Μίλτος Σφουγγαρέλλης | Ένα όνειρο κουρέλι

© Μίλτος Σφουγγαρέλλης

   Ο κεραυνός που έπεσε κατά μεσής της βροχερής εκείνης νύχτας, έσπασε τις κεραίες και τους πομπούς στο δώμα της Κρατικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης. Αποκαϊδια βρήκαν οι εργαζόμενοι της βραδινής βάρδιας, είπαν. Τουλάχιστον τώρα, είχαν μια καλή δικαιολογία για το νεκρό σήμα στους δέκτες των τηλεοράσεων. Ήταν μια εποχή που αυτός ο διάολος σε τετράγωνο σχήμα ήταν απαραίτητος στον κοσμάκη και το πιο ενδιαφέρον μέσον ενημέρωσης, ψυχαγωγίας και απασχόλησης για λησμόνηση των προβλημάτων της καθημερινότητας. Στην πραγματικότητα, ηταν μια ρουτίνα ευχάριστη για τούς περισσοτέρους. Μάθαιναν, ταξίδευαν, μέσα από ντοκιμαντέρ και ξενικές εκπομπές. Δέχονταν τροφή για σκέψη μέσα από στημένες ενημερωτικές εκπομπές. Ενημερώνονταν από κονσέρβες δελτίων ειδήσεων ανα 3 με 4 ώρες την ημέρα λες και ήταν συνταγή γιατρού. Το έλεγες και στιγμή χαλάρωσης μετά από ένα αυστηρό οχτάωρο εργασίας. “Να πάμε το βράδυ σπίτι μετά τη δουλειά και να δούμε τηλεόραση”. Πιο παλιά έδειχνε ασπρόμαυρο τον κόσμο και σου επέτρεπε να κινείσαι για να αλλάξεις το κανάλι ή και για να αυξομοιώσεις την ένταση του ήχου, πατώντας τα λιγοστά κουμπιά που βρίσκονταν πάνω στην συσκευή. Αργότερα, έγινε πιό ξεκούραστο το θέμα. Με ένα ματζαφλάρι που το λέγαν “το κομπιούτερ της τηλεόρασης” και είχε και περισσότερα κουμπάκια. Καθηλωμένοι στην πολυθρόνα μας κόψαμε πια την άσκηση του βάδην προς τη συσκευή για να αλλάξουμε κανάλι.  Έδειχνε και τον κόσμο μας πιο χρωματιστό, πλέον, σε μεγαλύτερη οθόνη αφού βγαίναν διάφορα μοντέλα τηλεοράσεων με ολοένα και μεγαλύτερες σε ίντσες.

   Ο κεραυνός, λοιπόν, έκανε μεγάλη ζημιά και διεκόπηκε για τα καλά η μαγνητοσκοπημένη μετάδοση της τελευταίας συναυλίας του Charlie Parker, από το αρχείο της Κρατικής Τηλεόρασης. Αλλά και να μην έκαιγε τα πάντα ο κεραυνός στο πέρασμά του, είμαι σχεδόν σίγουρος οτι, πάλι θα βλέπαμε τον Charlie να παίζει το σαξόφωνο του με διακοπές στο σήμα. Η ώρα περνάει και η βλάβη είναι μόνιμη. Τελεσίδικα τα πράγματα. Χωρίς Charlie, λοιπόν, η βραδιά. Θα ήταν η ένατη φορά τηλεθέασης της συγκεκριμένης συναυλίας και είχαν προηγηθεί οχτώ απολαυστικές επαναλήψεις. Νομίζω, η Κρατική την προγραμμάτιζε ανά δύο ή τρείς μήνες την συγκεκριμένη συναυλία. Και συνήθως μεταμεσονύχτιες ώρες. Ήταν ένα διαμάντι μουσικό αλλά με, σχετικά, κακή κινηματογράφηση μέσα σε κάποιο κέντρο στη Νέα Υόρκη. Κοιτάζοντας κανείς  τον Charlie να παίζει σε αυτή την συναυλία, θα ‘λεγε την βγάζει δε την βγάζει και τελικά ήταν η τελευταία του.

   Η βροχή δεν έλεγε να κοπάσει και η νύχτα θα ήταν μεγάλη, μάλλον. Οι κεραυνοί με τις λάμψεις και τα μπουμπουνητά τους, διαδέχονταν ο ένας τον άλλον. Κολλητά, “στα καπάκια” που λένε. Δεν με φόβιζαν, ούτε με ενοχλούσαν ακούγοντάς τους, αλλά όπως και να το κάνεις, ο Charlie παίζει καλύτερα. Ξέρεις, έχω πάντα μια απορία όταν βλέπω στις ταινίες σκηνές με καταιγίδα. Κυρίως στον Αμερικάνικο κινηματογράφο. Πως γίνεται, δηλαδή, ταυτόχρονα με την λάμψη να ακούγεται ο κρότος και το μπουμπουνητό. Αφού, το φως ταξιδεύει πιο γρήγορα από τον ήχο. Θα έπρεπε, λογικά, να μεσολαβεί ένα μικρό χρονικό διάστημα. Αλλά, μπα, απόψε είναι σαν Αμερικάνικη ταινία. Λάμψη και κρότος, μαζί.

