Ρογήρος Δέξτερ | Σχεδίες

© Jean Pierre Favreau

     

“Love is a crushed cat”
[Τέσσερα αυτοσχέδια με τόλμη σε διάζευξη ]

“the after-hangover”

Ή
Ο Τσαρλς
κρατώντας σημειώσεις
για ένα ερωτικό γράφημα
μετά από γερό μεθύσι

 

Εκείνα τα κόκκινα χείλη
Που ξεζούμισαν
Μέχρι και την τελευταία μου ρανίδα
Άνοιξαν σα ρόδινο τριαντάφυλλο
Αυτή τη φορά για να μιλήσουν τόσο γλαφυρά
(Όσο και το στήθος της
Που φάνηκε πλάι μου να ξεπροβάλλει
Όπως ο ήλιος στην άπω ανατολή του)
Για τις περιστάσεις μιας μέρας
Και μιας νύχτας
Τι ρούχα ντύθηκε
Τι άρωμα και τι παπούτσια
Σκέφτηκε ν’ αγοράσει
Την εποχή τής μεγάλης έκπτωσης
Λέγοντας σαρκαστικά
Πως η μόνη ηθική αξία που μου απόμεινε
Είναι η πρωινή καύλα
Και η λύσσα να την ξεσκίσω
Να της γαμήσω ξανά και ξανά το γλυκό στόμα•
Για ένα άγνωστο χέρι
Που το ένιωσε να τρίβεται πάνω στα βυζιά της
Την ώρα που πιανόταν σφιχτά
Από τη χειρολαβή στο αστικό•
Τη γλώσσα τού ταξιτζή
Που την κάρφωνε ξελιγωμένος
Από τον καθρέφτη με τις χάντρες
Που κρεμάστηκαν εκεί για το κακό μάτι
Ενώ άλλοι βρέθηκαν στην κρεμάλα
Για το τίποτα
Για ένα χαμένο έρωτα
Για μιαν απόγνωση
Ενώ οδηγούσε σφυρίζοντας με τό’ να χέρι
Και το άλλο έξω απ’ τό παράθυρο•
Ύστερα (πίσω στη στάση)
Και πριν ανέβει στο στρίμωγμα τού “510”
Δύο νεαροί την κοίταζαν καυλωμένοι
Και το βλέμμα τους πάνω στις ρώγες της
Που πήραν αμέσως να σκληραίνουν
Γυρεύοντας να τρυπήσουν
Το λεπτό μπλουζάκι που φορούσε
Όπως και η αίσθηση
Ότι όλοι
Ακόμη και κάποιες γυναίκες
Μεγάλες σε ηλικία και μικρές το δέμας
Με μαύρη μαντίλα καθισμένες
Την έγδυναν εταστικά με τα μάτια τους•
Το λάθος με τα ψιλά στο ταμείο
(Για ένα πακέτο Old Holborn κίτρινο
Των 30 γραμμαρίων, που κάνει μόνο
7 ευρώ και 70 λεπτά)
Όπου μεσόκοπος και βαριεστημένος
Ο ιδιοκτήτης ψιλικών
Με κοιλιά βαρελίσια και σύζυγο χοντροκομμένη
Τη λιμπίστηκε
Και τής χάιδεψε με τρόπο τα χέρια –
Όχι σαν τον ηλικιωμένο στην είσοδο
Τής πολυκατοικίας Οδός Σόλωνος αριθμός τάδε
Που τη φιλοφρονεί κάθε μεσημέρι με επίθετα
Κοσμητικά σαν ανθοδέσμες
Αλλά και μάτι σταθερό πάνω στα πόδια της
Που είναι βέβαια καλοφτιαγμένα
Όπως εκείνης τής νεαρής
Ξανθιάς νοσοκόμας στον τρίτο που ουρλιάζει
Φτάνοντας ίσως στον τρίτο οργασμό της
“Ναι-ναι-ναι” και πάλι “ναι-ναι-ναι”
Αφού στον έρωτα
Κανείς δε χάνεται με καταφάσεις
Ενώ μια άρνηση θα ήταν αρκετή
Να τα χαλάσει όλα
Ακόμη και την ακοή που στήνει η προσήλωση
Στο διπλανό διαμέρισμα τού νιόπαντρου ζευγαριού
Που όλη νύχτα γαμιέται
Στο ολοκαίνουργο γαμημένο κρεβάτι τους
Που τρίζει συνέχεια και κοπανάει
Και αυτή δεν μπορεί να κοιμηθεί από τα βογγητά τους
(Η γυναίκα ερωτική και φιλήδονη
Ο άντρας πιο μουλωχτός να μουγκρίζει
Και τον φαντάζεται να χύνει
Σαν ποτάμι που κυλά ορμητικό
Και εισβάλλει σ’ ένα σπήλαιο
Μαλακό από γλυκιά λάσπη)
Γιατί έτσι είναι λέει η θηλυκή φύση
Ένα βελούδινο μάγμα όπου βουλιάζεις
Στραγγίζοντας το πάθος σου
Και πετάγεσαι πάνω μόλις τελειώσεις
Να πιεις νερό ν’ ανάψεις τσιγάρο
Να σκεφτείς θλιμμένος
Αν πρόκειται τώρα να σε καταπιεί η γη
Για τα λάθη που δεν έκανες
Τις πράξεις που δε σου καταλόγισαν
Οι ιεροδικαστές τής πλατείας
Στις πύλες τής αγοράς
Στα πλην και τα συν τού κόσμου
Και ξαναγυρνάς στις επιθυμίες σου
Δηλαδή στην πιο βασική και φλεγόμενη
Που αποτελεί το μυρωμένο της σχήμα
Αν και πέρασαν μόλις 32 λεπτά
Και 23 δεύτερα
Από την τελευταία έκρηξη μέσα στο σώμα της
Κι όταν πλέον σταματά να μιλά
Και ν’ αφηγείται τα τεχθέντα
Μιας νύχτας και μιας μέρας
Χουφτώνοντας τα στήθη της
Προσπαθείς να την πάρεις με μανία από πίσω
Σαν αδέσποτος σκύλος
Που βατεύει στο πεζοδρόμιο
Τη μισή ζωή που τον σέρνει από τη μύτη
Μέχρι να ξαναχύσεις φωναχτά
Με τη φωνή μυριάδων
(Θάλαττα θάλαττα φωνάζοντας
Ή νενικήκαμεν
Και γωδενξέρωτί
Άλλους ηρωικούς κρωγμούς τής μάχης)
Διαρκώς επιστρέφοντας
Μέσα στα πιο τρελά όνειρά σου
Στο Σάπιο Μήλο τής Γης
Στις βουερές “αρτηρίες τής Βαβυλώνας”
Όπου θα ρίχνεις σ’ ένα ουίσκι δύο παγάκια
Σαν ακαμάτης που σκοτώνει το χρόνο του
Σε λέσχες σε ιπποδρόμους και σε σφαιριστήρια
Και όχι στην έμμονη σκέψη
Πως κάπου εδώ ανάμεσα στα βιβλία
Εδώ ανάμεσα στις στοίβες με τα χαρτιά
Πρέπει να κρύβεται καλά
Η διέξοδος που βγάζει
Στα πιο πράσινα λιβάδια τού γαλαξία.


