Μικρή ιστορία
ή μια αφορμή
να πει κανείς δυο λόγια
για τον
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
που φώτισε από την αρχή
τα σωθικά
της παγκόσμιας λογοτεχνίας
Η βιβλιοθήκη βρίσκεται στον λόφο, κάπως απομακρυσμένη από την πόλη και κρατά αναμμένο το λύχνο της γνώσης. Έτσι ακριβώς αναγράφει στη μαρμάρινη επιγραφή ακριβώς πάνω από την βαριά, ξύλινη πόρτα. Για την ακρίβεια, “Que la luz del conocimiento permanezca encendida”. Έχει σμιλευμένο ένα λυχνάρι και από κάτω γραμμένα αυτά τα λιγοστά λόγια που διαθέτουν όμως σημασία. Λίγοι τα διαβάζουν σαν αποφασίζουν να μπουν στη βιβλιοθήκη, μα όσοι το κάνουν νιώθουν πως αξίζει τον κόπο μια επίσκεψη σε εκείνο το μέρος. Είναι χτισμένη από κόκκινο τούβλο, σαν τα παλιά σπίτια της Νέας Υόρκης. Στην πρόσοψή του ένα γέρικος κισσός σκαρφαλώνει, ελίσσεται στα κλειστά παράθυρα, τυλίγει σαν βρόγχος τα γύψινα διακοσμητικά στοιχεία, όσα απομένουν δηλαδή όρθια σε τούτο το κτίσμα που ξεχωρίζει λίγο έξω από την πόλη. Τα μέσα του φωτισμού που τοποθέτησε η καινούρια, δημοτική αρχή ανέδειξαν ορισμένες από τις ομορφιές εκείνου του λόφου, πάει να πει ορισμένα γλυπτά αγορασμένα από ντόπιους τεχνίτες. Έκαναν δε το τοπίο να δείχνει απόκοσμο, ειδικά τις μέρες που προβάλλουν τα φεγγάρια παραγεμισμένα θαρρείς με χρυσόσκονη και παγωμένη μοναξιά.
Ο Λουίς εργάζεται εδώ και δύο δεκαετίες στη βιβλιοθήκη. Δεν έχει αφεντικό, μόνον τους περιβόητους συγγραφείς που του κλείνουν το μάτι, πότε από τα πάνω ράφια και άλλοτε μες στις σκονισμένες προθήκες. Ο Λουίς γνωρίζει πού βρίσκεται κάθε ένα βιβλίο. Γνωρίζει αν κανείς δανείστηκε έναν τίτλο και πότε. Και μια φορά την εβδομάδα τηλεφωνεί σε ορισμένα μέλη που έχουν λησμονήσει να επιστρέψουν κάποιο. Αντιλαμβάνεται μεμιάς αν τάχα το πολυπόθητο βιβλίο χάθηκε ή αν το μέλος προσπαθεί να τον ξεγελάσει. Ορισμένοι πάντως, του μιλούν άσχημα και του απαγορεύουν να τους τηλεφωνήσει ξανά στο μέλλον, αναφέροντας πως δεν χρειάζεται τόση αυστηρότητα και όλη αυτή η σοβαρότητα μόνο και μόνο για να υπενθυμίσει κανείς την εκκρεμότητα ενός βιβλίου που πρέπει να επιστραφεί.
