Άρης Αλεξάνδρου | Το κιβώτιο

 

Τετάρτη, 2 Οκτωβρίου 1949

Σύντροφε ανακριτά, έλεγα χθες πως δεν μπόρεσα τελικά να το αποφύγω και κληρώθηκα κι εγώ για το εκτελεστικό απόσπασμα. Έγινε κι άλλη κλήρωση, ανάμεσα σε μας τους δώδεκα, για να δούμε ποιος θά ‘ναι ο επικεφαλής. Εδώ πια, δε χωρούσε καμιά κατεργαριά, κληρώθηκε πάντως το νούμερο είκοσι, δηλαδή ο υπολοχαγός Τηλέμαχος.
Ο Ταγματάρχης έφυγε, λέγοντάς μας πως μπορούμε να κοιμηθούμε. Η εκτέλεση θα γινότανε τα χαράματα και να είμαστε έτοιμοι εμείς του αποσπάσματος. Δεν ξέρω πώς κοιμήθηκα εκείνη τη νύχτα. Σημασία έχει ότι κοιμήθηκα, γιατί να το κρύψω; Δεν άκουσα ούτε τη σιδερένια πόρτα να ανοίγει, ούτε το τζιπ να μπαίνει μέσα, με ξύπνησε ο λοχίας Σταμάτης, που δεν είχε κληρωθεί και είδα το τζιπ σταματημένο, με τον μπροστινό προφυλακτήρα του ακουμπιστό σχεδόν στο κιβώτιο και τον Ταγματάρχη να κατεβαίνει από τη θέση του οδηγού. Φόραγε τώρα κι αυτός χωριάτικα ρούχα. Είχε φέρει έντεκα τουφέκια και ένα περίστροφο για τον Τηλέμαχο. Μόλις που άρχισε να χαράζει. Μια λάμπα θυέλλης, που μας άφησε την προηγούμενη νύχτα ο Ταγματάρχης, παίρνοντας τις άλλες δυο, ήτανε ακόμα αναμμένη, τοποθετημένη πάνω στο κιβώτιο, στη μέση ακριβώς του γκαράζ.
Πήραμε ένας – ένας το τουφέκι μας μες απ’ το τζιπ, παραταχτήκαμε κατ’ άνδρα και με το «Εν – δυο!» του υπολοχαγού Τηλέμαχου, βγήκαμε έξω. Είδα τους πέντε μελλοθάνατους να στέκουν δίπλα στα υπολείμματα ενός λεωφορείου — είχε μείνει μόνο το σασί και οι σκουριασμένες ρόδες, δίχως λάστιχα. Άκουσα την πόρτα του γκαράζ να κλείνει πίσω μας. Ο υπολοχαγός Τηλέμαχος διέταξε, «Βάδην, στροφή επ’ αριστερά! Αλτ! Κλίνατε επ’ αριστερά!» και βρεθήκαμε με μέτωπο προς τη μεγάλη, δίφυλλη, σιδερένια πόρτα. Ήταν βαμμένη με μίνιο, μα είχε αρχίσει κιόλας να σκουριάζει. Οι σκουροκόκκινοι, σχεδόν καφέ λεκέδες, διακρίνονταν καθαρά στο θαμπό φως της αυγής. Στη μέση της πόρτας (θέλω να πω, στην κάθετη γραμμή όπου ακουμπούσανε τα δυο θυρόφυλλα και λίγο πιο ψηλά απ’ το κανονικό, όπως μου φάνηκε) είδα ένα βαρύ, σχεδόν στρογγυλό, ολοκαίνουριο λουκέτο, μπρούντζινο. Άκουσα βήματα πίσω μου κι έκλεισα τα μάτια — δεν ήθελα να τους δω να περνάνε και να στήνονται μπροστά στη σιδερένια πόρτα. Όταν τα ξανάνοιξα, ο λοχαγός Νικήτας ήτανε φάτσα μπροστά μου και μου φάνηκε πως είχε καρφώσει το βλέμμα του απάνω μου, δεν άργησα όμως να καταλάβω πως δε με έβλεπε —

