88 εν κινήσει | του Δημήτρη Βασιλάκη

Γράφει ο Αργύρης Κόσκορος:

Γνωρίζοντας την ιδιότητα του Δημήτρη Βασιλάκη ως τζαζ μουσικού και συνθέτη, πολύ εύκολα μπαίνουμε ίσως στον πειρασμό του παραλληλισμού της πρόσφατης ποιητικής του συλλογής με το μουσικό του έργο. Μια τέτοια σύγκριση βέβαια δεν είναι αυθαίρετη, αν και θα ήταν σκόπιμο να τονιστεί ότι η μια ιδιότητα δεν υποσκελίζει την άλλη˙ το αντίθετο μάλιστα, η γενικότερη φιλοσοφία της τζαζ που διαποτίζει την ποίησή του προσδίδει στο έργο του αξία αυτόνομη, ικανή να ιντριγκάρει και να συγκινήσει βαθιά ακόμα και τον αναγνώστη που δεν έχει ακούσει ούτε νότα απ’ το μουσικό του έργο.

Θεωρώ μάλιστα σκόπιμο να προσθέσω ότι τα βασικά χαρακτηριστικά της τζαζ όπως η ελευθερία της, το σπάσιμο των καθιερωμένων κανόνων, ο αυτοσχεδιασμός και ο πειραματισμός, η επικοινωνιακή της λειτουργία, η εξωστρέφειά της, μπορούν στα χέρια ενός χαρισματικού δημιουργού να αναδειχθούν σε γνήσια ποιητικά στοιχεία. Αυτό πιστεύω ότι συμβαίνει και στην ποιητική συλλογή του Δημήτρη Βασιλάκη «88 εν κινήσει», η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να περιγραφτεί και ως μουσική φτιαγμένη από λέξεις και νοήματα αντί για νότες και μελωδίες. Ακόμη περισσότερο, τα ίδια τα ποιήματα συνδέονται μεταξύ τους όπως ακριβώς τα διάφορα κομμάτια σε ένα μουσικό άλμπουμ με ενιαία αισθητική.

Η σύνδεση αυτή της τζαζ με την ποίηση του Δημήτρη Βασιλάκη μπορεί να εντοπιστεί αρχικά στο βασικό χαρακτηριστικό αυτού του μουσικού ρεύματος: την ελευθερία και το σπάσιμο των καθιερωμένων κανόνων. Και πράγματι, κανένας κανόνας, είτε αυτός αφορά τις λέξεις (τη μορφή τους, την ηχητική τους, την ορθογραφία τους), είτε τη σύνταξη, είτε ακόμη και την καθιερωμένη δομή ενός ποιήματος δε δεσμεύει το κείμενο. Ο ποιητής, ξεκινώντας βέβαια από καλή γνώση των κανόνων που καλείται να αποδομήσει, τους σπάει σε χίλια κομμάτια, για να φτιάξει με αυτά τις δικές του σημασίες, τη δική του γλώσσα, το δικό του φανταστικό περιβάλλον, το δικό του εν τέλει σύμπαν. Σ’ αυτό το σύμπαν δεν υπάρχουν κόμματα ή τελείες ως σημεία στίξης, καθώς (όπως δηλώνει και ο τίτλος της συλλογής) τα πάντα βρίσκονται σε κίνηση και η λέξη κέλυφως μπορεί κάλλιστα να παρετυμολογείται και να γράφεται με ωμέγα παίρνοντας και τη σημασία του φωτός:

 

κέλυφως


σα φαναράκι με ήλιο

ο άνεμος σε πάει όπου να ‘ναι

και συ

παραδίδεσαι στο ρεύμα

κι όμως φωτίζεις…!

Ένα άλλο στοιχείο της τζαζ που εντοπίζεται στα ποιήματα επίσης είναι και αυτό του αυτοσχεδιασμού και του πειραματισμού. Ο Δημήτρης Βασιλάκης μοιάζει να φέρνει τη γλώσσα στα όριά της, να τα σπάει και να τα επεκτείνει μέχρι το άπειρο. Οι αμφισημίες της, οι περιορισμοί της, η ασάφεια που έχει είτε η ίδια είτε ο τρόπος που ηθελημένα ή αθέλητα χρησιμοποιείται από τον ομιλητή μεταμορφώνονται από ολέθριες αδυναμίες σε πανίσχυρα όπλα στη φαρέτρα του ποιητή, όπως φανερώνεται και στο ποίημά του με τίτλο «Παρτιτούρα»:

 