“The worst male chauvinist-sexist pig”
Ή
Ανάμνηση
τού Χένρι Τσινάσκι

 

Το ξέρω πως θα με φτύσουν
Οι καθωσπρέπει και οι καλοβαλμένες
Ρομαντικές κυρίες
“Των γαντωμένων σαλονιών” και των κομμωτηρίων
(Που ξεκωλιάζονται όπου βρουν όταν λαχαίνει
Αλλά και πάντα αγαπούν να ποτίζουν
Τα άνθη τής μεταμέλειας με χάρη)
Γιατί δε θυμάμαι
Τι απέγιναν οι σκέψεις και τα όνειρά της
Τι ένιωθε και τι σκεφτόταν
Εκείνο το πλάσμα το πανέμορφο που γνώριζε
Σε κάθε χιλιοστό τού χρόνου που κυλούσε
Να δίνει με κάθε εκατοστό τού σώματός της
Την πιο γλυκιά ηδονή στη γερασμένη σάρκα μου•
Αλλά θυμάμαι καλά και αναπολώ
(Εδώ βουλώστε καλά τ’ αφτιά σας
Οι έχοντες ώτα)
Πως είχε έναν κώλο μεγαλείο
Τα βυζιά της ήταν χάρμα οφθαλμών
Και μόνο όταν έσβηνα το φως
Έπαιρνε τις πιο ξεγυρισμένες πίπες.


