Σοφία Σταθούλη | Τρία ποιήματα

© Blake Andrews

[Αθήνα]

Μια περιπλάνηση στους δρόμους της Αθήνας Αρκεί
Για να μυρίσεις τις καμένες – σα χρησιμοποιημένα τσιγαρόχαρτα- ελπίδες των πολιτών της
Η ατμόσφαιρα πνιγηρή
Η μυρωδιά του μπαρουτιού
Πυροδοτεί το μικροσκοπικό μηχανάκι, κάπου μέσα στ’ αυλάκια του μυαλού μου

Αν κοιτάξεις προσεχτικά θα δεις σκόρπια κομμάτια από πυροτεχνήματα και φωτοβολίδες
Παντού τριγύρω
Που πέταξαν οι τελευταίοι ιδεαλιστές Οι πρώτοι αληθινοί άνθρωποι
Προσπαθώντας να εξημερώσουν το θηρίο της ακολασίας
Μα ο homo consumens δύσκολα αλλάζει

Το πραγματικό κτήνος είναι η πλεονεξία
Μα ο homo consumens
Δεν βλέπει, παρά τα ακριβά μυωπικά γυαλιά του
Δεν καταλαβαίνει, παρά τον πακτωλό χρημάτων στην παραπαιδεία
Δεν υποχωρεί στο σφάλμα παρά τις χιλιάδες υποχωρήσεις που γίνονται για χάρη του
Πεταμένα λεφτά;
Μπορεί.

Μια περιπλάνηση στα σοκάκια της Αθήνας
Αρκεί για να αναδυθεί ένα μικτό άρωμα Ιδρώτα,
πεύκου και φθινοπωρινών φύλλων
Ενίοτε ωστόσο, η βρώμα και ο φόβος , τις σκεπάζουν
Αφήνοντας μονάχα τη θύμηση αυτών
Πώς ήταν η Αθήνα πριν την καχυποψία, τον τρόμο
Το άγχος ;

Ούτε οι μεγαλύτεροι δε θυμούνται
Κάπου, κάτω από το παχύ ξεθωριασμένο στρώμα του κρεβατιού
Μαζί με τα υπνωτικά χάπια
Έχουν χώσει και τις αναμνήσεις του τότε
Δεν θέλουν να κοιμηθούν άλλο
Έχουν κοιμηθεί πολύ στη ζωή τους, λένε.
Μα τώρα που ξύπνησαν είναι αργά.

Οι ζωγραφιές στους τοίχους της Αθήνας
Κραυγάζουν βοήθεια
Θαρρείς πως θα ξεπηδήσουν από το μπετόν
Μα εσύ περνάς από δίπλα τους, χωρίς να βλέπεις
Αυτή η χώρα είχε πάντα πρόβλημα προσανατολισμού
Ξεκινάς να πας αριστερά και καταλήγεις
Στον πέρα δρόμο, δεξιά
Οι ζωγραφισμένες φιγούρες όμως συνεχίζουν να σου γνέφουν,
Να φωνάζουν το όνομά σου.

Ίσως ,αν δώσεις προσοχή
Σώσεις τον εαυτό σου και τους άλλους.
Όποια και αν είναι η διαδρομή σου
Στα χέρια σου, να κρατάς την αλήθεια
Η φωνή σου να είναι έτοιμη να υψωθεί
Και τα μάτια σου έτοιμα να κατακεραυνώσουν
Οποιαδήποτε
Διάκριση από άνθρωπο σε άνθρωπο

Στον πιο κάτω δρόμο
Μια γάτα παγιδευμένη κάτω από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου
Προσπαθεί μάταια να ξεφύγει από την συντριπτική
Ορμή του σκισμένου λάστιχου πάνω στη σάρκα της
Όσες κεραμιδόγατες και αν έσπευδαν να τη βοηθήσουν
Θα είχαν την ίδια τύχη με
Αυτήν

Μόνο
Ένας ισχυρότερος θα μπορούσε να τη σώσει
Μα τον πρώτο τον τίμησαν με σταύρωμα
Και τον τελευταίο τον ξεπλήρωσαν με Ναυπλιώτικες σφαίρες
Μόνοι, εναντίον μυριάδων εχθρών
Ποιος να επιζήσει από τη λαίλαπα του μίσους
Και του ιμπεριαλισμού ;

