Φοίβος Σταμπολιάδης | Κίτρινοι τηλεφωνικοί κατάλογοι

© Φοίβος Σταμπολιάδης

Κοντοστάθηκα έξω από το κτίριο του ΟΤΕ. Κάπνισα τουλάχιστον δυο τσιγάρα στη διαδρομή από τον ηλεκτρικό μέχρι εδώ. Τα απανωτά τηλεφωνήματα που είχα κάνει για να βρω τον υπεύθυνο του αρχείου, δεκάδες. Είχα απογοητευτεί να ρωτώ και να ξαναρωτώ, να με παραπέμπουν από τον ένα υπάλληλο στον άλλο. Η προσπάθεια, που κράτησε 2 μήνες, τελικά απέδωσε καρπούς. Και τώρα εδώ στην κύρια είσοδο του κτιρίου όπου στεγαζόταν το αρχείο.

Η περιπέτεια δεν θα τελείωνε σήμερα. Θα πρέπει να είμαι πολύ τυχερός για να συμβεί αυτό. Πολλών δεκαετιών κίτρινοι τηλεφωνικοί κατάλογοι θα ήταν στοιβαγμένοι στα ράφια ή στο πάτωμα. Είχα στο μυαλό μου τις ταινίες όπου ο ήρωας ψάχνει παλιά αρχεία σε σκοτεινά και υγρά υπόγεια με λιγοστό φως. Το φάκελο που θα λύσει το μυστήριο. Κρατούσα ένα φακό και μια μάσκα. Η αλλεργία που είχα στη σκόνη, θα με ταλαιπωρούσε σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Δάκρυα, φτέρνισμα και κνησμός, τα συνήθη συμπτώματα. Έβγαζα και κόκκινα σημάδια στο δεξί χέρι.

Η μάνα μου είχε τρία αδέλφια. Δυο αγόρια και ένα κορίτσι. Τα αγόρια είχαν αποφασίσει να μείνουν στο χωριό, ώστε να ακολουθήσουν τη δουλειά των γονιών τους. Είχαν αποκτήσει και αυτοί μετά από πολλές άκαρπες προσπάθειες, παιδιά και από ένα εγγόνι, κορίτσι και αγόρι. Η εγγονή όπως και η μητέρα της, είχαν ασθενική υγεία, αλλά με την κατάλληλη αγωγή μπορούσαν να είναι λειτουργικές. Ο μεγαλύτερος φόβος της μητέρας του κοριτσιού, ήταν μια δερματική πάθηση που είχε από τη γέννησή της. Αν θυμάμαι καλά τη λέγανε λεύκη. Μια μορφή αποχρωματισμού του δέρματος. Είχε ένα σημάδι στο λαιμό κάτω από το δεξί αυτί και μια μικρότερη στο δεξιό καρπό. Η πάθηση αυτή, από ότι διάβασα, δεν έθετε τη ζωή της σε κίνδυνο ούτε ήταν μεταδοτική. Η μάνα της βέβαια φοβόταν ότι η κόρη της, παρόλο που ήταν εκθαμβωτικά όμορφη με πυρόξανθα μαλλιά και λαμπερά μάτια στο χρώμα του μελιού, θα μείνει ανύπαντρη και άτεκνη. Οι άντρες, έλεγε θέλουν τη γυναίκα αψεγάδιαστη, χωρίς λεκέδες, όπως έλεγε τα σημάδια αυτά. Πιο πολύ αυτό της είχε γίνει εμμονή, παρά όλα τα προβλήματα υγείας. Επισκέπτονταν συχνά γιατρούς προς αναζήτηση θεραπείας.