Στην αίθουσα αναμονής
Ή
Ο Χένρι Τσινάσκι γουρλώνει τα μάτια
και ακούει μέσα του
χίλιους στίχους να φωνάζουν
“βοήθεια”

 

Την ώρα που κάθεται
Απέναντί μου σταυροπόδι
Και τα σφιχτά βυζιά της μοιάζουν
Να θέλουν τρόπο να τρυπήσουν
Το εφαρμοστό ύφασμα
Ή λες και γυρεύουν
Τη φωνή τής άκρης μιας αντρίκειας γλώσσας
Και πότε
Γλείφει αργά και ηδονικά τα χείλη της
Πότε σιάχνει προκλητικά το στηθόδεσμό της
Χαϊδεύοντας τα μαλλιά της που πέφτουν
Όπως δύο ξανθά ποτάμια
Από όμορφο αμέτρητο ύψος
Με το θόρυβο ενός καταρράκτη σε φιλιά
Φαντάζομαι
Πόσα αρσενικά πρέπει να ξετρέλανε
Με το γαμήσι της και διάφορα άλλα
Ερωτικά καμώματα καθώς
Ο έρωτας είναι η μέγιστη όλων των τεχνών
Και των παρανοήσεων•
Και ίσως κάποιους να τους ξέκανε
Ευτυχισμένους
Και άλλους να τους έστειλε
Αδιάβαστους
Πιο δύστυχους κι από νεκρούς στο θάνατο
Αυτό το σώμα τής θεάς που ξεφυλλίζει
Ένα περιοδικό πάνω στα πόδια της•σε λίγο
Θα σηκωθεί
Και από μπροστά μου θα χαθεί για πάντα•μα
Δεν πειράζει•πάλι μου χαμογέλασε η τύχη
Και είδα από κοντά την ομορφιά της γιατί
Είναι πολλοί που γράφουν για την ομορφιά
Και όμως δεν τη συνάντησαν ποτέ τους.


About many non-typing nights
Ή
Ένας καλός λόγος για να πετάξω
τη γραφομηχανή στο φωταγωγό

 

Καπνίζουμε ξαπλωμένοι
Σαν κουρασμένοι απ’ τά ταξίδια
Ηγεμόνες νομάδων τής θάλασσας•η στιγμή
Θα ήταν ονειρική
Μόνο με τις δονήσεις μιας νοσταλγίας
Και τίποτα δε θα μπορούσε να χαλάσει τη μαγεία
Ούτ’ ένα τηλεφώνημα που θ’ ακουγόταν
Σα βούισμα οδυνηρό από τον Κάτω Κόσμο
Ίσως η βαριά φωνή τής μητέρας της
Που βιάστηκε να πάει στα θυμαράκια
Ή εκείνη
Η ξερή και διαπεραστική
Τού διοπτροφόρου Καθηγητή Γλωσσολογίας
Κυρίου Απαφτόπουλου
(Που ακόμη ψάχνει
Με το ηλεκτρισμένο βλέμμα του
Να διακρίνει από την έδρα
Το σφρίγος που φανερώνει
Το νεανικό κορμί της στο αμφιθέατρο)•
Εμείς ωστόσο
Συνεχίζουμε να καπνίζουμε αμίλητοι και ξέρω
Πως το μόνο δυσοίωνο σημάδι
Αυτό το βροχερό απόγευμα Σαββάτου
Τής δεύτερης δεκαετίας
Τού άθλιου εικοστού πρώτου αιώνα
Θα ήταν
Λίγο πριν τον τελικό κατακλυσμό
Σα χαλασμός τής οικουμένης
Να μη μ’ αφήσει να τελειώσω
Για τρίτη φορά μέσα στο στόμα της.