Έχει αρχίσει να νυχτώνει, μα εξακολουθώ και περπατώ
Θα έπρεπε να είμαι σπίτι, μα κάτι
Μου κατατρώει τα σωθικά
Κάποιοι ξαπλώνουν κατάκοποι μπροστά από την ψυχρή οθόνη
Γεμίζοντας την κοιλιά τους με τα ψέματα που τους σερβίρουν
Οι δημοσιογράφοι με τα κολλαρισμένα κοστούμια
Και τις ακριβές γραβάτες

Άλλοι ,τη γεμίζουν με αλκοόλ ξεχνώντας για λίγο
Το απλήρωτο νοίκι
Τον σύζυγο, που ξέχασαν γιατί τον παντρεύτηκαν
Την κατάθλιψη και την ανασφάλεια
Το απλανές βλέμμα των τοξικομανών στους δρόμους

Έχει νυχτώσει, μα εξακολουθώ να περπατώ
Κοντοστέκομαι μπροστά σε ένα κτίριο με έντονο φωτισμό
Να φέγγει από τα μεγάλα παράθυρα,
Κάποιοι δουλεύουν αυτή την ώρα!
Καλογυαλισμένα γρανάζια προσηλωμένα στο παραγόμενο έργο
Ένας ολόκληρος κόσμος συρρικνώνεται μέσα τους
Είναι λες και όλα εξαρτώνται από ένα συμβόλαιο , ένα φαξ
Μια προαγωγή

Με βηματισμό ταχύ , στρίβω στο επόμενο στενό
Πέφτοντας πάνω σε ένστολους με γυαλιστερά παράσημα
Και ακόμη πιο γυαλιστερή οδοντοστοιχία
Δεν ξέρω αν πρέπει να λερώσεις τα χέρια σου για να αλλάξεις
Τον κόσμο
Την καρδιά σου πάντως άσε καθαρή , ασπίλωτη
Είναι η μόνη που σου απέμεινε μέσα σε τόση δυσωδία και αδικία

Και μάντεψε, τα παράσημα είναι το μόνο αμόλυντο πράγμα
Πάνω τους.

Θα με βρει το ξημέρωμα, αν δεν κάνω γρήγορα,
Μα δε με νοιάζει
Γιατί μαθαίνεις περισσότερα, από ό,τι στα βιβλία, εδώ, έξω
Μόνο ένας έρωτας θα με κρατούσε σπίτι
Μα τώρα ούτε αυτός
Δεν είναι καιρός για έρωτες, για περαιτέρω αποπροσανατολισμό
Και περίσσιο ναυαγισμένο συναίσθημα

Χρειάζομαι λίγη ασφάλεια, λίγη δυνατή κόλλα
Για να ενώσω τα σπασμένα μου κομμάτια.
Όσο περνάει η ώρα, οι δρόμοι φαίνονται πιο υγροί
Τα αδέσποτα πιο ταλαιπωρημένα, οι τοίχοι πιο ξεθωριασμένοι
και οι λίγοι περαστικοί που απέμειναν
Πιο μόνιμοι από ποτέ.

Τότε χωρίς σκέψη πολλή
Παίρνω έναν μαρκαδόρο ανεξίτηλο
Και γράφω στον -πιο βρώμικο και γεμάτο φτηνά συνθήματα – τοίχο
Που βρίσκω εκείνη τη στιγμή,
Δίπλα σε όλες τις άλλες απελπισμένες φωνές των συνανθρώπων μου
Μια λέξη . Αλλαγή.

 


[Η Σκουριά]

Φθινόπωρο.
Φύλλα μαραίνονται
Μυρίζει κανέλα και μέλι στον αέρα
Γύρω γύρω
Η ατμόσφαιρα φρέσκια και δροσερή
Σαν της βροχής τις στάλες
Που αργά αργά πέφτουν πάνω
Στο αυλακωμένο πρόσωπο
Μου.