Οι σχέσεις της μάνας μου με τους αδερφούς της ήταν γενικά πολύ καλές. Ήθελαν να μένουν δεμένοι σαν οικογένεια και το κατάφερναν. Μια ή δυο φορές το χρόνο πηγαίναμε στο χωριό ή έρχονταν αυτοί στην πόλη. Περνούσαμε καλά. Ιδίως το Πάσχα που ψήναμε αρνιά στα χωράφια. Οι θείοι μου, μικρότεροι στην ηλικία από τη μητέρα μου, ήταν γεμάτοι κέφι. Δεν αφήναν κανέναν στην ησυχία του. Τους άρεσε ιδιαίτερα να τσιγκλίζουν τις γυναίκες της παρέας, τη μάνα μου, τις νύφες της, λέγοντας ανέκδοτα με γυναικολόγους και άλλα τέτοια με ελαφριά σεξουαλικά

υπονοούμενα. Ήταν τόσο επιδέξιοι στη αφήγηση, που τελικά η αμηχανία έδινε τη θέση της σε τρανταχτά γέλια. Όλοι έπεφταν ξεροί πιάνοντας τα στομάχια τους.

Η μεγαλύτερη αδελφή της μάνας μου ζούσε στη Ρόδο το ξακουστό νησί των Δωδεκανήσων. Από τη Ρόδο ήταν και κάποιος μακρινός συγγενής του πατερά μου. Είχε πεθάνει προ πολλού. Από αυτά που μου είχε διηγηθεί, μερικά μακρινά ξαδέλφια του έμεναν εκεί. Δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να τους ψάξει , ούτε ήθελε να πάμε εκεί διακοπές. «Είναι μακριά, βαριέμαι». Η Ρόδος από τις φωτογραφίες που βρήκα, ήταν μαγευτική. Νησί με μεγάλη ιστορία, πολύ τουρισμό, πολλούς μόνιμους κατοίκους, καταγάλανα νερά  και άσπρα εκκλησάκια. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να πάω καποια στιγμή.

Η αδελφή της μάνας μου είχε παντρευτεί μικρή ένα παλληκάρι από την Ρόδο. Είχαν γνωριστεί στην Αθήνα κατά την διάρκεια των σπουδών τους. Αυτός ήταν ηλεκτρολόγος και η θεία μου είχε σπουδάσει δασκάλα και ζωγραφική. Της άρεσε πολύ το χρώμα. Ήταν ταλαντούχα. Κάποια στιγμή αποφάσισαν να φύγουν για το νησί. Το μάθαμε αφού ήδη μετρούσαν εννέα μήνες εκεί. Παιδιά δεν είχαν, οπότε ούτε και ευκαιρία να πιέσω τους γονείς μου να πάμε να τους δούμε. Η ξαφνική φυγή της θείας είχε δυσαρεστήσει τη μάνα μου. Ένιωθε λίγο προδομένη και απροστάτευτη χωρίς εκείνη. Οι σχέσεις τους δεν ήταν βέβαια και οι καλύτερες. Η μάνα μου δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τον άντρα της, κυρίως γιατί είχε πείσει την γυναίκα του ότι δεν έχει ταλέντο στη ζωγραφική. Με τούτα και με εκείνα, με τα χρόνια ξεκόψανε. Κυρίως η θεία μου ξέκοψε. Κάτι μου έλεγε ότι ζήλευε, κάτι την απασχολούσε τέλος πάντων. Τι, δεν ξέρω. Στις οικογενειακές μαζώξεις τα αδέλφια λίγα έλεγαν μεταξύ τους για το θέμα αυτό και ακόμα λιγότερα μαθαίναμε εμείς οι μικρότεροι.

Ανέβηκα στον πρώτο όροφο και κατευθύνθηκα στο γραφείο 501. Απέξω η ταμπέλα έλεγε «ΑΡΧΕΙΟΝ». Χτύπησα και διακριτικά άνοιξα την πόρτα. Είχα ραντεβού, οπότε ο υπάλληλος με περίμενε. Μετά τις τυπικές χαιρετούρες πήραμε το ασανσέρ για το υπόγειο. Όπως το φανταζόμουν. Ο χώρος ήταν λίγο αποπνικτικός και μύριζε υγρασία και σκόνη. Μου έδειξε μια ντάνα κίτρινους τηλεφωνικούς καταλόγους . «Κάπου εδώ θα είναι» είπε και έφυγε.

