Νίκος Α. Καραγεώργος | Η φαιδρή κηδεία του Οδυσσέα Λουντάντε

Απόσπασμα από το κεφάλαιο “Η νεκροφόρα”, σελίδες: 56,57.


Το μαύρο πέλμα των ελαστικών στρίγκλισε στην άσφαλτο. Παρά τις διαβεβαιώσεις της Σοφίας προς την Καλλιόπη ότι η Φρόσω είχε μισθώσει για την κηδεία πολυτελή λιμουζίνα, η νεκροφόρα ήταν ένα συνηθισμένο όχημα, αρκετά παλιό όπως έδειχνα οι φθαρμένες λαμαρίνες και το σκασμένο σε μερικά σημεία του καπό χρώμα, ειδικά μετασκευασμένο για να χωράει τα φέρετρα.
Από το σκορπισμένο πλήθος ανέβρυζε ένας στεναγμός ανακούφισης. Η ταλαιπωρία από την αναμονή κάτω από τον καυτό ήλιο ανήκε στο παρελθόν. Η ώρα ήταν τέσσερις και μισή, ενώ η νεκρώσιμος ακολουθία ήταν προγραμματισμένη για τις τρεις. Όλοι σκέφτονταν πως η μιάμιση ώρα της καθυστέρησης ήταν υπερβολικός χρόνος, όση κίνηση και να είχε βρει στην Αθήνα ο οδηγός της νεκροφόρας. Άλλωστε, θα μπορούσε να είχε κερδίσει το χαμένο χρόνο υπερβαίνοντας τα όρια ταχύτητας στην Εθνική οδό. Η τροχαία αποκλείεται να σταματούσε για έλεγχο μια νεκροφόρα. Χρέωναν, λοιπόν, αμέλεια στον οδηγό, πίστευαν ακράδαντα πως είχε αργήσει να ξεκινήσει, και η κυκλοφοριακή συμφόρηση ήταν πρόφαση που επικαλέστηκε εκ των υστέρων. Όπως ήταν αγανακτισμένοι, ξεχνούσαν ότι οι εργολάβοι κηδειών είναι συνεπέστατοι στο καθήκον τους, ότι, όσο αντίξοες συνθήκες κι αν αντιμετώπιζαν, το φέρετρο με τον πεθαμένο θα ήταν στην ώρα του έξω από την εκκλησία.
Η αλήθεια είναι πως ο οδηγός είχε ξεκινήσει έγκαιρα, κατόπιν έπεσε σε μποτιλιάρισμα στο ύψος του Χαϊδαρίου εξαιτίας της σύγκρουσης ενός αυτοκινήτου με μια νταλίκα, και μετά την Κόρινθο έτρεχε με εκατόν πενήντα χιλιόμετρα την ώρα προκειμένου να είναι ακριβώς στις τρεις η ώρα στο χωριό. Σε μια διασταύρωση, όμως, λίγο πριν φτάσει, έχασε το δρόμο και, παραπλανημένος από την ομοιότητα των γειτονικών χωριών, παρέδωσε αρχικά τον νεκρό στην εκκλησία του χωριού Κωκυτό, όπου επίσης ήταν προγραμματισμένη κηδεία και ήταν ομόηχο με τον σωστό προορισμό, δηλαδή το χωριό Βογκητό.

Νίκος Α. Καραγεώργος
Νίκος Α. Καραγεώργος -  Η φαιδρή κηδεία του Οδυσσέα Λουντάντε, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015

Αφήστε μια απάντηση