Δημήτρης Βασιλάκης | αναcoda

Μετά την πρώτη ανάγνωση της ποιητικής συλλογής του Δημήτρη Βασιλάκη «αναcoda» είχα την αίσθηση ότι εκτός από μια εξαιρετικά πρωτότυπη συλλογή είχα συνάμα ακούσει τζαζ, Rock n Roll, ηλεκτρονική μουσική, είχα μελετήσει αστρονομία, μαθηματικά και φυσική. Όσο υπερβολικό κι αν ακούγεται αυτό δεν απέχει από την πραγματικότητα. Ο Βασιλάκης δεν είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος άρα δεν θα μπορούσε να είναι ένας συνηθισμένος ποιητής.  

Στην «αναcoda» παίρνει τα πράγματα από το τέλος προς την αρχή. Μαζεύει το κουβάρι. Φωτίζει τη ζωή απ’ την ανάποδη πλευρά της. Την πλευρά που οι ραφές είναι ορατές. Από την αντίπερα όχθη τα κενά αλλάζουν θέση. Αλλού σκοντάφτεις, αλλού πέφτεις. Οι τρύπες που κλείνουν δεν άνοιξαν ποτέ.

Ο ποιητής πνίγει τον αναγνώστη για να τον σώσει από τους δισταγμούς, τους φόβους, την ξεφτισμένη φαντασία του. Τυλίγει τα χέρια του γύρω από το λαιμό του. Όσο περισσότερο τα σφίγγει τόσο μειώνεται το δικό του οξυγόνο.

Σε μια πόλη που εξακολουθεί να μυρίζει πριονίδι και μπαχάρι, για όσους δεν έχουν μετατρέψει τις αισθήσεις τους από αναλογικές σε ψηφιακές, ο ποιητής γηράσκει. Γηράσκει αεί διδασκόμενος.

Γράφει:

γιατί γερνάμε;

θα σας το πω

γιατί γέρνουμε προς μια κατεύθυνση

τώρα που το ξέρετε τι θα κάνετε;

μια ιδέα είναι να κρεμαστείτε ανάποδα έτσι θα πεθάνετε
νέοι…

Η εξήγηση είναι πιο επώδυνη από το ίδιο το πρόβλημα. Σε ερωτήματα λοιπόν που η λύση δεν είναι συμφέρουσα για κανέναν μοναδική επιλογή είναι η τελειοποίηση της περιπλοκότητας του προβλήματος.

Στην «αναcoda» ο Βασιλάκης αναδεικνύει τους σύγχρονους τρόπους ζωής. Μιλά για τον ψηφιακό άνθρωπο. Ο οποίος δεν ζει την καθημερινότητα οριζοντίως αλλά καθέτως. Δεν απλώνεται. Βαθαίνει! Καταπίνει τη γη που θα τον καταπιεί. Καλουπώνει το κενό. Δίνει σ’ αυτό το σχήμα του δικού του σώματος. Έτσι ώστε η πτώση να μην περιέχει οδύνη.

 Ο ψηφιακός άνθρωπος δεν μιλά για λέξεις αλλά για αριθμούς. Μιλά για λίστες κι εξισώσεις. Στην ψηφιακή πραγματικότητα ακόμη και ο θάνατος είναι διαφορετικός. Κανείς δεν πεθαίνει προτού κάνει back up.

Γράφει:

πάρε

με θε μου

μια μέρα στα κρυφά

μ’ αφού ’χω κάνει

το τελευταίο

μου back

up

Τον θεό στην ποίηση του Βασιλάκη χαρακτηρίζει η ασυνέχεια. Ο ποιητής δεν αποκλείει την ύπαρξή του αμφισβητεί όμως τη συνέπειά του.

Γράφει:

δεν αποκλείεται η πιθανότητα να υπάρχει θεός

αλλά όχι συνέχεια

και αυτό γιατί απλά η ασυνέχεια είναι πολυπλοκότερη δομή από την συνέχεια

καθότι την περικλείει

οπότε και το ως άνω ασφαλές συμπέρασμα

η περιοδικότητα εμφάνισης δεν μπορεί να καθοριστεί

αλλά προς το παρόν υπάρχει σαν ανεπίσημη μη επαληθεύσιμη αναφορά / βιβλιογραφία / μυθοπλασία στις γραφές

Στην ποίηση του Βασιλάκη οι λέξεις περπατούν. Οι γλώσσες ενώνονται. Οι λέξεις εκτός από ρίζες έχουν και ήχους. Παράγουν ήχους. Το γέλιο, το κλάμα και ο ήχος δεν εξαρτώνται από μία και μόνο γλώσσα. Ο Βασιλάκης αντιλαμβάνεται αυτή την ελευθερία και αναμιγνύει ήχους λέξεων. Τα ποιήματα του έχουν ρυθμό. Χτυπούν ρυθμικά τα τύμπανα του αναγνώστη.