Πολλοί από τους καταλόγους δεν είχαν εξώφυλλο. Άλλοι ήταν κομμένοι στη μέση, ενώ κάποιοι άλλοι είχαν ξεθωριασμένες σελίδες από την πολυκαιρία και την υγρασία. Το φως ήταν λιγοστό. Μια λάμπα πυρακτώσεως στο μέσον δεν κάλυπτε επαρκώς το χώρο. Ο φακός αποδείχτηκε πολύ χρήσιμος. Υπολόγιζα ότι υπάρχουν καμιά 500αριά κίτρινοι τηλεφωνικοί κατάλογοι.

Η αναζήτηση της θείας ξεκίνησε ευθύς αμέσως. Είχαν περάσει πολλά χρόνια και τα στοιχεία επικοινωνίας είχαν αλλάξει. Εξαιτίας της απροθυμίας της μάνας μου και των θείων μου να συζητήσουν για εκείνη, έκανα μια δική μου έρευνα για τον εντοπισμό της. Από μικρός είχα την απορία για αυτή τη σιωπή. Μου φαινόταν υπερβολική. Μεγαλώνοντας, η επιθυμία να διαλευκάνω την υπόθεση έγινε πιο επίμονη. Όντας φοιτητής της νομικής, διάβαζα αστυνομική λογοτεχνία. Αναρίθμητα βιβλία είχαν περάσει από τα χέρια μου. Σε ένα από αυτά η υπόθεση ήταν η διαλεύκανση του θανάτου μικρών παιδιών. Ήταν μυστήριο ότι όλα ήταν πρωτότοκοι γιοι. Κάποιοι έλεγαν ότι έφταιγε το νερό. Άλλοι ότι έφταιγε ένα φυτό, που αρέσει στις κατσίκες, με το γάλα των οποίων τάιζαν τα παιδιά, όταν οι μητέρες σταματούσαν τον θηλασμό. Η έρευνα έδειξε ότι οι ίδιοι οι γονείς  αφήναν τα πρωτότοκα αγόρια δίχως φροντίδα. Ένας παπάς πριν εκατό χρόνια είχε ρίξει κατάρα. Με το πέρασμα των χρόνων ο κόσμος την είχε ξεχάσει. Το κοινωνικό ασυνείδητο έκανε από εκεί και πέρα τα υπόλοιπα.

Η ιδέα ότι κάποιο μυστήριο έκρυβε η οικογένειά μου φούντωσε μέσα μου και έπρεπε να το ανακαλύψω. Η αποστολή μου θα διαρκούσε καθώς φαινόταν αρκετές ημέρες. Πήγαινα κάθε μέρα για μια ολόκληρη εβδομάδα. Καθόμουν περίπου πέντε με έξι ώρες. Ο υπάλληλος, ένας καλοστεκούμενος μεσήλικας που μετρούσε πολλά χρόνια σε αυτή τη θέση, με συμπάθησε. Κατά τις δώδεκα  κάθε μέρα μου έφερνε καφέ και κουλούρι. Σε ένα από αυτά τα διαλείμματα του μίλησα σε πολύ γενικές γραμμές, χωρίς να εισέλθω σε λεπτομέρειες για τον σκοπό της έρευνάς μου. Ενθουσιάστηκε και συγκινήθηκε μαζί. «Η διαφύλαξη των οικογενειακών δεσμών» μου είπε, «συμβάλει στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Ο κόσμος είναι επικίνδυνος εκεί έξω. Πρέπει να προσέχουμε τα παιδιά μας». Δεν ξέρω αν συμφωνούσα ακριβώς με αυτό, αλλά δεν μας εμπόδισε να συζητάμε ευχάριστα και σε βάθος. Ήταν ένας έξυπνος άνθρωπος και διαβασμένος. Αναρωτιόμουν πώς έκανε αυτή τη βαρετή δουλειά. Προσπάθησα να είμαι διακριτικός και δεν ρώτησα.

