Απόστολος Θηβαίος | Les metiers

© Robert Doisneau

Μια κακή παράσταση
με ακροβατισμούς,
νερά,
και κιθάρες
και ένα σωρό
ασήμαντες
λεπτομέρειες

 

Σκηνικές οδηγίες

(Η σκηνή είναι διακοσμημένη με φώτα νέον που ανάβουν ρυθμικά, σαν μιας νοσταλγικής πολιτείας. Θυμάστε κύριοι; Ο συντονιστής, ένας μικρός των βιβλίων πρίγκιπας, παίζει με το αριστοκρατικό του μπαστούνι. Το πετά στον άνεμο και έπειτα το στριφογυρίζει στα δάχτυλά του. Το ίδιο κάνουν και οι μικροί νάνοι, με τις στολές των σαλτιμπάγκων που ως να περάσει ο χορός του νεαρού, πηδούν, χαλούν τον κόσμο, καταπίνουν φωτιές και ξιφομαχούν μέχρι θανάτου, τρομεροί και άθλιοι σαν ήρωες του Γκόγια. Το μπουλούκι απόψε παρουσιάζει το έργο, τα επαγγέλματα του δάσους. Μια γαλλική επιγραφή ανάβει κάθε τόσο. Les metiers. Ο νεαρός συντονιστής μιλά και παίρνει εύθυμες πόζες. Το σώμα του είναι ωραίο και ευλύγιστο. Θα μπορούσε να γίνει ένας επιτήδειος εραστής, όμως η ψυχή του είναι ενός αηδονιού και αυτό μπορείτε να φανταστείτε πόσο βαραίνει) στην μοίρα του.)

ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ

Ο καιρός σιγά μα σταθερά σβήνει τα παλιά επαγγέλματα. Ολόκληρες συντεχνίες περνούν στην ιστορία. Τώρα τους θυμόμαστε όταν γυρεύουμε να ομορφύνουμε την ανάμνησή μας. Αυτές τις τραγωδίες τις ζητούμε,  σαν μια ιδέα  για να συναρπάσει την ζωή μας, να γαληνέψει τις τύψεις μας. Ο λούστρος, ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης, ο γαλατάς, ο νερουλάς, ο γανωτής, ο ακροβάτης. Σειρές ολόκληρες από θρυλικούς επαγγελματίες φιγουράρουν στα αισθηματικά σκίτσα των σχολικών βιβλίων. Μα είναι γνωστό, πως όταν κανείς μπαίνει στα βιβλία, ανοίγει ένα παράθυρο στις μνήμες και έτσι μαθαίνει απ’ την αρχή να ζει.

Σκηνικές οδηγίες

(Το κοινό χειροκροτεί με στυλ, πίσω απ’ το φόντο της συμφωνικής. Για κάτι τέτοιες βραδιές, αξίζει να ζει κανείς, σημειώνει μια κυρία στις πρώτες θέσεις και η ζωή της κερδίζει μια μεγάλη αξία. Τα φώτα στην σκηνή χαμηλώνουν, ο συντονιστής, ένας πολύ καθώς πρέπει νέος με κοστούμι της τελευταίας λέξης, με ένα καλοδιατηρημένο πρόσωπο, μ’ αδρά χαρακτηριστικά. Σε μια άκρη της σκηνής μαζεύονται οι ηθοποιοί. Πρόκειται μόνον για σκιές, μονάχα σε λίγο θα φανερωθούν, όταν τους ζητηθεί. Ο συντονιστής θα τους καλεί όλους, έναν προς ένα στο μέσον της σκηνής. Και εκείνοι θα υποδύονται τον ρόλο τους, θα λένε δυο κουβέντες για να περιγράψουν την εποχή τους. Τα ονόματά τους θα ΄ναι φανταστικά. Δίχως επίθετα, υποκοριστικά ονόματα, προσθήκες που κερδίθηκαν σ΄ένα παιδικό στοίχημα, χρόνια πίσω. ) 

ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ

Απόψε οι εκπρόσωποι αυτής της μυθολογίας θα παραταχτούν ενώπιών σας. Με την μοναδική δεξιοτεχνία τους θα προσποιηθούν πως  ο καιρός τους δεν πέρασε. Για μας τους νεότερους θα ’ναι μια αποκάλυψη, μα για σας που φθάνετε απόψε από κάποιον μακρύτερο δρόμο, θα μοιάσουν με τα συγκινητικά φώτα ενός μικρού, καλοκαιρινού λιμανιού. Με τα  τραπεζομάντιλα που ανεμίζουν, τον κόσμο που κινδυνεύει να χαθεί στα κύματα. Με τον πλανόδιο μουσικό μιας  αθεράπευτης τρυφερότητας και μιας ανημποριάς να θυσιάσει την τέχνη του στην επιβίωση. 

Σκηνικές οδηγίες

(Ο μουσικός φωτίζεται. Κρατά μια κιθάρα, κάθε τόσο γρατζουνά μια απαράλλαχτη συγχορδία. Μα το πρόσωπό του διαθέτει όλη την υποτέλεια που απαιτεί το κατεστραμμένο φρόνημά του.)