Ο Λουίς καμιά φορά παραμένει όλη νύχτα στη βιβλιοθήκη. Ανάβει το λυχνάρι που φέγγει όσο χρειάζεται για να εκπληρώσει το ρητό της επιγραφής και λουφάζει στους διαδρόμους της βιβλιοθήκης ψάχνοντας. Κανείς δεν ξέρει τι, μήτε και ο ίδιος που μέχρι πριν από λίγο καιρό πίστευε πως γύρευε τον εαυτό του. Έπειτα λογάριασε πως με όλα αυτά τα βιβλία ίσως να προσπαθεί να υπολογίσει τον συνολικό χρόνο της ανθρώπινης μνήμης. Μα το ζήτημα τον ξεπερνούσε και έτσι αποφάσισε να μελετήσει σε βάθος τους μεγάλους ήρωες, τους πρωταγωνιστές των βιβλίων, μπας και κατορθώσει να αντιληφθεί τα βαθύτερα κίνητρά τους. Απέτυχε και έτσι περιορίστηκε σε όλες αυτές τις γνωριμίες που κρατούσαν αμείωτο το ενδιαφέρον του και του κρατούσαν συντροφιά σε τούτο το μοναχικό μέρος.
Απόψε είναι μια τέτοια νύχτα. Έξω, μια ξαφνική νεροποντή επιβεβαιώνει το τέλος του καλοκαιριού. Ολόκληρο το κτίσμα στάζει, σαν τάχα όλοι οι χαρακτήρες των βιβλίων να κυλούν στη θλίψη των μικρών ή των μεγάλων ιστοριών τους. Έχει βαλθεί να φτιάξει τους τίτλους με βάση την αλφαβητική σειρά των ονομάτων που ευθύνονται για όλα αυτά τα σπουδαία έργα. Κάθε φορά θυμώνει με το πλήθος των βιβλίων, με την υποχρέωση της καταγραφής τους. Ίσως επειδή όλα τα βιβλία δεν είναι άξια λόγου ή πάλι δεν προσθέτουν τίποτε στα επίπεδα της συγκίνησης.
Είναι άλλωστε και ο κύριος διευθυντής, υπεύθυνος για όλες τις κατά τόπους βιβλιοθήκες της κομητείας. Αυτός υπέδειξε στον Λουίς με ύφος σοβαρό και περιφρονητικό πως ο ρόλος του δεν είναι μόνο να εξασφαλίζει τον δανεισμό και την εμπρόθεσμη επιστροφή των βιβλίων, μα το κυριότερο, να φιλτράρει όλους αυτούς τους τίτλους που φθάνουν με κιβώτια και συνιστούν με κάθε τρόπο, ευγενικές χορηγίες στις ανάγκες του ιδρύματος. Ο κύριος διευθυντής δεν έχει ιδέα για τις προτιμήσεις του κοινού και για τον ρόλο, ακόμη του βιβλιοθηκάριου. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να ασκήσει με ύφος τα καθήκοντά του και έπειτα να γευματίσει, όχι δίχως την επίδειξη μιας πρωτοφανούς βουλιμίας στην ταβέρνα του γερό Χόρχε που μοιάζει και αυτός ο ίδιος βγαλμένος μέσα από το λαρδί του χρόνου.
Ο Λουίς απόψε είναι κατάκοπος. Μάλλον η βροχή να τον υπέβαλε σε αυτήν την υπνηλία που τον εμποδίζει να κάνει το παραμικρό. Έχει μαζέψει τριγύρω του μια στοίβα από παλιά βιβλία που υπάρχουν δυο και τρεις φορές στα ράφια της βιβλιοθήκης. Κάτι του ψιθυρίζουν όλα μέσα από τις σελίδες τους, κάτι του λένε χαμηλόφωνα. Και είναι τόση η προσπάθεια του Λουίς να ξεχωρίσει τι είναι αυτό που μεμιάς αποκοιμιέται πλάι στο παράθυρο. Ο ήχος της βροχής που συνεχίζει, τα βιβλία που μιλούν ήσυχα από το βάθος του χρόνου, ο λύχνος που σβήνει αφήνοντας τα πάντα στη σκοτεινιά. Τίποτε τώρα πια δεν διαθέτει ένα πρόσωπο ή μια όψη, τώρα ακόμη και η ζωή κοιτάζει τριγύρω απεγνωσμένα για να βρει μια μορφή. Και σιγανά, σαν φιλί, σκύβει στον κόρφο του Λουίς.