Στο τέλος της εβδομάδας είχα ολοκληρώσει την εργασία μου. Το κόκκινο σημάδι είχε φυσικά εμφανιστεί στο χέρι μου. Το είχα ματώσει. Το έξυνα συνεχώς κάθε λίγο και λιγάκι. Τόσες μέρες εκτεθειμένο στη σκόνη, ήταν αναπόφευκτο. Οι κίτρινοι τηλεφωνικοί κατάλογοι που ξεχώρισα ήταν έξι. Για καλή μου τύχη υπήρχαν πολλά αντίτυπα και ο υπάλληλος μου επέτρεψε να τους πάρω. Άλλο που δεν ήθελαν να ξεφορτωθούν τόσο άχρηστο υλικό. Υπέγραψα ένα χαρτί για τυπικούς λόγους ότι παρέλαβα το υλικό και χαιρετηθήκαμε με μεγάλη εγκαρδιότητα. «Να ξαναρθείς έστω για ένα καφέ, να μου πεις και τα ευρήματα της έρευνάς σου». Έφυγα για το σπίτι περιχαρής. Το φορτίο ήταν αρκετά βαρύ και με δυσκόλεψε. Είχα και το χέρι να πονάει. Η αλήθεια όμως που αναζητούσα ελάφρυνε την τσάντα αλλά και την ψυχή μου. Πήρα άδεια από τη δουλειά και κλείστηκα στο σπίτι. Δεν ήθελα τίποτα και κανένας να με διακόψει. Είπα στους δικούς μου μια δικαιολογία ότι έχουμε πολλή δουλειά στο γραφείο, ώστε να μην μου εμφανιστούν ξαφνικά φάντης μπαστούνι κανένα απόγευμα και αρχίσουν τις ερωτήσεις. Ήθελα όλα να γίνουν με άκρα μυστικότητα. Ήμουν ένας αληθινός ντετέκτιβ. Ένας ήρωας σαν αυτούς στα βιβλία που διάβαζα. Μου έλειπε μοναχά η καμπαρντίνα. Κινούμουν στη σκιά παράλληλα με την πραγματικότητα.

Με μαύρο στυλό σημείωνα όποιο επώνυμο ταίριαζε με αυτό του θείου μου, και ήταν πολλά τελικά. Ήταν σύνηθες για την περιοχή επώνυμο. Θα τηλεφωνούσα σε όλους μέχρι να τον βρω. Ο φόβος μου ήταν μήπως αρχίσουν να διαδίδονται ιστορίες. Στις επαρχίες μια λέξη αρκεί για να γίνει πρόταση και η πρόταση μυθοπλασία. Η φαντασία οργιάζει, όταν η ζωή γίνεται μονότονη. Ψάχνει από κάπου να πιαστεί. Έπρεπε να είμαι πολύ προσεκτικός. Στο τι θα λέω και το λόγο που αναζητώ στοιχεία. Θα τηλεφώνησα σε ίσαμε εκατό άτομα. Τζίφος. Κανείς δεν ήταν αυτός. Και κανείς  εξ’αυτών δεν τον ήξερε ώστε να μου δώσει κάποιο τηλέφωνο. Είχα άλλες εκατό επιλογές μπροστά μου. Αγωνιούσα για την αντίδραση του θείου μου στο άκουσμα της φωνής μου. Θα χαιρόταν, θα ήταν καχύποπτος; Ήξερε ότι δεν τον συμπαθούσαν πολύ οι δικοί μου. Κι αν το σήκωνε η θεία μου, πως θα αντιδρούσε; Ήμουν παιδί όταν έφυγε, κάποιο λόγο να μην με συμπαθεί δεν έβρισκα. Έκανα πολλές πρόβες στον καθρέφτη για το τι θα πω. Πολλές παραλλαγές για το ξεκίνημα της κουβέντας, άλλες τόσες για μετά. Δοκίμαζα τον τόνο της φωνής, το ύφος. Έπιανα τον εαυτό μου να τρέμει. «Δεν έχει τίποτα μαζί μου, δεν έχει τίποτα μαζί μου», επαναλάμβανα συνεχώς και αυτό με ηρεμούσε.

