Σοφία Ζήση | Τρία ποιήματα

© Walker Evans

Έτσι βαθιά θελω να σ’ αγαπώ

όπως αγάπησε η Κοραλία τον Γιώργο

να ‘μαι η ωραία στο κρεβάτι σου η νέα

να μη ζητώ παιδιά και παστρικά νοικοκυριά

να ‘χω στο νου μου μόνο

όσα από στίχους θα σου στάζω κι από γλύκα

κι αφού περάσουν χρόνια δέκα

από τον θάνατό σου, πρόωρο και ξαφνικό

κι αφού για λίγους μήνες μόνο

θα μ’ έχεις πάρει για γυναίκα

από την απουσία σου σπρωγμένη

να πέσω απ’ την ταράτσα θέλω

και πέφτοντας να μετανιώνω

που μου πήρε τόσο χρόνο

στο κάλεσμα του ύψους ν’ αφεθώ.

 

Έτσι παράξενα θέλω να σ’ αγαπώ

να σε σοκάρω που και που με κάποιο στίχο

να κρύβεσαι κι ωστόσο να σε βρίσκω

στις πιθανές κρυψώνες, στα σκοτάδια, με την αφή να σε μορφώνω

και στις απίθανες, στ’ ανόητα φλας, που ολόφωτο σε χάνουνε

να σε κερδίζω λίγο λίγο με όποιο κόστος

κι ώρα πολύ για άεργο θάμα να μην έχω

τα ερωτομέρη μου να χαρακώνω μ’ άγριες φτέρνες

που τα χορταριασμένα διαζώματα των νταμαριών έχουν πατήσει

κι όρθιες της Κω τα όρθια κύματα από σανίδα σε σανίδα κατακτάνε

όσο για πονηρό σκοπό μορφώνομαι κι εγώ στις γλώσσες

και γράφω, γράφω για να σου εξαντλώ το αίμα

με την πνοή μαζί ρουφώντας την ατάκα

που από το στόμα σου ελπίζω πως θα τρέξει δίχως πρόβα

ή με τραγούδια πενιχρά πως θα σου πάρω τη συγκίνηση απ’ τα μάτια.

 

Έτσι εμμονικά θέλω να σ’ αγαπώ

στις πιάτσες να μοιράζω τον αριθμό σου

να σκέφτεται αδιάκοπα μεσ’ στο μυαλό σου ένα κουδούνι

στον ύπνο και στον ξύπνιο να με βλέπεις

πως έρχομαι και σου εξηγώ το σύμπαν

γιατί είναι έτσι αδιάφορο ενώ μας είπαν άλλα

πως απ’ τα σχέδια τα κρυφά της άφαντης διάνοιας

το εμπνευσμένο είναι για μας που έχουμε κρύφια γνώση

γιατί από μας μαθαίνουνε τ’ αστέρια πώς να σβήνουν

και λέω, λέω για να σου σβηστώ στα χέρια

μα δεν προσέχεις που τ’ ανώνυμα λόγια μου σου μιλούνε

γιατί είσαι ωραίος και δεν ξέρεις πώς περνάνε

όσοι δεν έχουν έστω κι έναν να τους εξυμνεί τα κάλλη

μόνοι αυτοί κι η φύση τους αμίλητα αδέρφια αγαπιούνται.

 

Και επιπόλαια ακόμα, κι ας μην το θες, θα σ’ αγαπώ

και στιγμιαία, απρόσμενα, αφόρητα, και λίγο, πολύ λίγο

ίσα που να ξεγελαστείς από τα μέσα σου πως βγήκα

αερικό ασυναίσθητο που το δοχείο του ψάχνει

κι επιταγές με τα σκοτάδια σου να ξανασμίξω να μου στέλνεις

μα μην τρομάζεις που τα υπάρχοντα φαντάσματά μου σου μιλούνε

τέχνες καλές τα ορμήνεψα κοντά σου να σπουδάζουν

για να ‘χω από τα λόγια τους ουσίες να δοκιμάζω

που θα ‘χουν με το αίμα μου σε πάθη δοκιμαστεί.

 

[Σημείωση: H Κοραλία του ποιήματος, είναι η ποιήτρια Κοραλία Ανδρειάδη-Θεοτοκά]


Εσύ τι λες, πως όποιος έτσι άφθονα αφρίζει, είναι απ’ την τρέλα;

Ξέρω να τα ξεχνώ τα λογικά μου όποτε πρέπει

γιατί χωρίς να ειδωθούμε σε παντρεύτηκα

εγώ που τ’ άσπρα πέπλα λοιδορούσα

κι όσα μικρά πεθύμησες σου γέννησα

και τα σφιχτά χρυσάφια σου στα δάχτυλα φορούσα

και μ’ άντρες που δεν ήθελα σ’ απάτησα

τον δόλο για να αποδείξω της γυναίκας

κι ας ένιωσα ότι γυναίκα από κορίτσι έγινα

όταν στις μύτες των ποδιών σκαρφάλωσα

όπου ανεβαίνουνε οι δυστυχείς με πρόθεση να πέσουν

και βρήκα το στόμα σου γύρω από ένα καρφί να κλείνει

σαν σαστισμένος χαλασμός

σαν μάτι που απ’ το βλέμμα έχει χωρίσει με κοιτούσε

κι όσο εκλιπαρούσα το φιλί

όλο και δυνατότερα με φονικούς χτύπους με φιλούσε.

