Harmonica

© Florence Henri
© Florence Henri

[…θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τούτες τις σημειώσεις, σαν σκόρπιες αναφορές ενός περιοδικού. Μια μεταφορά στάθηκε η αφορμή για την ιστορία με τον παράξενο άνδρα ενώ ο θαυμασμός από την άλλη γέννησε τα λιτά, αφιερωματικά σημειώματα για την Αγκάθα Κρίστι και τον Γιαννούλη Χαλεπά. Σε ένα περιοδικό, βλέπετε,  μπορούν όλα ετούτα να συνυπάρχουν…]

Harmonica

Μπήκε αργά στο μαγαζί, όταν όλα πιστέψαμε πως είχαν τελειώσει. Φορούσε μια μουσκεμένη καμπαρντίνα, ένα πλατύγυρο καπέλο. Έμοιαζε να ‘ρχεται από ένα άγνωστο μέρος, σίγουρα δεν ήταν δικός μας. Διέσχισε όλη τη σάλα, τα βήματά του κάνανε θόρυβο πάνω στο ξύλο, μαρτυρούσαν άνθρωπο με αίσθηση του ρυθμού. Πλησίασε, άναψε το πούρο του και έβγαλε το καπέλο. Ίσιωσε νευρικά τα μαλλιά του, απομακρύνθηκε ήσυχα. Πλησίασε στο τζουκ μποξ και ίσα που τον φώτισε ένας μικρός λαμπτήρας που έδινε την ένδειξη “ανοιχτό” στον πελάτη. Σφύριξε μια φυσαρμόνικα, σαν άγριο τραίνο μες στη σιγαλιά σφύριξε μια φυσαρμόνικα, ένας δυνατός άνεμος εκείνη η φυσαρμόνικα που περνά μέσα από τα κλειστά παράθυρα και σαρώνει τη σιωπή. Φύσηξε μια φυσαρμόνικα και εκείνος ο άνδρας ήπιε μονορούφι το ποτό του. 

Ίσως να ήταν ένας φονιάς, ένας παράνομος που ξαπόσταινε από το επίμονο κυνήγι. Μα τα ρούχα του ήταν καθώς πρέπει και το βλέμμα του καθαρό, όχι σαν αυτό του ανθρώπου που ‘χει υποπέσει σε παραπτώματα μεγάλα και ασυγχώρητα. 

Οι άνθρωποι της συντροφιάς στο μέσα τραπέζι είπαν κάτι. Χαμηλόφωνα. Και έπειτα διαλυθήκανε δίχως φασαρία, αφήνοντας στη μέση, ποιος ξέρει τι φοβερή συνωμοσία. Ο άνδρας στηρίχτηκε στο τζουκ μποξ, άφησε δυο στάμπες αίμα πάνω στο πλαστικό, έδειξε πως πονά, απ’έξω ακούστηκαν σκυλιά, σειρήνες, φασαρία. 

Ένας από τη συντροφιά κοίταξε από το παράθυρο, κάτι έγνεψε και χάθηκε μεμιάς στο ξέφωτο πίσω από το μαγαζί. Στου κυρίου Άνταμ ανάψανε τα φώτα της βεράντας, ο θόρυβος τους είχε ανησυχήσει. Και η κυρία Μίριαμ, αφοσιωμένη στα εκκλησιαστικά ζητήματα, ίσα που φαινόταν με μια καραμπίνα στο χέρι, ακριβώς στην άκρη του κεντρικού παραθύρου. Ο Θεός έχει για εκείνη τη φιγούρα μιας κοντόκανης. Εκείνη δεν είχε φώτα στη βεράντα της και τ’άστρα όταν το πράγμα γίνεται άσχημο δεν φέγγουν αρκετά. 

Τώρα οι σειρήνες χαλούσαν τον κόσμο, φαινόταν πως τα περιθώρια είχαν πια στενέψει για εκείνο τον τύπο. Έδειξε τ’αδειανό του ποτήρι και ο κάπελας του έβαλε μια μεζούρα ακόμη. Τον ακούμπησε με εκτίμηση στον ώμο, τα χέρια του μας είπε ο κάπελας μετά, ήταν ζεστά και η λαβή του δυνατή. 

Στην πόρτα του μαγαζιού φάνηκε ο σερίφης. Πλησίασε και κάθισε πλάι στον τύπο που είχε αφήσει το τζουκ μποξ να επαναλαμβάνει το ίδιο τραγούδι. Απ’έξω είχε μαζευτεί κόσμος και μια φυσαρμόνικα ούρλιαζε παντού, την κραυγή της δάνειζε στη νύχτα, μια φυσαρμόνικα. Ο σερίφης τσούγκρισε με το ποτήρι του εκείνο του άνδρα και ήπιε μονορούφι το περιεχόμενο. Τώρα στην πόρτα είχαν μαζευτεί μερικοί στρατιώτες, ένας από αυτούς κρατούσε μια μεγάλη αλυσίδα, σαν αυτή που χρησιμοποιούν για να συγκρατούν τα άγρια θηρία. Τα σκυλιά είχαν λυσσάξει και με κάτι κόκκινα μάτια είχαν λάβει τη θέση της επίθεσης. Την είχαν διδαχτεί στην σκληρή εκπαίδευση και τώρα με ένα παράγγελμα είχαν εκτελέσει κάθε μια εντολή. 

Ο άνδρας δεν έδωσε σημασία. Μόνο έριξε χάμω την καπαρντίνα του, ίσιωσε τα μαλλιά του όπως και πριν και βάδισε προς την πλευρά των στρατιωτών. Ο κάπελας άγγιξε μια φορά τον ώμο του, η νύχτα δεν θα μιλούσε σε κανέναν για ότι επρόκειτο να συμβεί. 