Μετά από κάμποσα τηλεφωνήματα από τη δεύτερη λίστα, επιτέλους πέτυχα το σωστό αριθμό. Το τηλέφωνο το σήκωσε η θεία μου. Ήταν αυτό που επιθυμούσα. Είχα ακούσει μερικά αρνητικά σχόλια της μάνας μου και των αδερφών της για εκείνη και ήμουν προκατειλημμένος. Η φωνή της όμως ήταν γεμάτη ζεστασιά. Ακουγόταν πολύ ήρεμη. Έδειχνε ένας άνθρωπος που ζούσε μια όμορφη ζωή. Με ρώτησε πώς είναι τα αδέλφια της, τα παιδιά, αν έχουν εγγόνια, αν είναι καλά στην υγεία τους και πως είναι η ζωή στην πόλη. Η αμηχανία και το κόμπιασμα μου έφυγαν από τα πρώτα λεπτά της κουβέντας μας. Στην νομική είχα μάθει πολλούς τρόπους  να κατευθύνω το συνομιλητή, και να εκμαιεύω τις απαντήσεις που αναζητούσα. Της είπα ότι μας λείπουν, ιδίως το Πάσχα, που όλη η οικογένεια μαζί περνούσε ευτυχισμένες στιγμές στο χωριό. Για τα χωρατά των αδερφών  της. «Λείπεις στα αδέρφια σου», επανέλαβα. «Και εμένα μου λείπουν», απάντησε αλλά αυτά τα κρύα ανέκδοτά τους με εξοργίζουν. Ένιωσα μια θλίψη και ένα σπάσιμο στον τόνο της φωνής. Κάτι υπήρχε εδώ. Για να ελαφρύνω την κουβέντα μιλήσαμε για τον τόπο που ζούσε, για την αγάπη της για τη ζωγραφική. «Τη ζωγραφική την έχω εγκαταλείψει πολλά χρόνια. Ο άντρας μου έλεγε ότι κάνω πιτσιλιές στο χαρτί και τίποτα άλλο». Η γιαγιά μας ζωγράφιζε πολύ καλά, θυμήθηκε που της έλεγε η μάνα της. Σταμάτησε όμως νέα. Το ταλέντο της έσβησε μετά από μια αναποδιά. «Τι αναποδιά θεία μου», της είπα γεμάτος συμπόνια.

Μεγάλη ιστορία… Με τα πολλά κατάφερα να μου διηγηθεί αυτή τη μεγάλη ιστορία. Ο θείος μου απουσίαζε, ήταν στο καφενείο. Από ό’τι καταλάβαινα, εκείνος δεν γνώριζε τίποτα για την οικογενειακή αυτή ατυχία. Έτσι την χαρακτήρισε η θεία μου. Η γιαγιά ήταν από καλή και αρκετά εύπορη οικογένεια. Όμορφη με πυρόξανθα μαλλιά και λαμπερά μάτια στο χρώμα του μελιού. Δεν της έλειπε τίποτα. Από νωρίς διαφάνηκε το ταλέντο της στη ζωγραφική και οι γονείς της, ανοιχτόμυαλοι άνθρωποι, καθώς ήταν, την έγραψαν σε μια ιδιωτική σχολή της εποχής. Ήταν ευτυχισμένη και προόδευε γρήγορα. Ένα απόγευμα, στα μέσα της άνοιξης θα ήταν, είχε μια άτυχη συνάντηση στο γυρισμό προς το σπίτι. «Τι άτυχη συνάντηση;» επανέλαβα. «Κάποιος», είπε, «που ποτέ δεν μάθαμε ποιος ήταν, η αστυνομία δεν κατάφερε ποτέ να τον συλλάβει, αυτόπτες μάρτυρες δεν υπήρχαν, της επιτέθηκε. Ο σκοπός της ανάρμοστης συμπεριφοράς του ήταν προφανής. Δεν κατάφερε ωστόσο να της κάνει κακό. Η γιαγιά για καλή της τύχη κρατούσε ένα μεγάλο ξύλινο πινέλο με αιχμηρή άκρη. Ενστικτωδώς του το κάρφωσε στον ώμο. Έφυγε ουρλιάζοντας από τους πόνους. Παντού υπήρχαν σταγόνες από το αίμα που έτρεχε ακατάσχετα. Αυτά τα έμαθα πολύ αργότερα ως μεγάλη και παντρεμένη κόρη. Μέχρι που πέθανε η γιαγιά μας, το σημάδι στο λαιμό και στον καρπό από το χέρι του επίδοξου βιαστή της διατηρήθηκαν, έστω και ξεθωριασμένα. Ακόμα τα θυμάμαι. Δεν είχα ρωτήσει ποτέ για τα σημάδια και κανείς δεν μου είχε εξιστορήσει την περιπέτεια αυτή. Η αλήθεια είναι ότι δεν πήγαινε το μυαλό μου σε κάτι τόσο τραγικό. Η ντροπή για την οικογένεια και για την ίδια θα ήταν μεγάλη εκείνα τα χρόνια. Μετά το συμβάν, η γιαγιά είχε μια θλίψη στο βλέμμα, φοβόταν να μένει μόνη και δεν ζωγράφισε ποτέ ξανά».