 

Το πόνεσα, το σμίλεψα, το κράτησα

και είπα για μια φορά να μην σ’ το στείλω

το ποίημα αυτό που τώρα σκίζει μου το στήθος και σε βρίσκει

κι άναυδο περμαζεύεται και ζει μες στα μαλλιά σου

α, τα μαλλιά σου,

που σου ’χω πει γι’ αυτά ό,τι τρελό μόνο τολμούν οι ερωτευμένοι

πως είναι πέλαγος βαθύ και σκοτεινό

και ας το βλέπω πως μαδούν

κι ας μην μπορούν πια να γεμίσουνε

ούτε το μαξιλάρι όπου μπήγεις τις καρφίτσες.

Έτσι μικρά κι ανόητα θα λέω κι εγώ τα πάθη μου

που μακριά σου γίνονται θηρία και με χαλούν

κι όταν σε βλέπω άλλο πια δε με γνωρίζουν

κι όσο κι αν τα παρακαλώ να βγούνε να μ’ αρπάξουν, δεν ακούνε.

 

Και σε ποθώ έτσι αλμυρά, όπως τα δάκρυα θέλουν

μα δεν είν’ ώρα ακόμα σ’ ερωτικούς σπασμούς ν’ αναλυθώ

έχω για άλλο ποίημα φυλαγμένο αυτόν τον πόνο

τους τρόπους τους αμέτρητους που σ’ αγαπώ θ’ ακούσεις παρακάτω.


Κάθε βράδυ, την ώρα που σε παίρνει ο ύπνος

ένας διακόπτης γυρίζει μέσα στο στήθος μου

κι ανάβει το φωτάκι νυκτός

που όσο κοιμάσαι σου διώχνει τον φόβο.

Τώρα τα πόδια σου κοιτούν το Βόρειο Σέλας

τώρα το στόμα σου κρεμάει για να σωπάσει

και στου ονείρου την ανοησία βγάζεις άκρη

γιατί προσέχω ο φόβος πάνω σου να μην περάσει.

Κι από τ’ αδύνατο που θέλω είσαι πιο πέρα

για εκεί ξεκίνησα και σίγουρα θα φτάσω

των μητροπόλεων τις ερημιές και των ψυχρών βουνών δεν διέσχισα

την κοιμωμένη σου ομορφιά για να ξεχάσω.

 

Κι όσο των πλανητών την ανταρσία υφαίνω

η τρομερή του Χείρωνα με δέρνει καταιγίδα

του Δία το βέλος του άκαμπτου Κρόνου μου δείχνει την ανάγκη

όσο της Αφροδίτης τον πορφυρό πυρσό με μάτι γυμνό καταλαβαίνω

που αντίκρυ της ο Πλούτωνας θέλει τη διώχνει, θέλει την καλεί

απ’ όλους της τους θαυμαστές σ’ αυτόν δίνεται μόνο

μ’ ένα άξαφνό του χτύπημα ν’ αφανιστεί παρακαλεί.

Και χύνονται άτακτα τα παρδαλά φώτα στους γαλαξίες

κι οι γαλαξίες τ’ οσμίζονται πως έρχεται η ώρα

η νύχτα με τη μέση της να σου ενοχλεί τον ύπνο 

μαζεύονται οι αστερισμοί όσο ανησυχείς και τα σκεπάσματα ταράζεις

και στέκονται για μια στιγμή όσο πλευρό αλλάζεις.

 

Κι αν κάπου εδώ ευφάνταστα τον ύμνο ετούτο κλείνω

όπως και τα παράθυρα που να δακρύζουν κουραστήκαν

είναι που εκπληρώθηκε πριν το ποθήσω ο πόθος

απ’ τη γωνιά του κρεβατιού σου να σε κοιτώ όπως φέγγεις

κι αντί για κάτι χρήσιμο, να σπαταλώ την ώρα

φιλοτεχνώντας έρωτες γύρω απ’ το πρόσωπό σου

και ευχόμενη να διαδεχτώ τη δέσποινα στο κάδρο 

που την φιλά ένα άγνωστος κρυφά δίπλα στη σκάλα

αφού εσένα τα χείλη σου ξεχάσαν τη λαγνεία.

 

Πες μου ξανά πώς λέγεται εκείνη η ταινία

που εσύ κάνεις τον σύζυγο

τον ζωντανό και τον νεκρό εναλλάξ

κι έχεις μια βάρκα παράταιρη στο πλάι σου για συμβία.

Πόσο διαρκεί; Για μια ζωή απ’ ότι λένε της παραγωγής της τα στοιχεία

όμως προφταίνεις πριν ξυπνήσεις να τη δεις

σε REM είναι διαθέσιμη, και βλέπεται όλη μέσα σε λίγα λεπτά

 


Η Σοφία Ζήση γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1981 και ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Δημιουργική γραφή (Roehampton University, Birkbeck College). Οι Πυξ Λαξ και οι Όναρ έχουν μελοποιήσει στίχους της, έχει συμμετάσχει στην Μπιενάλε BJCEM (2005) διαβάζοντας ποιήματα της, ενώ έχει διακριθεί σε διάφορους διαγωνισμούς ποίησης. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διαφορα οnline περιοδικά. Στο θεατρο έχουν παρουσιαστεί έργα της στο London Student Drama Festival (2017, σκην. Goldsmiths Drama Society), Θέατρο 104 (2017-19, σκην. Blue Blonde), Θέατρο Faust και Θέατρο 104 σε συνεργασία με την ομάδα The Young Quill.