Γρηγόρης – Γ. Γαϊτανάρος | Η Ρόζα

© Roy DeCarava

Ο Γιώργος εκείνο το πρωινό βγήκε να περπατήσει. Έπρεπε να περπατάει γιατί τα πράγματα είχαν γίνει πλέον σοβαρά. Παλιά του άρεσε, αλλά πλέον περπατούσε αναγκαστικά. Είχε κάπως βαρύνει με τα χρόνια και βαριόταν. Ναι, αυτή είναι η αλήθεια, βαριόταν. Θυμήθηκε τότε που περπατούσε με πρόγραμμα, που έκανε ασκήσεις, που έτρωγε υγιεινά και απορούσε. Μα πώς είναι δυνατόν; Πώς είναι δυνατόν ν’ αλλάζει έτσι ο άνθρωπος; Τώρα το μόνο που τον ένοιαζε καθώς περπατούσε, ήταν η ζαμπονοτυρόπιτα της επιβράβευσης. Πριν μπει στο φούρνο κοντοστάθηκε. Του πέρασε από το μυαλό να κάνει μεταβολή και να φύγει, όμως όχι. Μπήκε μέσα, αγόρασε την πιο αφράτη απ’ αυτές που βρήκε μπροστά του, την έφαγε σε τρεις μπουκιές και γύρισε σπίτι του. Άνοιξε το ραδιόφωνο, τηλεόραση δεν είχε. Όχι από επιλογή, την είχε δώσει σ’ έναν από το καφενείο για κάτι χρωστούμενα στην πόκα. Τον καριόλη, σκέφτηκε. Πρέπει να την ξαναπάρω πίσω. Στο ραδιόφωνο έπαιζε ειδήσεις. ‘’Πέθανε ο μουσικοσυνθέτης Θάνος Μικρούτσικος’’, ακούστηκε μια φωνή απ’ το ηχείο. Ο Γιώργος ξαφνικά πάγωσε. Θυμήθηκε ότι κάποτε πίστευε κάπου, ότι είχε μια ‘’ιδέα’’ για τον κόσμο κι ο Μικρούτσικος έφερε κάτι απ’ αυτή την ‘’ιδέα’’, τον είχε συντροφέψει, τον είχε εμπνεύσει κάπως… Όλοι περαστικοί είμαστε, σκέφτηκε και χαμήλωσε το ραδιόφωνο. Στη συνέχεια, ξάπλωσε στον καναπέ. Το στομάχι του άρχισε να πονάει. Γαμημένη ζαμπονοτυρόπιτα, σκέφτηκε. Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο. Πέρα από ένα σακουλάκι με τριμμένο τυρί και μισό σουβλάκι, το ψυγείο ήταν άδειο.

 – Σκατά, είπε.

Έβαλε ένα ποτήρι νερό από τη βρύση, ήπιε μια γουλιά και κατευθύνθηκε προς το καφενείο της γειτονιάς. Περνώντας έξω από το φούρνο, η ανακατωσούρα του μεγάλωσε. Στο καφενείο, η θέση του τον περίμενε ζεστή. Έχε γούστο αυτός ο καριόλης εκτός από την τηλεόραση να μου πάρει και τη θέση μια μέρα, σκέφτηκε και απλώθηκε αναπαυτικά στην καρέκλα του. Πολύ πιθανό, μονολόγησε εκνευρισμένος. Ο καφετζής του ’φερε γρήγορα τον καφέ του, γιατί ο Γιώργος ήταν σαματατζής και κείνος χαλιόταν με τις μανούρες, οπότε ήξερε να κουμαντάρει ακόμα και τους πιο απαιτητικούς πελάτες του μαγαζιού.

– Θα μου φέρεις κι ένα κονιάκ σήμερα Σταύρο, είπε ο Γιώργος στον καφετζή και το βλέμμα του έσπασε στιγμιαία καθώς τον κοίταξε.

– Όλα καλά Γιώργη; Τον ρώτησε ο Σταύρος.

