Οράσιο Καστίγιο | Οι γάτοι της Ακρόπολης και άλλα ποιήματα

[Επάνω και κάτω]

                                                           Στον Χέλντερλιν

Επάνω τίποτα δεν έχει αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια:
η Σελήνη πάνω από τη λεύκα,
οι κορυφές των σκεπών,
το δώμα όπου ο κύριος Σκαρντανέλι
ευλαβείται καθημερινώς τους νοικάρηδές του.

Κάτω μεγάλωσαν κι απέκτησαν παιδιά,
πάνε κι έρχονται για τα κουμάντα τα νέα
ή επιστρέφουν όπως τώρα από μια κηδεία
και χαιρετούν στο πέρασμα τους το γείτονα ξυλουργό
που έχει για νοικάρη του ένα θεό.

[Σελ.15]

 



[Για να απαγγελθεί στη βάρκα του Χάροντα]

 
Το τοπίο είναι πιο όμορφο από ό,τι είχαμε
φανταστεί:
αυτά τα τείχη που πέφτουν κατακόρυφα πάνω μας,
εκείνος ο μαύρος ήλιος που βασιλεύει πάνω από τη λίμνη,
πέρα, στα δεξιά της βάρκας, ένα ουράνιο τόξο που διαθλάται στην ομίχλη.
Όμως, αυτό το μεταλλικό νόμισμα ανάμεσα στα δόντια,
αυτός ο οβολός που οφείλουμε να δαγκώνουμε ώς το τέρμα του ταξιδιού,
φράζει το στόμα που θέλει να τραγουδήσει.
Να τραγουδήσει γι’ αυτές τις θλιμμένες ψυχές που κάθονται στον πάγκο,
καθώς ο ναύκληρος σημαίνει με το μαστίγιο το τέμπο,
καθώς παραγγέλλει να κωπηλατούν δίχως αναπαμό,
κάθε φορά πιο γερά, κάθε φορά πιο γρήγορα,
πιο πέρα από το φως.

[Σελ.33]

 


 [Οι γάτοι της Ακρόπολης]

Πως τρέμει το κλαδί της δάφνης, πως τρέμει όλο
το σπίτι.
Αλλά στη βάση του κίονα, στη σκιά του μαρμάρου,
εκείνοι επαγρυπνούν. Κοιμούνται ή ονειρεύονται;
Είναι ζωντανοί ή νεκροί;
Μακριά όλα μίζερα: το μεγάλο Τρωκτικό,
η δύναμη που κατατρώγει το υλικό του κόσμου,
μακριά αυτό που διώχνει το όνειρο, η αρρώστια αυτού
που υπάρχει.
Πως τρέμει το κλαδί της δάφνης, πως τρέμει όλο
το σπίτι.
Αλλά στατικοί, κάθετοι στην ημέρα
εκείνοι επαγρυπνούν. Είναι μούμιες ή φάσματα;
Θεοί ή δαίμονες;
Κι ήσουν εσύ, Σμινθέα*, πάντα όμορφε
και πάντα νέε,
εσύ που μόνο εμφανίζεσαι στο καλό.
Κι ήσουν εσύ, Σμινθέα, αλλά δεν σε βλέπαμε,
εσύ που μόνο εμφανίζεσαι σε ό,τι είναι άμωμο.
Μακριά όλα τα μίζερα, μακριά
το θεριό της καρδιάς, η αποδόμηση της ομορφιάς,
μακριά το δόντι του τίποτα, το έμβρυο εκείνου που δεν υπάρχει.
Τρέμει εκ νέου το κλαδί της δάφνης, ριγεί
όλο το σπίτι.
Αλλά εκείνοι επαγρυπνούν. Και σταματά η εξέλιξη
της φθοράς.
Θα σε δούμε Σμινθέα, θα σε δούμε και δεν θα είμαστε
καταφρονημένοι.

*Προσωνύμιο του Απόλλωνα μυοκτόνου, εκείνου που φονεύει τους ποντικούς.

 [Σελ.65]

 

Οράσιο Καστίγιο | Οι γάτοι της Ακρόπολης και άλλα ποιήματα - Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2012
Μετάφραση: Χαράλαμπος Δήμου