Τώρα τον έχουν δεμένο με τις αλυσίδες και περνούν από τον κεντρικό δρόμο. Πίσω τους ένα πέπλο από φρέσκια, υγρή σκόνη και εμπρός τους ο άνδρας με το φορτίο του, να σκουπίζει το μέτωπό του κάθε τόσο , σταγόνες πέφτουν καταγής. Όταν πια έχει απομακρυνθεί λίγο περισσότερο κάποιος βγάζει το περίστροφό του, εκείνο εκπυρσοκροτεί έξι συνεχόμενες φορές, η σκιά του άνδρα δεν σαλεύει πια. Τι παράξενη νύχτα αλήθεια εδώ στα δυτικά και η φυσαρμόνικα που ουρλιάζει από εκείνο το τραγούδι που δεν λέει να τελειώσει. Δεν μπορούσαν να περιμένουν για άλλη μια φορά, την πορεία, τον σταυρό. Καλύτερα έτσι.

Για την Σοφία

Γιαννούλης Χαλεπάς

Δεν υπάρχει πιο βεβαιωτική εικόνα για τον άνθρωπο από εκείνη μετά το θάνατο. Τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει στο σχήμα του σώματος, την πόζα, καμιά μετατόπιση του χεριού, μόνον εκφράσεις άτονες , οι χίλιες και μία εκδοχές της σιωπής μας. Δεν σας μιλώ για την αισθητική εικόνα του θανάτου, σας μιλώ για την αταραξία του, αυτό το αιώνιο και το διαυγές της επικράτησης του. Ο χρόνος που κλείνει τα μάτια, ο χρόνος που κρατά την ανάσα του πάνω στη νεκρή μορφή, όπως η στάχτη συντηρεί τις σκηνογραφίες στην οικία του μαύρου, πομπηιανού σαλονιού ή ο ορίζοντας το βαθύτατο βλέμμα των Καρυάτιδων. 

Ίσως για αυτό να ξεχωρίζει κάπως το γλυπτό του Χαλεπά. Η Κοιμωμένη του που προσφάτως οδηγήθηκε προς αποκατάσταση, αυτήν την τελειωτική κρίση αναπαριστά. Μα βρίσκεται στην άρθρωση του μικρού δαχτύλου του πεσμένου της χεριού, στις πιέτες της νυχτικιάς της, σε μια συγκοπή του δέρματος εκεί που άλλοτε φτερούγισε η ανάσα, στα ξεροπήγαδα του στήθους της, στη ρυτίδα τ’απάνω χειλιού της, μια υποψία ζωής, μια τελευταία κίνηση ανεπαίσθητη ίσως, ευθέως ποιητική που υπολείπεται πριν το τέλος. Η Σοφία Αφεντάκη με τ’ωραίο πρόσωπο και τις αβρές πλάτες, κάτι έχει αφήσει για το τέλος, έναν σπασμό διορθωτικό του σχήματός της. 

Αυτήν την ιδέα συνέλαβε ο Γιαννούλης Χαλεπάς αποδίδοντας την τέχνη του με έναν τρόπο φυσικό. 

Μια γοητευτική κυρία

Καμιά φορά με φαντάζομαι σαν επιβάτη στο θρυλικό Όριεντ Εξπρές. Μην νομίσετε πως φταίει η αγάπη μου για τα ταξίδια. Αυτά τα τελευταία τα κάνω πάντα με δισταγμούς και σκέψεις δεύτερες, αποτρεπτικές. Όλο το ζήτημα έχει να κάνει με μια ας την πούμε, αστυνομική διαστροφή. Ή πάλι με τη σαγήνη των χαρακτήρων, πάει να πει πως δεν επιβιβάζομαι μονάχα σε λογοτεχνικά βαγόνια, μα παίρνω μέρος στην μυθιστορηματική πλοκή, εμπλέκομαι ευθέως στον κύκλο της υποψίας όπως υφαίνεται αριστοτεχνικά από την Αγκάθα Κρίστι. 

Καμιά φορά με φαντάζομαι ένοχο, άλλοτε πάλι λογαριάζω πως οι αρχές θα διαλευκάνουν το μυστήριο και έπειτα εγώ θα μπορέσω να περιηγηθώ στους χώρους των βαγονιών, στο εστιατόριο και τις καμπίνες της πρώτης θέσης, θα κοιτάξω από το παράθυρο το ορεινό τοπίο που εναλλάσσεται μαγευτικά καθώς ο συρμός ελίσσεται κατά μήκος του βουνού. 

Αργά το βράδυ περιφέρομαι δίχως σκοπό στο μπαρ. Το εστιατόριο έχει κλείσει και μερικοί καθώς πρέπει κύριοι πίνουν το ποτό τους σε μια άκρη. Το ημίφως τους αποδίδει στη ζωγραφιά μου με μια ιδέα συνωμοσίας. Στ’απέναντι τραπέζι μια κυρία με ένα καπέλο συγκρατημένης μόδας και σε χρώμα πράσινου ματ, – ίσως να πρόκειται για βελούδο – κρατά σημειώσεις. Την πλησιάζω, της προσφέρω ένα ποτό και λίγη συντροφιά, δεν νιώθω την ίδια ανασφάλεια με πριν. Βλέπετε τώρα ο δολοφόνος έχει συλληφθεί, το ζήτημα πήρε τέλος.

Μα η κυρία Αγκάθα κρατά σημειώσεις και σχεδιάζει ανατροπές που όμοιές της δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Πρόκειται για μια γοητευτική κυρία, ίσως την γοητευτικότερη της παγκόσμιας μυθιστοριογραφίας. 

Α.Θ