Υπάρχουν βέβαια κι εκείνα τα ποιήματα όπου η ανάγνωσή τους αφήνει την αίσθηση του μαδήματος ενός λουλουδιού. Οι στίχοι φυλλοροούν. Αποκαλύπτουν το βλαστό που τους στηρίζει. Η ομορφιά δίνει τη σκυτάλη στην ουσία. Όσο τραχιά κι αν είναι αυτή. Ο Βασιλάκης δεν λειαίνει τις λέξεις του. Δεν τις χωρίζει σε ποιητικές και μη. Όποια κριθεί απαραίτητη αποκτά βήμα.

Ο ποιητής κοιτά κατά πρόσωπο τον αναγνώστη. Τον κοιτά στα μάτια και περιγράφει την πλάτη του. Κοιτά το φως για να δει το σκοτάδι. Σκέφτεται ενώ παράλληλα ονειρεύεται και γράφει.
Γράφει γι’ αυτά που έχουν γραφτεί, αυτά που δεν έχουν γραφτεί. Γι αυτούς που δεν έχουν γραφή. Γράφει για τους τσαλακωμένους. Τους φυλακισμένους. Τους φιλότιμους ισοβίτες. Που ονειρεύονται αποδράσεις. Που όμως κλειδώνουν κάθε βράδυ οι ίδιοι τα κελιά τους. Διατηρώντας με κάθε κόστος τις απώλειές τους.   

Γράφει για το μέλλον που δεν είναι παρά μια εκκρεμότητα. Μια υπενθύμιση του αύριο στο σήμερα. Ένα παρόν που πάντα κάτι λείπει για να είναι παρόν. Μιλά για τη συνέχεια του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Γι’ εκείνους που πήραμε τη θέση τους. Γι’ αυτούς που θα πάρουν τη δική μας.

Γράφει:    

όλοι ‘δω ‘μαστε

αυτό είναι γνωστό

μέχρι να φύγουμε και να ‘ρθουν άλλοι

κι αυτό γίνεται σε στάδια για διδαχή των νέων

μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις…

να ένα μήλο… 

Ερχόμαστε ως δάσκαλοι και φεύγουμε σαν μαθητές. Ενδιάμεσα ψάχνουμε απεγνωσμένα αυτά που δεν θέλουμε να βρούμε ή δεν θέλαμε ποτέ να έχουμε. Τα οποία δυστυχώς είναι πάντα στη θέση τους.

Αυτά που πραγματικά θέλουμε δεν εξαρτώνται μόνο από εμάς. Όπως τα όνειρα.

Γράφει: ...ένα άπιαστο όνειρο

έχουμε φτάσει πολύ κοντά έχουμε φτάσει πολύ κοντά

……………………………………………

λίγο πολύ τελικάμάλλον έχουμεφτάσεισχετικά

τελικάμάλλονέχουμεφτάσεισχετικά

λίγο πολύ κοντά…

σαν ακολουθία Φιμπονάτσι

τείνουμε συνέχεια στη χρυσή τομή

μιας απτής πραγματικότητας…

Στην ακολουθία Φιμπονάτσι οι δύο πρώτοι αριθμοί είναι το μηδέν και το ένα. Κάθε επόμενος αριθμός είναι το άθροισμα των δύο προηγούμενων. Είτε με λέξεις είτε με αριθμούς, κάθε άπιαστο όνειρο είναι το άθροισμα των δύο προηγούμενων ονείρων. Και κάπου εδώ τα μαθηματικά συναντιούνται με την ποίηση.

Ο Δημήτρης Βασιλάκης μας υπενθυμίζει ότι η ποίηση δεν έρχεται μόνο από εκεί που την περιμένεις. Υπάρχει παντού. Στην καταστροφή, στο σάπισμα, στην επιστήμη.

Η ποίηση, όπως ο ίδιος γραφεί, είναι μια ηρωική πράξη στο μυαλό του ποιητή. Ένα ναδίρ, ένα ζενίθ.

Είναι δύσκολο να διανύσει κανείς το μυαλό ενός ποιητή. Πόσο μάλλον το μυαλό του Δημήτρη Βασιλάκη. Όσο δύσκολο κι αν είναι, προσπαθήστε το! Το σίγουρο είναι ότι δεν θα βγείτε χαμένοι.

[Κείμενο: Αντώνης Τσόκος]

Δημήτρης Βασιλάκης – αναcoda – Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2018