Κάπου στην άκρη του δρόμου
Αχνοφαίνονται δύο φιγούρες
Σφιχταγκαλιασμένες
Να περπατούν
Και να χάνονται μέσα στη βασανιστική αβεβαιότητα
Ενός ατελεύτητου ίσως

Μέσα στον θαμπό πορτοκαλί
Ουρανό
Αρχίζουν δειλά να αναδύονται και άλλα χρώματα
Λίγο μενεξεδί, λίγο ροζ ακόμη
Και μια ιδέα κυπαρισσί με πινελιές λαδί
Τα σύννεφα σέρνονται απρόθυμα στην άκρη
Μια σταλιά μετά καλοκαιρινής ραστώνης πότισε μεμιάς την ατμόσφαιρα

Σύρθηκαν τόσο, ώστε
Να θαυμάσουμε τα ουράνια χρώματα που αιχμαλωτίζουν άθελα τους
Τη ματιά των περαστικών
Ποιος να συγκριθεί μαζί τους;

Στο βάθος πάλι, πέρα από τον φράχτη
Τον κόκκινο
Πίσω από μια μεγαλοπρεπή λεύκα
που μας χαιρετάει με τα γέρικα κλαδιά της
Παίζουν δύο παιδιά
Δίνοντας όρκους φιλίας
Και άλλα δύο πιο πέρα, μεγαλύτερα
Όρκους αγάπης.

Ανόητα παιδιά
Δεν γνωρίζουν ότι μέχρι τα επόμενα φύλλα
Να πέσουν
Το μόνο κοινό που θα έχουν θα είναι η ανάμνηση εκείνης της μέρας
Ίσως και μια τσαλακωμένη φωτογραφία
Στον πάτο κάποιου ξερχαβαλωμένου συρταριού

Οι δύο φιγούρες ξεπροβάλλουν και πάλι μπροστά μου
Η ομίχλη που τους είχε σκεπάσει
Διαλύεται αίφνης
Οι μορφές είναι πλέον ευδιάκριτες
Και οι σκέψεις τους ακόμη περισσότερο
Υπάρχει ένας υπόγειος πόνος

Μια υφέρπουσα μελαγχολία
Που γίνεται ασφυκτική εν τέλει
Σαν κάθε ερωτικό αδιέξοδο στην ηλικία της αβεβαιότητας

Μα το μόνο που μένει να κάνουν είναι να περιμένουν
Κάποια στιγμή όλα θα απαντηθούν
Μόνο που δεν είναι τώρα η ώρα, πότε δεν ήταν
Τώρα

Ας δείξουν περισσότερη υπομονή
Από τα γερασμένα δέντρα
που δεν πρόλαβαν καλά, καλά να ζαρώσουν
Και άρχισαν να αποσυντίθενται πριν την ώρα τους.

Το βλέμμα μου πλανήθηκε κάπου γύρω
Σταματώντας σε μια μάντρα εγκαταλελειμμένη
Με κιγκλιδώματα
Σχεδόν κατεστραμμένα , έτοιμα να σπάσουν
Να διαλυθούν
Και ανάμεσα προσπαθούσαν μάταια να χωρέσουν
Λίγα φύλλα , άλλα κίτρινα , άλλα – λιγότερα –
Φρέσκα και πράσινα

Και καθώς κοιτούσα τα φύλλα που ασφυκτιούν μες από τα σύρματα που τα σφίγγουν
Κτητικά , σα να τους ανήκουν
Δεν μπόρεσα παρά να σκεφτώ τι ήταν αυτό που τα βήματα σου οδήγησε
Σε χαλυβένια λόγια με κοφτερές άκρες
Αλήθεια, τι φαιδρό!
Το μόνο πια που μας ενώνει είναι κάτι
Που κόβει

Το μόνο που σε θυμίζει είναι τα σκουρόχρωμα
Φθινοπωρινά φύλλα
Που πνίγονται στην αγκαλιά του χάλυβα
Μα αφού ο παγερός άνεμος
Φυσήξει και τα πάρει
Μακριά
Δε μένει τίποτα να σε θυμίζει πια.

 


[Τα χρώματα του πολέμου]

Βάφτηκες με του πολέμου τα χρώματα
Βάφτηκες και ξεβάφτηκες
Και τελικά τι έμεινε;

Έχεις κρυμμένη στο μανίκι σου
Οργή
Στο βλέμμα, καπνό
Και θρύψαλα στις γροθιές

Γεννήθηκες με αυτές
Σφιγμένες
Με τα βλέφαρα κλειστά.
Αρνείσαι
την αδικία κατάματα να κοιτάξεις ,
τα λάθη , τα λάθη…

Αρνείσαι να συμβιβαστείς
θέλεις τον κόσμο ολάκερο δικό σου
Σχεδιασμένο από το δικό σου χέρι
Και με μελάνι επιλεγμένο από σένα

Φοβάσαι , ότι μια μέρα θα ξυπνήσεις
Έχοντας φτάσει κοντά στο τέλος
Και τότε αίφνης τα περασμένα θα σου φαίνονται σκόνη
Ξέρεις, η ζωή και ο θάνατος είναι αναπόφευκτοι
Όπως η σκόνη με Βαρδάρη

Ο έρωτας πλακώνει
Ωσάν η ταφόπλακα τον νεκρό.
Βαριά και ασήκωτη ταφόπλακα.
Συνθλίβει το εγώ σου
Ισοπεδώνοντας περισσότερο και από εφήμερο σε παραθυρόφυλλο κλειστό
Πόσο σιχαμερό.

