Σήμερον ο Γιακουμής ξύπνησε κεφάτος. Σηκώθηκε, ετοίμασε τον γλυκύ βραστό του που ίδιος παραμένει κάθε πρωί, πενήντα χρόνια τώρα. Σύρθηκε ως τη βεράντα και άνοιξε τα παραθυρόφυλλα. Τι ευτυχία Θεέ μου το πρωινό, τι χάρη, τι φως και τι ζεστασιά. Κοίταξε λίγο κάτω το πλήθος, η οδός Δημητριάδος γέμιζε με τα πλήθη των φοιτητών, των υπαλλήλων, των πλανόδιων και των αδέσποτων και των άλλων των επαγγελμάτων. Κάποια μες στη λήθη χαθήκανε και μόνο στα βιβλία , σε κάτι σκόρπιες αναφορές μπορείς να συναντήσεις ορισμένες αναφορές.
Τράβηξε μια γενναία ρουφηξιά, έτσι να γευτεί την ατμόσφαιρα τη γιορτινή της ωραίας πόλεως. Μα ευθύς το μετάνιωσε και η καρδιά του όσο να πεις εσφίχθη. Όχι από τη χαρά την αδοκίμαστη, μα από κάτι εξόχως απλό και καθημερινό. Για την ακρίβεια ήταν μια δυσώδης μυρωδιά, κάτι αν ψαρίλα ποτισμένη με τα καυσαέρια των τροχοφόρων και των εργοστασίων που κάπνιζαν αράθυμα σε κάποιον ορίζοντα. Του’ρθαν τα μέσα έξω που λένε, του Γιακουμή, την όρεξή του την έχασε μεμιάς. Μα είναι δυνατόν, μπορεί μια τόσο άσχημη μυρωδιά να ταιριάζει σε τούτη την πολιτεία; Πικρό το αίσθημα στα βάθη της καρδιάς του, πικρότατο για την ακρίβεια.
Μα δεν θα του χαλάσει το κέφι. Αυτός το’χει αποφασισμένο και είναι άλλωστε ευκαιρία ξεχωριστή. Πάει να πει πως αν κανείς επιθυμεί να αποθανατίσει εις καμβά τη νεκρή, καθώς λένε φύση, δεν θα υπάρξει καλύτερη ευκαιρία από τούτη εδώ. Βλέπετε, λίγα μέτρα παρακάτω, εκεί που ο διαβάτης συναντά το λιμάνι με τους καφενέδες και τα σκάφη και τους έρωτες τους πιασμένους ανά χείρας, μια φύσης νεκρή αφθονεί. Όσο βλέπει το μάτι σου, ο θάνατος της φύσης που την καθιστά νεκρή, – τι νεκρή, νεκρότατη θα έλεγε κανείς – κερδίζει στα σημεία. Τόσο μεγάλη είναι η ευκαιρία που αν κανείς παρατηρήσει τους πρωινούς περαστικούς θα ιδεί πως η συντριπτική πλειοψηφία αυτών, κουβαλά το καβαλέτο και τις παλέτες και τα άλλα σύνεργα της τέχνης. Στη σειρά περπατούν, κατηφορίζουν στο λιμάνι. Κάποιοι που γνωρίζονται, δίνουν τα χέρια και σαν ξαφνιασμένοι αφηγούνται ο ένας στον άλλο του πρωινού τους την κινητήρια δύναμη. “Η νεκρή φύσης, δεν θα βρεις τελειοτέρα ευκαιρία διά να ασπαστείς την ωραιότητά της. Σπεύσατε λοιπόν” και τους βλέπεις που γελούν με τις καρδιές τους και επιταχύνουν το βήμα τους. Διότι το πόστο, η θέση δηλαδή που θα’βρει κανείς δεν είναι ζήτημα ευτελές. Πρόκειται για υπόθεση σοβαρή, μια και η λανθασμένη πόστα ενδέχεται να αφαιρέσει από το έργο την πρωτοτυπία ή την αλήθεια ή και τα δυο. Αν δε ο ζωγράφος δεν έχει κατακτήσει την τέχνη του, η ευκαιρία θα καταντήσει σκέτο καπρίτσιο, σαν αυτά που κρατούν όρθιους τους καλλιτέχνες, ολότελα ανίδεους από την επάρκειά τους την τόσο μικρή, την ελάχιστη.
