Θεοδώρα Βαγιώτη | Μαρμαρογλυφείο

© Graciela Iturbide

Ι

Στέκουν τα στήθη
μόνα τους στον αέρα
τα ψηλαφεί το οξυγόνο
που σώθηκε για σένα
μα και για μένα είναι αβέβαιο
πόσο θα κρατήσει,
και μάταιο,
μάταιο να το φυλώ
στο σεντούκι με τα προικιά μου

 


ΙΙ

Καμιά φορά ο αέρας δεν βοηθά
παρασύρει τις τούφες
ξέφρενες μπροστά στη ματιά
εμποδίζει το τόσο άσπρο
να μπει στο χωνευτήρι
μα όταν το δάκρυ
ταξιδεύει
από την παρειά στο σύννεφο
εκείνη προσγειώνεται
στον ξένο πόνο
μπροστά σε μια κιτς
πρασινοδιάφανη καρδιά ίσαμε
την αγκαλιά μου
κοριτσάκι, ετών 3

 


 

ΙΙΙ [Λουμίνια]

Οι νεκροί δεν έρχονται τις νύχτες,
δεν στοιχειώνουν το σπίτι,
δεν μιλούν,
ούτε ψιθυρίζουν στιχάκια
στ’ αυτιά των ζωντανών.
Δεν γίνονται σκιές,
μήτε σκοντάφτουν πάνω στις κορνίζες
και στα φωτιστικά,
δεν λικνίζονται σε κουνιστές καρέκλες
ούτε κοιμούνται στα παλιά τους κρεβάτια.
Οι νεκροί δεν έρχονται τις νύχτες
για να ζωντανέψουν τα εικονίσματα
και να ταράξουν τις φλόγες
των καντηλιών
που εύχονται επίμονα την ανάπαυσή τους,
δεν ζηλεύουν, δε γελούν, δεν λυπούνται, δεν ερωτεύονται,
δεν πιστεύουν.
Μόνο που, να,
αυτά και άλλα τόσα
που κάποτε τα γεύονταν
σαν ώριμες ρώγες σταφυλιών
μπροστά σε καλοκαιρινό δειλινό,
μέσα στο στομάχι μου απλώθηκαν
σαν πλέγμα που με γράπωσε
και τώρα δε μ’ αφήνει,
για να ανασαίνουν τη μνήμη τους
και να μην με αφήνουν να ησυχάσω
όταν φτιάχνω καλύβες και ανθρωπάκια
με τα λουμίνια και τις καντηλήθρες.