   Έλεγα, ότι απόψε θα ακούσω και πάλι τον Charlie και θα ανακαλύψω καμιά νότα που δεν πρόσεξα τις προηγούμενες οχτώ φορές, αλλά μάταιο. Η βλάβη είναι ανεπανόρθωτη και η νύχτα θα είναι βαρετή. Κλεισμένος στην ισόγεια μονοκατοικία, να την χτυπάει με λύσσα η βροχή από όλες τις πλευρές, δεν έχω και πολλά να κάνω. Στο μυαλό μου φέρνω εικόνες από ήρωες του παλιού και ασπρόμαυρου κινηματογράφου με τις συγκλονιστικές τους ερμηνείες, ήχους από τζαζ μουσικές και κάπως προσπαθώ να ψυχαγωγηθώ. Μου ήρθε μια ταινία στο μυαλό και για μια στιγμή πίστεψα ότι στα επόμενα λεπτά, θα ζήσω την σκηνή, όπου, καταμεσής της βροχερής νύχτας η πόρτα χτυπάει και όταν ανοίγω αντικρίζω απέναντί μου έναν ψηλόλιγνο άντρα να στέκεται μες το σκοτάδι, με τα χέρια στις τσέπες της βρεγμένης καπαρντίνας του. Βγάζει έναν φακό και τον στρέφει, αναμμένο, στα μάτια μου. Το φως του, με τυφλώνει. Εγώ όσο προσπαθώ να αναγνωρίσω την ταυτότητα της ψηλής σιλουέτας, ανταλλάσσουμε τις παρακάτω κουβέντες.

“Γεια σου, κουρέλι”. Ακούστηκε παιχνιδιάρικη και γνώριμη η αντρική φωνή. “Ποιος είναι;” ρώτησα με τη σειρά μου εγώ. “Δεν έχεις αλλάξει καθόλου, το ξέρεις; “Ήταν εκείνη η ταινία με μια παράδοξη συνάντηση παλιών φίλων έπειτα από πολλά χρόνια. Μου άρεσε πάντα αυτή η ταινία, ειδικά ο Λόγος των χαρακτήρων της και το πως χρωμάτιζαν με την φωνή τους ερωτήσεις τύπου “Λοιπόν, τι γίνεται;”. Υπήρχε, βεβαίως, και αυτή η επαναλαμβανόμενη, σε πολλά σημεία της ταινίας, ερώτηση “Και πότε χάλασε το πράγμα;”. Τέλος πάντων, κάποιος κρετίνος θα ευθύνεται για αυτό. Αααα, μα και βέβαια ένας χαρακτηρισμός πράξης ή τελευταίας τάσης είναι ο εξής: “Βιασμός μετά φόνου”. Κάπως, ακραίο ε;

   Βγήκα από το βύθισμα της σκέψης μου και η βροχή είχε πια σταματήσει. Η ηλεκτροδότηση είχε επανέλθει. Όλα έμοιαζαν να έχουν επιστρέψει στην κανονικότητα εκτός από το σήμα στην τηλεόραση. Ο Charlie, δεν θα μας έκανε την τιμή απόψε. Έτσι, λοιπόν, αποφάσισα να βγώ για κάποιους διπλούς σκωτζέσους ή βετεράνους (ρούμι ανακατωμένο με λικέρ κεράσι) σε κάποιο μπαρ. Για να μπεί λίγο μπαρούτι από καθαρό αλκοόλ στο αίμα πρώτα και έπειτα να μείνει εγκλωβισμένο στην ανάσα. Αυτό βέβαια, θα γινόταν αντιληπτό το πρωί της επόμενης μέρας και, σίγουρα, όχι από εμένα. Από τους άλλους ίσως. Νομίζω ότι οι άνθρωποι δύσκολα μπορούν να μυρίσουν την ανάσα τους. Ακόμα και όταν κάνουν αυτό το χου-χου, μέσα στην μισόκλειστη χούφτα τους που είναι μια αμήχανη κίνηση όταν γίνεται μπροστά στους άλλους.