Λίγο αν αργήσει ακόμη, πάει χάθηκε η ευκαιρία. Το τοπίο θα πάει στράφι, η νεκρή εκείνη φύση που έθεσε σε κίνηση τις ζωγραφικές δυνάμεις της πόλεως ίσως ανακτήσει και πάλι τον παλμό της ζωής. Και τότε δεν θα ‘ναι φύση νεκρή, μα ολοζώντανη, τόσο πολύ που δεν θα διεγείρει κανενός είδους ενδιαφέρον. Κάνε θεέ μου να παραμείνει νεκρή η φύση, να μην διαταραχθεί ούτε κατ’ελάχιστον η ερασμιότητά της, η χάρη και η νεκρική της τρυφερότητα, θαρρείς πλασμένη για τις Μούσες. Πρέπει να βιαστεί και όλο τριγυρίζει μες στο σπίτι. Γυρεύει τα πινέλα του, τα σωληνάρια και το τετράδιο των σκίτσων του, διά να αποθανατίσει εκ του προχείρου κάποια σκηνή που τούτη την ώρα του διαφεύγει. Έπειτα είναι και το παντελόνι και η πουκαμίσα και το σακάκι και ένα σωρό άλλα πράγματα, σκορπισμένα μες στο σπίτι.
Τώρα είναι έτοιμος. Πίνει μια δυο γουλιές από τον καφέ του και ευθύς ξεχύνεται. Και δεν χρειάζεται να γυρέψει τον ταχύτερο δρόμο, την οδό που κοντύτερα θα του επιτρέψει να φτάσει στο λιμάνι. Αρκεί η δυσοσμία, που κορυφώνεται σε τέτοιο βαθμό που στο καφενείο του Λιμανιού, οι κύριοι μελετούν τις ανταποκρίσεις των ευρωπαϊκών πόλεων μοιάζοντας κάπως αστείοι, έτσι όπως κρατούν βουλωμένη τη μύτη τους με ένα μανταλάκι. Έχουν μάθει στη βρωμιά μα τούτο εδώ το φαινόμενο όλα τα άλλα τα ξεπερνά. Τα μανταλάκια θα φταίνε που μιλούν έτσι ένρινα οι κύριοι οι καθώς πρέπει, σαν τους καστράτους του παλιού καιρού. Φορούν κοστούμια βιομηχανικά και έτσι μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι μιλούμε για προσωπικότητες με επιφάνεια, σαν να λέμε, τον φυσάνε τον παρά και όλο παρακαλούν εξίσου να φυσήξει ένας βοριάς να πάρει τούτη τη βρώμα μακριά.
Όχι ο Γιακουμής όμως. Αυτός εύχεται να αντέξει η φύσης και να παραμείνει όσο περισσότερο μπορεί νεκρά. Ας την αποθανατίσει αυτός και μετά ας φυσήξει. Και ο άνεμος καλό θα κάνει στην πολιτεία. Έχει κάτσει πάνω της το καλοκαίρι και δεν λέει να ξεριζωθεί, δηλαδή όλα μοιάζουν με θάνατο ή κάποιο μεσημέρι του Αυγούστου σε μια έρημη πόλη.
Σε λίγο φθάνει. Μέριμνά του να ‘βρει ένα καλό πόστο, να σταθεί λιγάκι μόνος απέναντι στο θαύμα της φύσεως που δεν πεθαίνει. Για την ακρίβεια πέθανε μέρες πριν και τώρα ποζάρει με στυλ νεκρικό στον ικανό τεχνίτη, δηλαδή στον ίδιο. Η θέση του τον περιμένει, καλοβαλμένη ανάμεσα σε δυο μικρά συμπλέγματα βράχων που διαμορφώνουν έναν μικρό ορμίσκο. Εμπρός του το θαύμα, μια ασημένια επένδυση πάνω στην επιφάνεια του νερού. Είναι τα νεκρά ψάρια, η νεκρή φύσης που τόσο πολύ προκάλεσε το ενδιαφέρον των ομότεχνών του. Μπορείς να τους δεις, ελάσσονες και μη, να συρρέουν στην παραλία, άλλος με τα ρούχα της εργασίας του και άλλος κουστουμαρισμένος, με όλη τη λασπουριά τη θαλασσινή κολλημένη πάνω στα γυαλισμένα του σκαρπίνια. Κοίταξε και τα δικά του τα παπούτσια και μετάνιωσε πολύ που δεν τα φρόντισε, που δεν μερίμνησε και τώρα δίχως την αυτοπεποίθηση του επονομαζόμενου και “τσίφτη” περιφέρεται ανάμεσα στους συναδέλφους ζωγράφους.