παρτιτούρα

στις τέσσερις νότες που παίζω η μια είναι λάθος

λέω να τη βάλω στην αρχή

έτσι έξι σωστές στη σειρά

όταν ξανάρθει πάλι η λάθος

την χρωματίζω ανάλογα

κάθε φορά άλλο

την κάνω να φαίνεται ωραία

χρειαζούμενη

σα να την εννοούσα

εκεί που έπρεπε

τη σωστή την ώρα

 

αναπόφευκτη

 

αν πέσουν κι άλλες πράσινες τις μαζεύω γρήγορα και τις στοιβάζω

σε καινούργια σειρά σαν σωστές

 

ξαναβάφω

 

οπότε πάλι στις τέσσερις λάθος

κι έτσι το ανακάτεμα…

 

όσο πάει μεγαλώνει η αλυσίδα των πρώην «λάθος» που

ομαδοποιήθηκαν σε σωστές σπείρες

οι καινούργιες «λάθος» πιθανόν και να ‘τανε σωστές σε κάποιο

άλλο έργο ή και σ’ αυτό σε άλλο χρόνο

 

όλο και δυσκολεύει…

 

παίρνω και καμιά ανάσα μέχρι να δω τι θα κάνω

οι άλλοι κρατάν την αναπνοή τους

 

και να το κόλπο γκρόσο

 

παίζω ό,τι να ‘ναι με ό,τι χρώμα βγαίνει και πάμε για φινάλε

 

κρατάω μια τυχαία που έπεσε από το σακούλι των απορριμμάτων

και την κραδαίνω με ορμή μπρος στην ομήγυρη

 

μ’ ωμή ανεμελιά

 

έτσι

 

να δίνω την εντύπωση πως ξέρω

τι ‘ναι αυτό που κάνω

Από το στοιχείο αυτό του αυτοσχεδιασμού και του πειραματισμού, όπως ο ίδιος ο ποιητής περιέγραψε στο ποίημα που προηγήθηκε, δε μένει τίποτα ανεκμετάλλευτο. Ο ποιητής δεν παίζει μόνο με τις λέξεις, τα συντακτικά σχήματα, τις αφηρημένες έννοιες, τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα, αλλά ακόμα και με την ακουστική της γλώσσας, τον άναρθρο λόγο, την ορθογραφία, ακόμα και το σχήμα των λέξεων. Δίνει πολλές φορές την εντύπωση πως, αν μπορούσε, θα έπαιζε και με το ίδιο το χαρτί και το μελάνι του βιβλίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και το ποίημά του «ρίψασπις», όπου το σχήμα ενός γράμματος, του ψι, χρησιμοποιείται για τη δημιουργία μιας εικόνας που ανατρέπει το αρχικό νόημα του τίτλου

 

Ρίψασπις

ποτέ αυτό!

την κρατώ σφιχτά

στην πανοπλία

 

σαν με καταλάβουν οι εχθροί

κι είναι πολλοί

θα δουν μέσα μου

το τίποτες

μα κι αν τη ρίξω λοιπόν

 

να η τρίαινα!

 

Ψ

Ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο της τζαζ που αξιοποιείται από τον ποιητή και καθιστά το έργο αυτό πρωτότυπο είναι η προσωπική φωνή που εκδηλώνεται με εξωστρέφεια και διάθεση αμφίδρομης επικοινωνίας. Το νοηματικό περιεχόμενο των ποιημάτων, ενώ είναι πλήρες και αυτοτελές, παραμένει ταυτόχρονα σκόπιμα ανοιχτό και ατελές, ούτως ώστε να συμπληρωθεί από τον αναγνώστη. Κι ενώ η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου είναι ούτως ή άλλως από τη φύση της ενεργητική διαδικασία, ο Δημήτρης Βασιλάκης πηγαίνει αυτή την ιδιότητα ένα βήμα πιο πέρα και δημιουργεί μια ποίηση που λειτουργεί ως τζαμάρισμα, με τον αναγνώστη να καλείται να γράψει τη μελωδία πατώντας πάνω στο ρυθμό και το μουσικό θέμα  που υποβάλλει ο μουσικός. Γι’ αυτό και στα περιεχόμενα του βιβλίου (στα εμ-περιεχόμενα, όπως αναφέρονται) δεν αναγράφεται ο τίτλος του εκάστοτε ποιήματος, αλλά η τελευταία λέξη ή φράση. Τα ποιήματα παραμένουν ανοιχτά χωρίς αρχή και τέλος, σα μαγικός πίνακας χωρίς κάδρο στον οποίο ο ίδιος ο θεατής καθορίζει το πλαίσιο που διαχωρίζει τη ζωγραφιά από τον υπόλοιπο εξωτερικό κόσμο.