κοίταζε κάπου ψηλά, πάνω απ’ το κεφάλι μου. Παρ’ όλο που ήταν καπνιστής, παραιτήθηκε απ’ το τελευταίο τσιγάρο και ζήτησε να καρφιτσώσει το παράσημό του στο στήθος και ομολογώ ότι ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί του έκανε ο Ταγματάρχης το χατίρι (γιατί βέβαια, περιττό να διευκρινίσω ότι παρ’ όλο που ο Ταγματάρχης μετείχε στο εκτελεστικό απόσπασμα και στεκότανε τελευταίος στη σειρά, στα αριστερά μου, εξακολουθούσε όπως ήταν φυσικό να αποφασίζει για όλα και ο υπολοχαγός Τηλέμαχος δεν έκανε τίποτα χωρίς τη συγκατάθεσή του) δεν κατάλαβα λοιπόν γιατί του έκανε το χατίρι του λοχαγού Νικήτα, δεδομένου ότι το παράσημό του είχε μείνει στην «Κληματαριά», όπου αφήσαμε ό,τι είχαμε απάνω μας, γδυθήκαμε τσιτσίδι και φορέσαμε τα ντρίλινα ρούχα και χρειάστηκε λοιπόν να στείλει κάποιον (τον επιλοχία Έκτορα συγκεκριμένα) να πάει στα σβέλτα στην «Κληματαριά», να φέρει το παράσημο του λοχαγού Νικήτα, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα να καθυστερήσει αρκετά λεπτά η εκτέλεση — τελειώσανε οι άλλοι τέσσερις το τσιγάρο τους, θέλω να πω και ο Έκτορας δεν είχε γυρίσει ακόμα. Ο υπολοχαγός Τηλέμαχος βρέθηκε σε αμηχανία, έριξε μια ματιά στον Ταγματάρχη, μα εκείνος παρέμεινε ατάραχος, με το όπλο παρά πόδα, όπως όλοι μας του αποσπάσματος και εκείνη τη στιγμή αναρωτήθηκα πώς θα σκόπευε ο Ταγματάρχης μια και ήτανε μονόφθαλμος, θα του ‘ρχόταν άβολα όσο να ‘ναι να σκοπεύσει με το αριστερό του μάτι, όπως και να ‘χει πάντως, περίμενε εκεί, ντυμένος σαν όλους μας, χωρίς κανένα διακριτικό και σε μια στιγμή, ο επιλοχίας Αρίσταρχος έβγαλε το πουκάμισό του και το πέταξε πέρα λέγοντας, «Μπορεί να σας χρειαστεί, είναι σχεδόν καινούριο» και το παράδειγμά του το μιμήθηκε ο ανθυπολοχαγός Κώστας κι αμέσως το κατόπιν του ο επιλοχίας Κώστας (ο Κωστάκης) και ο λοχίας Βλάσης και μόνον ο λοχαγός Νικήτας δεν έβγαλε το πουκάμισό του, γιατί θα πρέπει να σκέφτηκε πως βγάζοντας το πουκάμισο (το φόραγε κατάσαρκα όπως κι οι άλλοι τέσσερις) δε θα ‘χε πού να καρφιτσώσει το παράσημό του και τώρα, τούτη τη στιγμή που γράφω, μου περνάει η σκέψη πως αυτό περίμενε πιθανότατα κι ο Ταγματάρχης — να αποδείξει στον λοχαγό Νικήτα ότι ήτανε άκαιρη και άτοπη η αξίωσή του να εκτελεστεί παρασημοφορημένος, χάνοντας έτσι μια ευκαιρία να αντιμετωπίσει κι αυτός σαν τους άλλους τέσσερις παλληκαρήσια τον θάνατο, προσφέροντας στην ομάδα μας, δηλαδή στον αγώνα, το τελευταίο του πουκάμισο.
Μα ο λοχαγός Νικήτας, στεκόταν εκεί και περίμενε, κοιτάζοντας ίσια μπροστά του, κάπου πέρα μακριά, πάνω απ’ το κεφάλι μου, ήμουνα σίγουρος τώρα πια πως δεν κοίταζε εμένα κι έτσι τον