Η ποικιλία της νεκρής φύσης είναι αδιαμφισβήτητη. Όπως και η δυσωδία. Ψάρια δίχως μάτια, άλλα μισά, κάποια ακέραια με την γυαλισμένη ράχη τους, σκέτο ασήμι. Στοίβες ολόκληρες έξω στην ακτή, με τα πτερύγιά τους ακίνητα, σχεδόν παγωμένα, ένα βήμα προτού σαπίσουν. Όπου και να κοιτάξει ο Γιακουμής γίνεται μάρτυρας μιας απολύτου νεκρής φύσεως που , φευ, δεν δίνει το παραμικρό σημείο ζωντάνιας Ένας γάτος στέκει ακίνητος με ένα ψάρι εμπρός του. Είναι τόση η ευτυχία του γάτου που διστάζει να την γκρεμίσει, σίγουρα από ένστικτο. Και τώρα θυμίζουν οι δυο τους, ο νεκρός ιχθύς και το αιλουροειδές δυο λεπτομέρειες από κάποια νησιώτικη καρτ ποστάλ. Ο Γιακουμής σκαρώνει πρόχειρα τη σκηνή στο σημειωματάριό του. Κάποιος, μερικά μέτρα πιο δίπλα , του επισημαίνει πως αν μπορούσε κανείς να συλλαβίσει την δυσοσμία του μέρους, τότε δεν θα ήταν απαιτητός ένας πίνακας ζωγραφικός, ένα τοπίο νεκρής φύσης.
Ο πίνακας είναι έτοιμος. Μια Αφροδίτη εξέρχεται των υδάτων. Ένα νεκρό ψάρι στολίζει το μέτωπό της, φαντάσου του στεφάνου στέφανος που ‘λεγε και ο Μελέαγρος με πνεύμα επιγραμματικό. Πίσω της υψώνονται τα φουγάρα ενώ στην κοντινή προοπτική της ζωγραφιάς μπορεί κανείς να αντικρίσει τις κόμισσες και λίγο βαθύτερα, τις μορφές των καρβουνιάρηδων. Όλα τα αντέχει ο ρεαλισμός και άλλωστε, τι τάχα από αυτά να μην συνιστά φύση νεκρά;
Αυτό ήταν, πάει τέλειωσε. Τα μαζεύει και επιστρέψει. Είναι ευχαριστημένος γιατί με πενιχρά μέσα – το ταλέντο του δεν είναι καθόλου πενιχρό, τουναντίον, σε λίγο καιρό από σήμερα όλοι θα γυρέψουν το πού, το πότε και το τίνος αυτού του εξαίσιου έργου. Μα πρώτα θα πρέπει να κάνει ορισμένες τελειοποιήσεις. Ίσως όχι απόψε, ίσως αύριο, με τη δόξα του ήλιου.
Και ο Γιακουμής κοιμήθηκε και άκουγε μες στο νου του τον απαλό τον φλοίσβο. Κάποτε τινάχτηκε έντρομος και κάπως αηδιασμένος. Ώστε τόσο πολύ πέτυχε στο θέμα του; Τόσο και λίγο λες! Σηκώθηκε και αμέσως διέκρινε στον χώρο μια τρομερή μυρωδιά, σαν να’χε πεθάνει ο κόσμος ολόκληρος και έβραζε τώρα κάτω από το τρελό φεγγάρι. Πλησίασε τη ζωγραφιά και αμέσως εννόησε την πηγή της δυσοσμίας. Ώστε τόσο πετυχημένη στάθηκε η νεκρή του φύση; Τόσο ζωντανή στάθηκε η αναπαράστασή του; Αν η ψυχή του είχε κόμμωση, τότε αυτή θα’ταν μπομπέ, όχι από το στυλ μα απ’την περηφάνια. Ευχαριστημένος συνέχισε τον ύπνο του.
Κάτω στην διασταύρωση, όλοι ακούγονταν να μιλούν με ένρινες φωνές και τα μανταλάκια είχαν πια γνωρίσει διαδοχικές ανατιμήσεις, έτσι που να’ταν πανάκριβο κάποιος να τ’αποκτήσει γλιτώνοντας τη βάσανο της τρομερής και καταιγιστικής ψαρίλας. Ας είναι είπε πριν τ’όνειρό του ο Γιακουμής. “Σήμερον τα ψάρια, αύριο κάτι άλλο”. Και αποκοιμήθηκε επαρκής που πέτυχε τη φόρμα.
Α.Θ