Πέρα όμως από τη σχέση των κειμένων με την τζαζ και τα λεκτικά παιχνίδια, η ποίηση του Δημήτρη Βασιλάκη δεν περιορίζεται στη γλωσσική επεξεργασία και δεν υποβιβάζεται σε ένα απλό λεκτικό ή εκφραστικό παιχνίδι. Η ποίησή του είναι σημαντική πρώτον, γιατί κατορθώνει ν’ απεικονίσει ένα αυτόνομο σύμπαν, τον ίδιο τον ψυχικό κόσμο του ποιητή, όπως μετουσιώνεται μέσα από την τέχνη του. Και δεύτερον, γιατί κατορθώνει, όπως κάθε γνήσιο λογοτεχνικό έργο, να θέσει ερωτήματα και να παρουσιάσει πολλαπλές πτυχές της πραγματικότητας, όπως αυτές εμφανίζονται ανάλογα με την οπτική γωνία του ποιητή ή του αναγνώστη. Τα ζητήματα του χρόνου και του χώρου, του απείρου και του μηδενός, της φαντασίας και της πραγματικότητας, της ελευθερίας και των περιορισμών τίθενται διαρκώς στο βιβλίο δίχως καμία άμεση απάντηση, δίνοντας το έναυσμα στον αναγνώστη να συμπληρώσει, όπως είναι εμφανές και στο ποίημά του με τίτλο «επίκαιρα»

 

επίκαιρα

οι άπειρες εντυπώσεις

του σύμπαντος

 

ανά πάσα στιγμή

 

καθρεφτίζονται στον αόρατο θόλο

σαν ψηφιδωτό

 

απ’ έξω φαίνονται

σε παραμόρφωση

 

ανάλογα με τον τύπο της όρασης

 

τα καλύτερα ψήγματα

αποθηκεύονται

 

για μελλοντική

διασκεύαση

Και, βέβαια, αυτό που καθιστά την ποίηση του Δημήτρη Βασιλάκη τόσο μοναδική και συνάμα γοητευτική είναι το γεγονός ότι πίσω από την αμεσότητα της πηγαίας και αυθόρμητης έντεχνης γλώσσας των ποιημάτων, που σε κερδίζουν από την πρώτη κιόλας ανάγνωση, κρύβονται βαθύτερα υπαρξιακά και φιλοσοφικά νοήματα, που χρειάζονται έναν πιο προσεκτικό και στοχαστικό αναγνώστη για να φανερωθούν˙ όπως ακριβώς συμβαίνει με το κέλυφος του κοχυλιού που, αν καταφέρουμε και το ανοίξουμε, βρίσκουμε μέσα του κάτι ακόμη πιο όμορφο, το μαργαριτάρι που κρύβει στα σωθικά του.

Ο συνδυασμός αυτός αυθορμητισμού και καίριου μεστού λόγου δεν είναι, φυσικά, κάτι εύκολο. Ο ποιητής καλείται να ακροβατήσει ανάμεσα σε δύο άκρα: από τη μια το ασυνάρτητο χάος του αχαλίνωτου παρορμητισμού και από την άλλη η παγερή, δίχως αληθινή ψυχή, τεχνική αρτιότητα. Η αληθινή ποίηση βρίσκεται πάντοτε στη μέση και η παρεκτροπή από αυτή τη μεσότητα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον εκτροχιασμό του ποιητικού λόγου. Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχουν έτοιμες λύσεις, οι ράγες δεν είναι προκαθορισμένες, πρέπει ο ίδιος ο ποιητής να τις δημιουργήσει. Μια γεύση από την ενδελεχή προσπάθεια που κάνει ο δημιουργός για να πετύχει το ποθητό αποτέλεσμα μας τη δίνει ο ίδιος στο ποίημά του με τον τίτλο μμμμμμ

 

μμμμμμ

 

το ΄φτιαξα λοιπόν μου φαίνεται καλό

εντάξει θέλει λίγες διορθώσεις

θα γίνει super δεν το συζητάω

 

κάτι λίγο εδώ για δες

μμμ μερικές επεμβάσεις

τώρα είναι καλύτερο!

 

αν το χτενίσω λιγάκι ακόμη ου

θα βελτιωθεί

 

κι άλλο ακόμη παίρνει καθάρισμα

ξεσκόνισμα

 

λίγο τρίψιμο σε σημεία

 

συνεχείς βελτιώσεις έπονται

δεν μπορώ να μην τις κάνω

το ζητάει

 

ένα κόψιμο εκεί

εδώ σα να θέλει γυάλισμα

 

και αν αλλάξω κανα δυο νότες τότε να δεις

 

κι εκεί το χρώμα θέλει ζωντάνεμα

μήπως να ρίξω και λίγο αλάτι;

 

πάντως αν το σπρώξω πιο πέρα θα φαίνεται καλύτερα

μετά θα το γυρίσω ανάποδα

παίρνει κι άλλη βελτίωση

 