 ΜΟΥΣΙΚΟΣ 

Γεννήθηκα στην Αθήνα. Οι γονείς μου έπαιζαν μουσική. Της Αγίας Παρασκευής πηγαίναμε από χωριό σε χωριό, κρατώντας αμείωτο τον ρυθμό μας. Σε όλα τα καφενεία παίξαμε. Και πόλκες και καρσιλαμάδες και κάτι μελωδίες σε κλίμακες μινόρε που θα μπορούσαν να κάνουν κομμάτια τις καρδιές. Στα λαϊκά κεντράκια ήμαστε ανάρπαστοι, κερδίζοντας το κοινό ξανά και ξανά κάθε βράδυ. Όμως οι εποχές αλλάζουν, εκείνοι που φεύγουν τις παίρνουν μαζί τους. Κομμάτια από σπασμένους θρόνους, έτσι λένε οι ποιητές. Τα κεντράκια βαλαν μοντέρνα μουσική. Με πικ απ, τα πιο καινούρια τραγούδια, ρυθμικά μπλουζ που δίνουν έναν θερμότερο τόνο στον νυχτερινό ουρανό και τ’ αστέρια, κύριοι σκεφτείτε τώρα πως όλα μεταμορφώνονται σ’ ευκαιρία για τον έρωτα. Ετούτο το μαγαζί είναι πολύ φιλόξενο. Δεν έχει πολύ κόσμο και αν κανείς δεν γνωρίζει την ύπαρξή του, θα’ ναι από θαύμα αν βρεθεί σε τούτα τα μέρη. Ωστόσο, δεν έχω παράπονο, η θάλασσα κιόλας πολύ είναι, τ’ ανείπωτα φώτα, η φτερούγα της νύχτας πάνω απ’ το προσκεφάλι μας, τ’ ανεμιστά πρόσωπα μες στα αυτοκίνητα, πρόσωπα κιόλας παλιά.

ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ

(Ο νεαρός μιλά. Ο κιθαρίστας αποχωρεί με αργό βήμα. Ο συντονιστής χορεύει για λίγο με τους μικρούς του σαλτιμπάγκους και με τον προβολέα επάνω του λέει τα παρακάτω λόγια.)

Οι μορφές τους υπήρξαν  παροιμιώδεις, λίγο λίγο γίνονταν μια φλόγα. Τ’ όνειρο τούς εξάντλησε. Η βροχή που ως γνωστόν διαθέτει την αρχαία ηλικία της Κορίνθου παρέσυρε ό,τι απέμεινε από εκείνους.

Σκηνικές οδηγίες

(ένας ηλικιωμένος με ένα σταμνί στον ώμο του, φθάνει στην σκηνή. Να ‘ ναι ο γέρο χρόνος;) 

ΝΕΡΟΥΛΑΣ 

Αφού γίνηκε το έγκλημα και οι ένοχοι τιμωρήθηκαν λίγο παρακάτω με δυο σφαίρες στα μέτωπά τους, ήρθαν οι νοσοκόμοι και πήραν την σωρό της. Μάζεψαν και κάτι άλλα πράγματα και έπειτα μου ‘παν, σβήσε τα σημάδια. Κύκλωσα τα αίματα και μες στην άγουρη νύχτα, έριξα τρεις βροχές. Μια για την νεκρή, μια για τ’ αγέννητο παιδί της και άλλη μια για τ’ αμαρτήματα. Τα παιδιά που ως γνωστόν για τίποτε από όλα τούτα δεν νοιάζονται ήρθαν και ξεδίψασαν. Ξημέρωνε και η Μπρέσια έπεφτε. 

Σκηνικές οδηγίες

(Ο νεαρός συντονιστής περνά χορεύοντας, πάντα με τον προβολέα συγκεντρωμένο επάνω του. Οι νάνοι του προσποιούνται πως τσακώνονται και σκαρώνουν ένα σωρό πλάκες ο ένας στον άλλον. Ένας ακροβάτης, σαν άνεμος περνά μέσα απ’ την πλατεία, ξανά και ξανά. Φορά μια ολόλευκη φορεσιά και θυμίζει τ’ άστρο της αυγής.) 

ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ

Ο νεαρός Φριντς διαθέτει όλη την χάρη του κόσμου! Τα κατορθώματά του συνιστούν την μυθολογία της ζωής μας Γεννήθηκε στο Αμβούργο και είναι μόλις είκοσι χρονών. Ο Φριντς βουτά στο κενό με την χάρη ενός μελλοθάνατου. Όλα τα κορίτσια του μπουλουκιού τον αγαπούν και για το χατίρι του μπορούν να πίνουν νύχτες ολόκληρες. 

ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ 

Οι ψυχές των νεκρών φίλων τριγυρνούν ανάμεσά μας.

(περνά σαν αερικό από την πλατεία και σ’ άλλον βατήρα καραδοκεί.) 

Στέκουν σήμαντρα βουβά στην καρδιά μιας πλατείας.

(ακόμη μια φορά διέρχεται από εξώστη σε εξώστη, διακινδυνεύοντας την ζωή του.) 

Περνούν μέσα από τις ζωές μας σαν άνεμοι

τα ονόματά τους είναι Φϊλιππος,

Βησθαβέ, Κατερίνα, Λούλα, Άλκης.

Μάρτυς μου ο θεός,

πως απόψε, εδώ, μαζί μου,

γεννιούνται απ’ την αρχή.

(Στο πλάι του χτυπά τις χορδές της κιθάρας ένας μικρός, πολύ μικρός κιθαρωδός. Σαν εκείνον που φάνηκε τότε.)

Σκηνικές οδηγίες

(Ο συντονιστής αφιερώνεται σε ένα εξωφρενικό, χορευτικό κρεσέντο και χάνεται στα παρασκήνια. Οι σαλτιμπάγκοι του στέκουν βουβοί και λυπημένοι για την αδειανή ζωή τους. Οι θεαταί ζητούν το αντίτιμο να τους επιστραφεί, φωνάζουν και ασχημονούν.

Αυτή η παράσταση δεν τελειώνει ποτέ, κυρίες και κύριοι).

Απόστολος Θηβαίος