Δημήτρης Α. Δημητριάδης | Τρία ποιήματα

© Jean-Philippe Reverdot

[Και μίτος ουδείς]

Με τον καιρό σκουραίνουν τα πράγματα
ασφυκτιούν
βαραίνουν τα λόγια
σωπαίνουν όσοι αγάπησαν.

Κάθε πρωί ξεκλειδώνεις την πόρτα
φεύγεις
κι είναι ίδια η μέρα.

Τώρα στεγνός τριγυρνώ σε νταμάρια
πυροβολεία
και χάσματα
φύλλο που τρίβεται πριν έρθει ο καιρός του
με πνιγμένη φωνή
σαν φανάρι στην ομίχλη.

Τώρα πια δεν μπορώ να χυθώ
να χαθώ
δεν μπορώ να γυρίσω στη μήτρα που με γέννησε
καθώς χαράζει
μια καινούρια ενθουσιώδης τρέλα.

 


 

[Ρεφρέν σε σκούρο μελάνι]

Τις νύχτες τα παιδιά μου
νυχτώνουν όπου πιο πολύ φαντάστηκαν.

Αέρας τους φέρνει τα σκυλιά
αέρας τη φωτιά
αέρας και τα πένθη.

Με κάρβουνο
παγιδευμένες τάφρους ζωγραφίζουν
κι όταν απλώνουν το χέρι
χέρι το κόβει.

Τις νύχτες τα παιδιά μου
τινάζονται στον ύπνο τους
και κλαίνε.

 


[Μάτια ερμητικά κλειστά]

Με τα μάτια κλειστά είναι καλύτερα
με βλέπω να μιλώ
να γελώ
να κλαίω
να θυμώνω

μισός εδώ
και μισός στο στερέωμα
λυμένος στα κατάρτια
και πάνω στα διερχόμενα νέφη

γλιστρώντας μέσα μου κάτι κρυφό
απόκρυφο
αφού κανείς έξω από μένα
δεν υπάρχει να το διαβάσει.

Διπλώνομαι και ξεδιπλώνομαι σαν πέταλο
σαν πυρετός
που δε χάνεται με τις ενέσεις
και τα φάρμακα

αφουγκράζομαι
κι ακούω των λέξεων την ψιλή βροχή
φωνές στα ξεροπήγαδα και στις χαράδρες
πώς σκούζουν τα λυκόπουλα

κοιτάζω τα βουνά
κι ούτε καταλαβαίνω πώς φτάνω στην κορυφή τους
τη θάλασσα κοιτάζω κι η πείνα μου φουσκώνει
παφλάζοντα νερά με τραβούν
στον κόσμο τ’ ανοιγμένο στόμα.

Ξαγρυπνώ
γέρνω στην κόψη της σελήνης μετρώντας γερανούς
σκαλώνω στ’ ανοιγμένο φτερό σου
κρεμιέμαι
χωρώ στην αγκαλιά σου
και ψηλαφώ το ρίγος σου
γίνομαι δάκρυ λαμπερό
άλογο που καλπάζει σε τρυφερές πεδιάδες.

Εδώ το κόκκινο
το πράσινο
το γαλάζιο

μια λεύκα θροΐζει
ένας σπόρος σκιρτά
ένα βρέφος ξυπνά
μικρά ματάκια με κοιτάζουν μ’ απορία.

Κομμάτια γίνονται τοίχοι
από χρυσάφι και μάρμαρο.

Αιωρούμαι
διαλύομαι
διάφανος χάνομαι μαζί με ξωτικά και πνεύματα
μαζί με τους νεκρούς που ξυπνούν

βαδίζοντας ακροποδητί
σβήνοντας τα ονόματα στα μνήματα
και στήνοντας καραούλι.

Άφοβα περνώ μ’ ανοιχτά αυτιά για την Ιθάκη.

Με τα μάτια κλειστά είναι καλύτερα
ένα πελώριο εκκρεμές
ατέλειωτα μετρά τις στιγμές μου
μέσα στο σύμπαν.

 


Ο Δημήτρης Α. Δημητριάδης γεννήθηκε το 1955 στο Τέμενος Παρανεστίου Δράμας. Συνεργάζεται με πολλά περιοδικά κι εφημερίδες λόγου και τέχνης και με τις επιθεωρήσεις πολιτικής και πολιτιστικής παρέμβασης «Κοινωνική Επιθεώρηση» και «Πολίτες». Αντιπροσωπευτικά ποιήματά του περιλαμβάνονται σε διάφορες ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις στα Γαλλικά, Ιταλικά, Πολωνικά και Αγγλικά. Άρθρα και μελέτες του μεταδίδονται από το ραδιόφωνο. Έχει εκδώσει δώδεκα ποιητικές συλλογές και τιμήθηκε για το έργο του από το Δήμο Θεσσαλονίκης και τον Σύνδεσμο Εκδοτών Βορείου Ελλάδος.