τρίβω τα χέρια μου αφού είναι ήδη πολύ καλό

δε θα το πιστεύετε πόσο ακόμη φοβερό

 

σαν βόμβα θα σκάσει κι αν κάνω και τις τελικές

τότε ποιος με πιάνει

 

το σενιάρω φίνα

με λίγο σκάψιμο και ίσως ίσιωμα εκεί που παίρνει

θα φανεί καλύτερα

μια τρίχα η ένταση και το χρώμα

 

τώρα μου φαίνεται απίστευτο

όλοι θα τα χάσουν

 

απλώς λίγη δουλίτσα ακόμη και τότε…

 

συνεχίζω ώρες πολλές

δεν είναι τίποτα είμαι στην τελική ευθεία

μερικές γραμμές

λίγες σκιές

μπάσα

πρίμα

τα σωστά φίλτρα

δεν το συζητάω βγήκαν και κάτι καινούργια

 

κι άμα το απλώσω ομοιόμορφα;

δεν είναι για ξεπέτα

ιδίως τώρα που ‘χει φτάσει μέχρι εδώ

θέλει αυτά που του πρέπουν

 

κανένα πρόβλημα

το στρίβω και μετά το μεταφέρω

 

κόβω λίγο από την αρχή και κάπως από το τέλος

για να χωράει κι αλλού

 

το ξαναβλέπω

ακούγεται τέλειο

όπως και να ‘χει κάποιες ακόμη προσθήκες δε βλάπτουν άλλωστε

είναι ώριμη η στιγμή

 

με προσεκτικές κινήσεις θα είναι ακριβώς όπως πρέπει

σαν διαμάντι

 

με παντοτινή φρεσκάδα και νόημα

για όσους το πιάνουν…

 

μμμ πιο μαλακό καλύτερα να μην ενοχλεί

και λίγο πιο τεντωμένο

 

ε τώρα που είναι τέλειο

το βαρέθηκα…

Η ποιητική συλλογή «88 εν κινήσει» είναι από τα βιβλία που αφενός σε κερδίζουν με την πρώτη ανάγνωση σαν κεραυνοβόλος έρωτας, ταυτόχρονα όμως έχουν τη δύναμη να δημιουργήσουν με τον αναγνώστη έναν πιο ισχυρό δεσμό που αντέχει στο χρόνο. Είναι ένα από τα βιβλία που ο βιβλιόφιλος θέλει να έχει πάντα διαθέσιμα στο ράφι της βιβλιοθήκης του, από αυτά που μπορεί να τα μοιραστεί με κάποιον ή να τα δανείσει, ποτέ μα ποτέ όμως να τα χαρίσει.

Η σχέση αυτή του συνειδητοποιημένου αναγνώστη με το συγκεκριμένο βιβλίο μοιάζει ίσως με αυτή που έχει ο κηπουρός με το σπόρο που φυτεύει στον κήπο του. Μέσα σ’ αυτόν το σπόρο, στο DNA του, βρίσκονται ήδη τα κλαδιά, οι καρποί, οι ρίζες. Το μέγεθος όμως του φυτού, η ευρωστία του, το σχήμα το οποίο θα πάρει, το μπόλιασμά του εξαρτώνται από τη φροντίδα που θα δείξει ο ίδιος ο κηπουρός, την αγάπη που έχει γι’ αυτό, τις γνώσεις του, τις προτιμήσεις και τις επιλογές του, την υπομονή και την επιμονή του. Και όπως ο κηπουρός δε θα ήθελε ποτέ να αποχωριστεί το δέντρο που μεγάλωσε στον κήπο του, έτσι και ο αναγνώστης δε θέλει ποτέ να αποχωρίζεται το βιβλίο που έχει ριζώσει στην καρδιά του.

*Κείμενο ομιλίας από την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Δημήτρη Βασιλάκη “88 εν κινήσει” την Κυριακή 10 Ιουλίου 2016 στο καφέ-μπαρ «Ρωγμή του Χρόνου» (Παλιά Πόλη Ρόδου). Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε από το Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου του Δ.Ο.Π.Α.Ρ. – Δήμου Ρόδου

https://www.rodiaki.gr/article/342390/paroysiasthke-sth-rodo-h-poihtikh-syllogh-toy-moysikoy-dhmhtrh-basilakh


Ο Αργύρης Κόσκορος γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Μαρούσι. Από το 2006 ζει στη Ρόδο όπου εργάζεται ως βιβλιοθηκονόμος στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου. Σπούδασε Βιβλιοθηκονομία στο Τ.Ε.Ι. Αθήνας και Φιλολογία με Κατεύθυνση Γλωσσολογίας στο Ε.Κ.Π.Α.