Τσαρλς Μπουκόβσκι | Δύο ποιήματα

Charles Bukowski

[Το πουλί που κορόιδευε]

το πουλί που κορόιδευε
έπαιρνε στο κατόπι τη γάτα
όλο το καλοκαίρι
κοροϊδεύοντας κοροϊδεύοντας κοροϊδεύοντας
πειράζοντάς την και γεμάτο έπαρση•
η γάτα σύρθηκε
κάτω από μερικές κουνιστές πολυθρόνες στον εξώστη
με την ουρά της ν’ αστράφτει σηκωμένη
και είπε κάτι θυμωμένη στο πουλί
που δεν κατάλαβα καθόλου.

χτες η γάτα
ανέβηκε γαλήνια το δρόμο
έχοντας το πουλί ζωντανό στο στόμα της,
φτερούγες που ανέμιζαν, όμορφες φτερούγες
που ανέμιζαν και χτυπιόντουσαν,
φτερά που ανοιγόκλειναν σα γυναικεία πόδια,
και το πουλί δεν κορόιδευε πια,
παρακαλούσε, προσευχόταν
αλλά η γάτα
δρασκελώντας μέσα από τους αιώνες
δεν είχε καμιά διάθεση να δώσει σημασία.

Την είδα να σέρνεται κάτω από ένα κίτρινο αμάξι
βαστώντας το πουλί
για να το παζαρέψει σε άλλο μέρος.

το καλοκαίρι είχε τελειώσει.

 

 


  [Ένα ποίημα είναι μια πόλη]

ένα ποίημα είναι μια πόλη γεμάτη δρόμους και υπονόμους,
γεμάτη αγίους, ήρωες, ζητιάνους, τρελούς,
γεμάτη κοινοτοπίες και μεθύσια,
γεμάτη βροχή και κεραυνούς και περιόδους
ξηρασίας, ένα ποίημα είναι μια πόλη
σε κατάσταση πολέμου,
ένα ποίημα είναι μια ολόκληρη πόλη
που αναρωτιέται γιατί το ρολόι,
ένα ποίημα είναι μια πόλη που φλέγεται,
ένα ποίημα είναι μια πόλη
υπό το καθεστώς των όπλων,
τα κουρεία της φίσκα στους κυνικούς μεθύστακες,
ένα ποίημα είναι μια πόλη
όπου ο θεός ιππεύει γυμνός
διανύοντας τους δρόμους όπως η Λαίδη Γκοντίβα,
όπου σκυλιά γαβγίζουν τη νύχτα, και κυνηγούν
μια σημαία• ένα ποίημα είναι μια πολιτεία ποιητών,
οι περισσότεροι από δαύτους σχεδόν πανομοιότυποι
μεταξύ τους και φθονεροί και πικρόχολοι…
ένα ποίημα είναι αυτή η πόλη τώρα,
50 μίλια μακριά από το πουθενά,
στις 9:09 το πρωί,
η γεύση τού ποτού και των τσιγάρων,
χωρίς αστυνόμους, δίχως εραστές, να περπατάς στους δρόμους,
αυτό το ποίημα, αυτή η πόλη, κλείνοντας τις πύλες της,
κλεισμένη γύρω γύρω με οδοφράγματα,
μια πόλη σχεδόν άδεια,
θρηνώντας δίχως δάκρυα, γερνώντας χωρίς οίκτο,
τα βραχώδη βουνά,
ο ωκεανός σα λεβάντα στις φλόγες,
ένα φεγγάρι που στερείται μεγαλείου,
μια χαμηλή μουσική από σπασμένα παράθυρα…

ένα ποίημα είναι μια πόλη, ένα ποίημα είναι
ένα έθνος, ένα ποίημα είναι ο κόσμος…

και τώρα αφήνω το ποίημα κάτω από ένα ποτήρι
για να το περάσει από το μικροσκόπιο
ο τρελός εκδότης μου,
και η νύχτα βρίσκεται αλλού
και μισολιπόθυμες γιαγιάδες στέκονται στην ουρά,
ένα σκυλί ακολουθεί ένα άλλο
προς τις εκβολές τού ποταμού,
οι σάλπιγγες σημαίνουν κρεμάλες
ενώ ασήμαντα ανθρωπάκια κομπάζουν
για πράγματα
που δεν μπορούν να κάνουν.

Μετάφραση: Ρογήρος Δέξτερ