Αργύρης Κόσκορος | Θεοφάνεια

© Javier Campano

Το σκηνικό γίνηκε ακόμα πιο απόκοσμο όταν το σπήλαιο άρχισε να πάλλεται σαν παχύρρευστη μάζα και ο πνιγηρός καπνός να σκεπάζει τα πάντα. Μέσα απ’ τις αναθυμιάσεις που θόλωναν το βλέμμα ξεχώρισε τον Τροφώνιο, ρυτιδιασμένο, ψαρομάλλη, με μάτια φλόγες· κράδαινε στα χέρια δυο υδρίες, έτρεμε ακόμα να τον πλησιάσει.

«Καλωσόρισες ξένε στο δώμα μου», είπε ο οικοδεσπότης και ο επισκέπτης, σαν παρασύνθημα, απόθεσε το χρυσάφι. «Σειρά για τα δικά μου δώρα», του είπε πλησιάζοντας ανεπαίσθητα κι έτεινε προς το μέρος του τις δυο υδρίες. «Στο δεξί κρατώ τη Μνημοσύνη· σαν την πιεις θα ξεχειλίσεις γνώση. Στο αριστερό κρατώ τη Λήθη· σαν την πιεις θα χωράς τα πάντα».

Το δίλημμα δεν κράτησε πολύ, ο χρόνος στέρευε· βούτηξε την αριστερή υδρία, την ήπιε μέχρι την τελευταία σταγόνα. Χρειαζόταν μια νέα αρχή· ένιωσε τον Τροφώνιο να τον σκεπάζει στη σκοτεινή του αγκάλη.

Ο ηλικιωμένος ιερέας τον τράβηξε με κόπο απ’ τη σπηλιά, μα απόλυτα ψύχραιμος. Τόσα χρόνια σ’ αυτή την υπηρεσία ήξερε πως αυτά συμβαίνουν, δεν έχουν όλα τα σώματα τις ίδιες αντοχές. Άλλωστε, τον είχε ειδοποιήσει να μη σταθεί εκεί πέρα απ’ όσο πρέπει, οι χθόνιοι διψούν για ψυχές και κάποιες τις παίρνουν μαζί τους. Τώρα θα έπρεπε να κάνει τα καθέκαστα, το τρισάγιο, το λιβάνισμα, τους ψαλμούς. Θα τον κλαίγανε για λίγο οι δικοί του, κάποιοι θα τον μακάριζαν ως εκλεκτό, κι ύστερα η ζωή θα έπαιρνε πάλι το δρόμο της. Αιωνία η Λήθη!

* * *


Ο Αργύρης Κόσκορος γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Μαρούσι. Εργάζεται ως βιβλιοθηκονόμος και είναι μέλος της ομάδας δημιουργικής γραφής «Αγέρι Γραφής» του Δ.Κ.Σ.Μ.Ρ.