Ακολούθησε μια παρατεταμένη σιωπή. Μονάχα οι ανάσες μας τη διαπερνούσαν. Τι τα συζητάμε τώρα αυτά; Παλιές ιστορίες είπε κι χαμογέλασε. Η απόσταση μεταξύ μας με ένα μαγικό τρόπο είχε εκμηδενιστεί. Το τηλεφώνημα κράτησε περισσότερο από δυο ώρες. Ήμασταν και οι δυο χαρούμενοι. «Η μάνα μου δεν γνώριζε τίποτα, έτσι δεν είναι;», είπα. «Ίσως ήρθε η ώρα να το μάθει», απάντησε χωρίς δισταγμό. «Μου έλειψε το Πάσχα στο χωριό, τα αδέλφια μου, τα ανίψια μου», πρόσθεσε. Μου ζήτησε να της τηλεφωνώ, όποτε μπορώ. Έγραψα το νούμερο στην ατζέντα μου και έβαλα τους κίτρινους τηλεφωνικούς καταλόγους στην άκρη.

Υ.Γ. Ο συμβολικός θάνατος της χαράς της ζωής και της ελεύθερης επιλογής, που εκφράζεται μέσα από τα οικογενειακά μυστικά, ένα ψυχικό γεγονός κι έχει πάντα την πηγή του σε ένα ισχυρό τραυματικό γεγονός. Το τραύμα που προκλήθηκε είχε τέτοια ισχύ ώστε το άτομο, η οικογένεια , η κοινότητα που το βίωσε δεν μπόρεσε να το επεξεργαστεί ψυχικά και, μέσω της απόκρυψης, επιχείρησε να το ξεχάσει. Με αυτόν τον τρόπο συνεχίζει να υπάρχει αναλλοίωτο σε όλη τη ζωή, ακολουθεί και επηρεάζει ασυνείδητα  τη σκέψη, το συναίσθημα και τη συμπεριφορά των μελών μιας οικογένειας και μιας μικρής κοινότητας, για ολόκληρες γενιές και, με το πέρασμα του χρόνου, αφήνει κατάλοιπα ανεξήγητες, παράδοξες και καμιά φορά σκληρές για τους νεότερους, συμπεριφορές και ενέργειες… 

◊ ◊ ◊


Ο Φοίβος Σταμπολιάδης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Μέσα επικοινωνίας στο Πάντειο και έλαβε μεταπτυχιακό Διεθνών Σχέσεων την Αγγλία. Εργάζεται στον Δημόσιο Τομέα ταξιδεύοντας συχνά στο εξωτερικό όπου και φωτογραφίζει. Ταξιδεύει πολύ με μοτοσυκλέτα φωτογραφίζοντας, εξερευνώντας νέες διαδρομές και δοκιμάζοντας τα όρια της υπομονής του ενώ τα δύο τελευταία χρόνια κάνει επιτόπια ερεύνα και μελέτη των βυζαντινών μνημείων. Παράλληλα μελετά  θέματα Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Ψυχολογίας και Κοινωνιολογίας καθώς και λογοτεχνίας. Έχει συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις ενώ φωτογραφίες του  έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Φωτογράφος. Σποραδικά γράφει ποιήματα, διηγήματα και ασχολείται με την χαρακτική και λίγο σχέδιο.