Δημήτρης Α. Δημητριάδης | Τρία ποιήματα

© Brassaï

[Πάνω σου γαντζώνω την ψυχή μου]

Έξαλλη νύχτα

ανεξιχνίαστη

στοιχειωμένη από αρματωμένα φαντάσματα

κι αιματηρές κληρονομιές

φορτωμένη ερωτευμένα ξωτικά

ματωμένα φεγγάρια

και σελώματα

 

ανικανοποίητη νύχτα

η ανάσα μου δίχως αντοχή

δίχως αιχμή

λυγίζει

ξεριζώνεται

δεν υπάρχει πια φόβος

ένας τρόμος μονάχα ορμά

με πιάνει απ’ τα μαλλιά

με σέρνει

παιανίζει τα εμβατήριά του

διατυμπανίζει τη νίκη του

διατυμπανίζει την ήττα μου

 

νύχτα μου

με τον ακοίμητο καημό

και το σαράκι

ανένδοτη νύχτα μου

που αλωνίζεις με άλογα φτερωτά

οργανώνεις τις άμυνες

και βγαίνεις στην κόντρα επίθεση

 

πάνω σου γαντζώνω την ψυχή μου.

 


 

[Στου φεγγαριού τη σκοτεινή πλευρά]

 

Στα σπλάχνα τους βαθιά

η πικρή

η πικρότατη γνώση.

 

Συχνά

τις ατέλειωτες νύχτες

αθέατα

κρατώντας μικρά τίποτα φωτιά

δρασκελίζουν το σύνορο.

 

Στου φεγγαριού τη σκοτεινή πλευρά

αδειάζουν τα μάτια

σκορπάνε χρόνια παιδικά

στήνουν γέφυρες

υψώνουν αναχώματα

κροτούν τα τύμπανα

τη σπίθα μελετούν της μελλοντικής πυρκαγιάς.

 

Υπάρχει

υπάρχει καιρός

υπάρχει ακόμη καιρός

υπάρχει πάντα ο καιρός

που θα μας πάει στη μνήμη.

 



[Επιστρέφοντας κάθε μεσάνυχτα τα σκυλιά
θυμούνται και λυσσάνε.]

                                

Δοκιμασμένα τα σκυλιά

κάθε μεσάνυχτα επιστρέφουν.

Φέρνουν μαζί τους κομμάτια φιλιών

πληγές ονείρων

αλαφιασμένα κι ασπαίροντα μηνύματα.

Με την καρδιά σφιγμένη

γεμάτα δέος

ξαναπατούν τα παλιά τους λημέρια.

Σκέφτονται το κόκαλο του κόσμου κι αγριεύουν

τραγούδια αιμόφυρτα θυμούνται κι αλυχτούν

τις σκόνες οσμίζονται και τους καπνούς

της ατέλειωτης μοναξιάς τους.

Παραμονεύουν

στήνουν αυτί

ακούν ψιθύρους ν’ ανεβαίνουν απ’ τα κάτω.

Τρίζοντας αδιάκοπα τα κοφτερά τους δόντια

με λαχτάρα κοιτάζουν τη γριά σελήνη

και λυσσάνε.