   Φόρεσα την επίσημη αμφίεση των μοναχικών εξόδων μου. Αποτελούταν από ένα ψηλοκάβαλο μπλου τζην παντελόνι, ένα άσπρο καλοσιδερωμένο πουκάμισο στριμωγμένο μέσα στο μπλου τζην. Μια ζώνη να δένει και να σφίγγει γύρω από τη μέση μου, αγορασμένη από ένα φτηνιάρικο μαγαζί με απομιμήσεις προϊοντα. Τα παπούτσια ήταν μαύρα δερμάτινα μποτάκια με τακουνάκι, Εγγλέζικης προέλευσης. Μεγαλύτερα ένα νούμερο, δείχναν ατσούμπαλα πάνω μου σαν κλόουν και είχα την πεποίθηση οτι μόνο εγω μπορούσα να καταλάβω το μεγαλύτερο μέγεθος. Η αμφίεση ολοκληρωνόταν με ένα μαύρο πέτσινο μπουφάν που έκλεινε με φερμουάρ και είχε λάστιχα στην άκρη των μανικιών γύρω από τους καρπούς των χεριών μου. Αφού ντύθηκα, άναψα ένα τσιγάρο και με μια γερή ρουφηξιά πέρασα την εξώπορτα και βρέθηκα στον βρεγμένο δρόμο. Τα σύννεφα είχαν πλέον αραιώσει και το φεγγάρι προσπαθούσε να αποκαλυφθεί μέσα από τα κενά τους. Γενικότερα, κυριαρχούσε ησυχία. Ακουγόταν όμως το πλατς-πλατς από τα βήματά μου στον βρεγμένο δρόμο. Με τέτοια βροχή νωρίτερα, θα έκανε ίσως και δυο μέρες να στεγνώσουν τα πάντα.

   Πλατς-πλατς-πλατς και στο βάθος του μισοφωτισμένου δρόμου ακούγονταν φωνές. Ήταν κάποιοι που τραγουδούσαν χαρούμενοι. Ίσως να ήταν και πιωμένοι ή τίποτα άλλο. Συνέχισα να βαδίζω μπροστά μέχρι την κούρβα που υπήρχε στο τέλος της ανηφοριάς. Μετά από κάποια μέτρα ήρθα κοντά στην παρέα που τραγούδαγε και σταμάτησα απέναντί τους. Χαιρετηθήκαμε. “Τι γίνεται;”. “Τα γνωστά”, απάντησα. Η παρέα φαινόταν να ψάχνει κάτι. “Πίνουμε τίποτα εδώ κοντά;”. Ήταν ένας από τους τέσσερις που μιλούσε και φαινόταν φιλικός με ζεστή φωνή. Σαν καλικατούρα πραγματική, κοντούλης και στρουμπουλός κάπως. “Ναι, παρακάτω στον δρόμο είναι ένα μπαρ, τίποτα το σπουδαίο βέβαια. Εκεί πάω κι εγώ”. “Και…;” ρώτησε η καλικατούρα. “Κάπως παλιομοδίτικο!”. Και με την λέξη “περίφημα”, είχαμε βρεθεί ήδη εκεί. Καθισμένοι στα άβολα σκαμπό του μπαρ, με πέντε ποτήρια διπλούς σκωτζέζους μπροστά μας.

   “Και εσείς από που έρχεστε;”. “Ααα, κάπως περίφημο και φανταστικό το μέρος. Από τον Βορρά!”, είπε η καλικατούρα όλο σπιρτάδα. Σχεδόν ειρωνικός. Από οτι έμαθα τον λέγαν Χρήστο. Χάχανα σκέπαζαν τις κουβέντες που ανταλλάζαμε. Εγώ, όλη αυτή την ώρα προσπαθούσα με άγαρμπες κινήσεις και μάλλον με εμφανή τρόπο να ακουμπήσω σε στάση ενήλικα πάνω στο μπαρ, κάπως ψυχαναγκαστικά.

   Αλλά από εδώ και μετά, αδυνατώ να θυμηθώ την συνέχεια και το όνειρο τελειώνει σε αυτό εδώ το σημείο.

                                                                                                                                    ... Στον Νίκο ΝικολαΪδη

 


Ο Μίλτος Σφουγγαρέλλης, γεννήθηκε στον Πειραιά το 1981 με καταγωγή, όμως, από το νησί της Κω. Με σπουδές στα τηλεοπτικά μέσα, εργάστηκε ως εικονολήπτης και βίντεο μοντέρ. Ασχολείται με την παραγωγή video art  και πειραματικού μικρού μήκους. “Το κάθετι γύρω μας μπορεί είναι μια ευκαιρεία για δημιουργία”.  Με αυτήν την σκέψη, προκύπτει συχνά ένα κείμενο, ένας στίχος, ένα σύνολο εικόνων. Στατικές ή και κινούμενες.