότυπα και τα συμπλέγματα τού
κοσμάκη ξεκινώντας τη δική του λοξή διαδρομή από “Corso Di Laurea In
Lingue” σε bartendering και μετά σε κραιπάλη ατέλειωτη τις νύχτες μέχρι να
σπάσει μέσα του ο χρόνος τα γαμημένα του ρολόγια σάμπως τις προάλλες που
έπεσα πάνω στον τύπο από τον 4ο στη Θερμοπυλών με ύφος αρχαίου οπλίτη στα
στενά και που εσύ μού ‘λεγες ότι έβγαζε έξω τη γλώσσα μόλις σε κοιτούσε από
τα βυζιά μέχρι τα πόδια και μεταξύ μας νομίζω ότι αρχίζει ο καψερός να
τρελαίνεται γιατί τον πέτυχα μέσα στο ταξί του να ιδροκοπάει για το
κωλοκάματο και η μουσική ήταν στη διαπασών τραγούδια ολοένα στο καημόκουτο
πενιές για τις γυροβολιές που κάνουν οι ζεημπέκηδες αλλά και άλλα χειρότερα
και να φυσάει και να ξεφυσάει μόλις με αναγνώρισε πίσω απ’ τή μάσκα
ψιθυρίζοντας κάτι συλλαβές σα φθόγγους αλλόκοτους θηρίου κλεισμένου στο
κλουβί ενός τσίρκου απ’ όπου μπορούσες να καταλάβεις μονάχα ότι η καψούρα
τής ζωής του ισιώνει μέρα νύχτα ξένα στελιάρια και τον λυπήθηκα πολύ και
κατέβηκα πριν τον προορισμό μου που μάλλον δεν είχα ποτέ στη ζωή καθώς
πάντοτε εσύ μού φώναζες λες κι ελόγου σου είχες πρόγραμμα και στόχους και
κουκούτσι μυαλό μέσα στο ωραίο κεφάλι σου •

 


TENDER

VII

Γαμώσπιτοι στήνουν
Ποιος ξέρει τί καρτέρι στις γωνιές
Έχοντας στρίψει τσιγάρο ή κάτι παρόμοιο
Μες στη χρονοτριβή των δρόμων μιας νύχτας•
Θα τους έπαιρνα σβάρνα
Αν μπορούσα
Όπως τ’ άχυρα στο στάρι•
Κατά τ’ άλλα κακό φεγγάρι
Και οι πόρνες που κρεβατώνουν την πόλη
Ίσως απόψε μας κλέψουν τους στίχους
Για να ξαναγράψουμε αλλιώς τα δικά μας
Σα να τραγουδάμε στην ερημιά
Σε ώτα μη ακουόντων• κανείς τους όμως
Δεν ξέρει πού παν’ τα τέσσερα
Ότι τα στάχυα και τα πουλιά και οι φυλλωσιές
Και τα έντομα
Και οι φωνές από μέλι των κοριτσιών
Και τα σιδερόχορτα που ξιφομαχούν στον άνεμο
Και τα ξερά καλάμια στο στόμα τού αγέρα
Και το νερό που τρέχει κρυστάλλινο στη μνήμη
Και κάποιες στο θαλασσάκι
Λες κι έρχονται από ένα μέλλον μακρινό
Στιγμές γαλήνης
Ακόμη και η μικρή νυφίτσα
Που καταβροχθίζει με λαιμαργία
Το λωτόδεντρο τού κήπου
Αλλά και το γεράκι που ζυγίζεται
Με το μπαμπάκι στα σύννεφα
Όλ’ αυτά – όλα εκείνα
Μαζί με τα όνειρά μας
Και όσα χάθηκαν ξαφνικά
Είναι οι καρποί που θα δρέψουμε αύριο
Είναι οι αληθινοί που μας απέμειναν
Οι τελευταίοι φίλοι που δε θα μας προδώσουν•