Ο Γιώργος έχωσε τη μούρη του στο παράθυρο. Έβλεπε στο δρόμο να περπατούν δροσερά κορίτσια και ευθυτενή αγόρια με βλέμμα ζωντανό, με βλέμμα που φαινόταν πως κουβαλάει κάτι πάνω του. Ίσως μια ‘’ιδέα’’. Όχι βέβαια σαν τη δική του, όχι απαραίτητα. Για τον Γιώργο δεν είχε τόσο σημασία η ταυτότητα της ‘’ιδέας’’, όσο τα συμπτώματά της, η λάμψη δηλαδή στα μάτια και η ευλυγισία στο κορμί.

– Εδώ είμαστε… Κερασμένο από το μαγαζί, είπε ο Σταύρος και ακούμπησε στο τραπέζι ένα ποτήρι σωλήνα με κονιάκ, γεμάτο στα τρία τέταρτα.

– Απ’ το καλό είναι ρε ή απ’ αυτό που έχεις για ποδόλουτρο; Είπε ο Γιώργος μ’ έναν τρόπο σαν να του ’λεγε ευχαριστώ. Ο Σταύρος χαμογέλασε.

– Εδώ και για ποδόλουτρο απ’ το καλό βάζουμε Γιώργη, το ξέρεις αυτό.

– Ο Γιώργος ήπιε σφηνάκι τον καφέ του και κατάπιε το ένα από τα τρία τέταρτα του κονιάκ για να ξεπλύνει το στόμα του. Έπειτα ήπιε μονοκοπανιά το νερό. Η πόρτα του καφενείου άνοιξε.

– Να τος κι ο καριόλης, φώναξε ο Γιώργος ρουφώντας το επόμενο τέταρτο του κονιάκ του.

– Πάλι εδώ είσαι ρε; Αποκρίθηκε εκείνος.

– Ήρθα να πάρω πίσω την τηλεόρασή μου, είπε ο Γιώργος αδειάζοντας το ποτήρι του.

– Θα πρέπει να την κερδίσεις, το τσάμπα πέθανε γείτονα.

– Το τσάμπα ζει και βασιλεύει καριόλη.

– Καλά, καλά…

Ο Γιώργος ζήτησε απ’ τον Σταύρο την τράπουλα και δυο ακόμα κονιάκ. Ένα γι’ αυτόν κι ένα για τον καριόλη. Οι δυο τους παίξανε μέχρι αργά κι οι παρτίδες διαδέχονταν τα ποτήρια, ώσπου το καφενείο έκλεισε. Στο γυρισμό, πριν το τελευταίο στενό, ο Γιώργος άκουσε τη ‘’Ρόζα’’ από ένα παράθυρο. Έμεινε ακίνητος. Ήταν το αγαπημένο του ζεϊμπέκικο.  Χωρίς να καταλάβει το πώς, άρχισε να χορεύει στην άσφαλτο, μ΄ έναν τρόπο αργό, εσωτερικό. Δυο τρεις οδηγοί που περνούσαν, σταμάτησαν για παλαμάκια. Τον έκαναν χάζι γιατί είχε σουρώσει για τα καλά κι έβγαζε γούστο. Στο τέλος, τον χειροκρότησαν μαζί με κάποιους που είχαν βγει στα παράθυρά τους για να δουν τι συμβαίνει. Ο Γιώργος έχασε για δεύτερη φορά την τηλεόρασή του εκείνο το βράδυ, αλλά βρήκε μουδιασμένος κάτι από την ‘’ιδέα’’ του. Βρήκε κάτι από τον παλιό καλό εαυτό του. Την επόμενη μέρα πήγε για περπάτημα, χωρίς να σταματήσει ούτε στο φούρνο, αλλά ούτε και στο καφενείο. Στο σπίτι του, το ραδιόφωνο έπαιζε τη ‘’Ρόζα’’.

* * *


Ο Γρηγόρης – Γ. Γαϊτανάρος μεγάλωσε στον Πειραιά και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά, χορό, art & design και δημιουργική γραφή στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Εργάζεται ως δικηγόρος και είναι ο ιδρυτής της Face the Fact Co. (www.facethefact.gr).