Ρογήρος Δέξτερ | Σχεδίες

© Fan Ho

Μετρώντας σε αριθμούς το χρόνο μιας μέρας
ή
Pseudo-Blues
(“prose song written on a toilet roll”)

Το ένα ποτό θα φέρει το άλλο και ίσως
Νιώσουμε νικητές θα νιώσουμε χαμένοι
Μέσα στο στήθος τής σερβιτόρας που αστράφτει
Βελούδινη πάνω στη θλίψη των θαμώνων
Που είναι κουβαλητές από τα χαράματα
Περιστάσεων και γεγονότων• καθώς
Μια γλάστρα έπεσε από τον 6ο γυρεύοντας το θάνατο
Γυρεύοντας το γλυτωμό τής ανυπαρξίας στη συντριβή•
Δυο κόκκινοι γάτοι πιάστηκαν το μεσημέρι
Κι έβγαλαν το θυμό στα νύχια τους
Πλάι σ’ έναν κάδο απορριμμάτων
Παλιών θαρρείς αναμνήσεων•
Τρεις, βολεμένοι στα έδρανα τού εθνικού μας πορνείου
Εθνοσωτήρες και λυτρωτές
Πούλησαν τα γνωστά παραμύθια στο γυαλί
Μπροστά στα γουρλωμένα μάτια
Τής χάβρας τού όχλου των τυφλών• και
Τέσσερις γέροντες έπαιξαν κι έχασαν στο ίδιο παιχνίδι
Αμέτρητες φορές στο ισκιωμένο καφενείο
Μιλώντας παράλληλα για το τέλος κάποιας επανάστασης
Μιλώντας για ήρωες και ανδραγαθίες στα βουνά
Όπως τα θυμόντουσαν
Και όπως μάλλον θα τα είχαν ξεχάσει• κι ενώ
Δε βλέπουμε ούτε τη μύτη μας στο μέλλον
Μόνο εγώ νομίζω ότι ακούω ακόμη
Πέντε πουλιά να τραγουδούν με τη φωνή σου•

 


     Η τέχνη τού θανάτου σε αναβολές
[Γράμμα στη Μ.]

Ας ήταν κάπως έτσι•και η Σίλβια με στίχους
Θα με αγκάλιαζε
Όταν εσύ θα είχες φύγει(πιο σωστά
Μόλις θα έφευγες ή τώρα που νομίζω
Ότι φεύγεις μια και καλή
Και ο νέος αιώνας κατάντησε
Ο πιο αδιάφορος χρόνος)
Για να πιάσεις στο Νότο τη λιακάδα απ’ τά γένια
Να πιάσεις την καλή και την ανάποδη
Κλείνοντας το μάτι στα περασμένα
Στα γεγονότα που δεν περνούν τελικά και δεν
Πέφτουν σαν έρμα φύλλα από πάνω μας
Αν δεν τα στριμώξουμε σε μια τυχαία γωνιά
Να πατικωθούν και να γίνουν
Ένα στρώμα από ξερές αναμνήσεις• έτσι
Πριν από λίγο
Δεν πίστευα ότι θα έγραφα
Και πάλι δυο λόγια για σένα• (ας λένε
Οι πικρόχολοι τα δικά τους
Αυτοί δε ρούφηξαν ποτέ
Κανένα κώνειο σε γουλιές
Δεν ήπιαν στ’ αλήθεια
Καμιά θλίψη μονορούφι) • δεν ήξερα
Ότι θα τραγουδούσα και πάλι για σένα
Σαν το τζιτζίκι που νιώθει να ξυλιάζει
Και ο χειμώνας έρχεται πάνοπλος
Πάνω σε οπλές καλπάζοντας με πέταλα
Σαν ένα τζιτζίκι που νιώθει
Ότι σε λίγο θα κατέβει για πάντα στο χώμα•
Ας ήταν έτσι λοιπόν
Και καλότυχοι όσοι κέρδισαν μόνοι τους
Τον δικό τους θάνατο
Τερματίζοντας μια μονότονη ή άθλια ζωή
Καληώρα τώρα παίζοντας ζάρια με τις λέξεις
Από βέβαιο φόβο ότι όπου νά ‘ ναι θα πεθάνουν•