Σιχαμερό, σιχαμερό
Να δίνεις το κορμί σου σε αδηφάγα χέρια δίνοντας κούφιες δικαιολογίες
Από δω, από κει
Σε σένα κυρίως
Παραχωρώντας την ψυχή σου ακόμη
Για λίγη ώρα ευχαρίστησης
Που λειτουργεί σαν παυσίλυπον

Η δράση του χαπιού είναι σύντομη
Μετά, επιστρέφεις στην άδεια από συναισθήματα ζωή σου
Όντας πιο μικρός , σα να σε έχει καταπιεί ένα μεγάλο «ίσως»
Ίσως αυτή δεν είναι λύση , δεν είναι ζωή
Αυτός δεν είμαι εγώ, ίσως
Μα τα διώχνεις βίαια τους προειδοποιητικούς καπνούς
Αμφιβολίας
Επιχειρώντας να ξεφύγεις πάλι
Πάντα έβρισκες τρόπο να ξεγλιστράς αθόρυβα, ύπουλα.
Έχουμε γίνει ξένοι στον ίδιο μας τον εαυτό

Αυτό είναι το αποσιωπόν προφανές,
Βαυκαλιζόμαστε με Δούρειες εμπειρίες 1
και νανουρίζουμε τους μικρότερους με τις αναμνήσεις αυτών
Λες και κέρδισε κανείς ποτέ στη μάχη
Του κλινήρους ανθρωποκυνηγητού.

Μόνο αιδώς και φόβος σε συντροφεύει σε αυτή τη μάχη.
Φόβος της πραγματικής ευτυχίας και σύνδεσης
Και να τα φάρμακα, να τα ηρεμιστικά, να τα χάπια κι
Οι προσευχές σε έναν εξωγενή αόρατο παράγοντα
Τελικά, είμαστε όλοι παιδιά Του Ιδιου Θεού
Του Φόβου
Και ξαδέρφια Του Θυμού
Μας ταΐζουν αδικία και την καταπίνουμε αμάσητη.

Είμαστε φίλοι πραγματικά μόνο με τον εαυτό μας
Πλέον
Και ενίοτε ούτε με αυτόν
Πόση μοναξιά να χωρέσει αλήθεια, μέσα σε ένα σώμα;
Ίσως το μόνο που μας έχει απομείνει
Είναι η αλήθεια
Μονάχα αυτή μπορεί να μας ανήκει, αν το θελήσουμε

Το τίμημα όμως, είναι βαρύ
Οι κυανόκρανοι προκαλούν φασαρίες στην εν δυνάμει εμπόλεμη ζώνη
Ίσως η αλήθεια να είναι και σκοτεινή εξίσου
Σα μια από τις αποχρώσεις των χρωμάτων του πολέμου
Ίσως, να είναι μια από αυτές.

Ίσως , αποσυνθέτοντας τις αποχρώσεις
Κάτω από τα παχύρρευστα στρώματα ακρυλικού και λαδομπογιάς
Βρεθούν οι λόγοι καταστροφής
Όλων μας.

 

1 Δούρειες = Τις αντιμετωπίζουμε ως δώρο, ως κάτι όμορφο και καλό, ενώ στην πραγματικότητα φέρουν εντός τους τον κίνδυνο, την καταστροφή.


Η Σοφία είναι 21 ετών και σπουδάζει στη Νομική Σχολή του ΔΠΘ. Μιλάει αγγλικά και γαλλικά. Της αρέσει η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη και της Emily Dickinson. Αρθρογραφεί στο Ανεξάρτητο Φοιτητικό Περιοδικό της σχολής της, τον Νομικό Παλμό. Την ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα κοινά και η τέχνη. Στον ελεύθερο της χρόνο της αρέσει να ακούει μουσική και να ταξιδεύει.