παρατηρούσα χωρίς να φοβάμαι πως θα συναντήσω το βλέμμα του, μα κι αν το συναντούσα, δε θα χαμήλωνα νομίζω τα μάτια, θα του χαμογελούσα πιθανότατα, να καταλάβει πως ακόμα και τώρα, δηλαδή εκείνη τη στιγμή που ήμουνα έτοιμος να τον εκτελέσω, εξακολουθούσα να είμαι φίλος του κι ας γνωριστήκαμε εδώ και λίγες μέρες, μα ήτανε κι αυτός απ’ την Αθήνα, αποδείχτηκε ότι είχαμε κοινούς γνωστούς, θυμότανε μάλιστα πότε ακριβώς εκτελέστηκε ο Χάρης («Στις 7 Ιουλίου του 42, σαν σήμερα, πάνε εφτά ολόκληρα χρόνια», μου είχε πει, μα δεν προφτάσαμε να συνεχίσουμε την κουβέντα μας, γιατί ακούστηκε η σφυρίχτρα του προγυμναστή και ξαναφορτωθήκαμε τους κορμούς των δέντρων και συνεχίσαμε τον δρόμο μας κουβαλώντας τους στο πρώην Γυμνάσιο και η φωνή του μου είχε θυμίσει τη φωνή του Χάρη, ή μάλλον όχι, δεν ήτανε αυτό ακριβώς, είχε κι ο λοχαγός Νικήτας ένα ελαφρότατο ψεύδισμα, σαν τον Χάρη, σα να πρόφερε τα λόγια του δισταχτικά, πιο αργά απ’ ό,τι το περίμενες, γιατί του άρεσε να μιλάει, να φλυαρεί μπορώ να πω, να αστειεύεται συχνότατα και να μου διαβάζει αποσπάσματα από τον «Ονειροκρίτη», που είχε πάρει απ’ τον αποθηκάριό μας του πρώην Γυμνασίου και να σκάει στα γέλια). Μα τώρα περίμενε εκεί, ασάλευτος μπροστά μου, στη μέση ακριβώς της δίφυλλης πόρτας, με τον επιλοχία Αρίσταρχο και τον ανθυπολοχαγό Κώστα δεξιά του, με τον επιλοχία Κώστα και τον λοχία Βλάση αριστερά του, απέναντί μου ακριβώς, κει που περίμενα κι εγώ στη μέση του αποσπάσματος, με πέντε άντρες δεξιά μου, με άλλους πέντε αριστερά μου και σε λίγο επέστρεψε ο επιλοχίας Έκτορας, έδωσε το παράσημο στον υπολοχαγό Τηλέμαχο κι αυτός το καρφίτσωσε στο στήθος του λοχαγού Νικήτα.
Ήτανε ένα μεγάλο μετάλλιο, διπλάσιο από εικοσάρικο και αρκετά χοντρό. Σκέφτηκα πως αν το σημαδέψω και πετύχω κέντρο, η σφαίρα δε θα το τρυπήσει, θα εξοστρακιστεί. Όμως, μόλις άκουσα το «Επί σκοπόν!», άλλαξα ξάφνου γνώμη, δε θέλησα να το ρισκάρω και για να είμαι σίγουρος, έβαλα στόχο το μπρούντζινο λουκέτο. Ο ώμος του λοχαγού Νικήτα έκρυβε το ένα τρίτο σχεδόν του λουκέτου και σημάδεψα λοιπόν άκρη – άκρη στο πουκάμισο του Νικήτα, πεντ’ έξι δάχτυλα πιο κάτω απ’ την καμπύλη του ώμου, στην άκρη του αριστερού του μπράτσου και δεν ξέρω αν η σφαίρα άγγιξε το ύφασμα, είδα πάντως καθαρά το λουκέτο να αναπηδάει, πράγμα που σημαίνει πως το πέτυχα.
Ναι, μα κάποιος άλλος θα πρέπει να πέτυχε τον λοχαγό Νικήτα στην καρδιά, γιατί σωριάστηκε, λες κι έσπασαν όλα τα νεύρα που τον κράταγαν όρθιο και ο υπίατρος Ροβήρος (ξέχασα να πω ότι ο υπίατρος Ροβήρος είχε βγει μαζί μας έξω, ενώ οι άλλοι είκοσι ένας μείνανε μέσα στο γκαράζ) ο υπίατρος λοιπόν, έχοντας σκύψει πάνω απ’ τον επιλοχία Αρίσταρχο, έκανε νόημα στον υπολοχαγό Τηλέμαχο πως είχε ανάγκη από χαριστική βολή κι ύστερα έσκυψε πάνω απ’ τον ανθυπολοχαγό Κώστα (είχε ανάγκη) πάνω απ’ τον λοχαγό Νικήτα (δεν είχε ανάγκη) πάνω απ’ τον επιλοχία Κώστα (είχε ανάγκη) πάνω απ’ τον λοχία Βλάση (είχε ανάγκη) και ο υπολοχαγός Τηλέμαχος ακολουθούσε τον υπίατρο Ροβήρο, περίμενε τη διάγνωσή του, έσκυβε, ακούμπαγε την κάννη του περιστρόφου στον κρόταφο, ή στον σβέρκο, όπως τον βόλευε, ανάλογα με το πώς είχε πέσει ο καθένας τους και πυροβολούσε.

[Σελίδες: 67,68,69,70,71]

Άρης Αλεξάνδρου -  Το κιβώτιο – Κέδρος, 1998