Ανοίγει τα μάτια του ή έτσι νομίζει. Βρίσκεται σε κάποιο άλλο δωμάτιο από εκείνο της βιβλιοθήκης με τις πτέρυγες και τους διαδρόμους. Μια γυναίκα στέκει στον αργαλειό της. Είναι λυπημένη και ξηλώνει ένα υφαντό. Κοιτάζει κάθε τόσο από το παράθυρο, θυμίζει τα άλογα με τα ορθάνοιχτα ρουθούνια τους. Αντικρίζει μόνο τα αστέρια και μες στα χέρια κρύβει το πρόσωπό της. Δεν θα επιστρέψει ποτέ, ποτέ μονολογεί σαν τις γυναίκες που κατ’επάγγελμα θρηνούν τους νεκρούς σε εκείνες τις ατέλειωτες αγρυπνίες που καθυστερούν, – τίποτε περισσότερο δεν κατορθώνουν – τ’οριστικό αντίο. Συλλογιέται πως ίσως να χρειάζεται ένα χάδι, μα το όνειρο μεμιάς σκορπίζει, η γυναίκα, το υφαντό, ο αργαλειός. Η σαΐτα υψώνεται στον ουρανό καρφώνει ένα άστρο, εκείνο ματώνει, ακριβώς όπως ένας άνθρωπος και ευθύς το δωμάτιο παραχωρεί τη θέση του σε μια μεσημεριάτικη πολιτεία. Άνθρωποι που περνούν, όλοι με τον ίσκιο τους, εκτός από κάποιον που μοιάζει να ‘χει συντριβεί από μια παλιά ιστορία. Ίσως να είναι ο κύριος Πέτερ Σλέμιλ που σκέφτηκε να πουλήσει τον ίσκιο του για λίγη επίγεια ευτυχία μα τώρα οι άνθρωποι τον καταδιώκουν και αρνούνται κάθε κουβέντα μαζί του. Είναι ο διάβολος, μονάχα οι βρυκόλακες δεν έχουν ίσκιο, να τον περάσουμε από τον πάσαλο και άλλα τέτοια ακούγονται στις κουβέντες των ανθρώπων εκείνου του ολοζώντανου δρόμου.
Ακούγονται οι οπλές ενός αλόγου. Μια σιδερόφραχτη μορφή κάνει την εμφάνισή της σε εκείνο τον δρόμο. Τώρα όλα τρέμουν και σε λίγο θα έχουν χαθεί. Ο κύριος Σλέμιλ, ο ανύπαρκτος ίσκιος του, οι παρέες με τα δολοφονικά ένστικτα. Και ο δρόμος έχει επιστρέψει σε κάποιον παλιό καιρό, πάει να πει πως τυχόν ανέσεις έχουν εξαφανιστεί. Και μόνον οι πέτρες του δρόμου, τα χαμίνια και οι ξεπεσμένοι ιππότες στοιχειοθετούν τον κόσμο. Ο Λουίς στέκει εμπρός στον σιδερόφραχτο ιππότη. Εκείνος σταματά το άλογό του, ρίχνει μια ματιά στον νεαρό και με έναν τρόπο αφοπλιστικό επισημαίνει. “Εγώ, κύριε, σκοτώνω μόνο ανεμόμυλους” σημείωσε ο ιππότης με την παράταιρη στολή. Πίσω από το άλογό του πρόβαλε ένας άλλος τύπος, ντυμένος με τα κουρέλια του και με το χαμόγελό του. “Ακριβώς, κύριε, μόνο ανεμόμυλους” συμπλήρωσε και αυτός.
Τότε πήρε να φυσάει ένας μανιασμένος άνεμος που σάρωσε εκείνο τον δρόμο. Όλα γινήκαν σκόνη και ο Λουίς ένιωσε το παγωμένο νερό ως τους αστραγάλους του. Σε λίγο ολόκληρο το σώμα του ήταν μες στο νερό και γύρω ο άνεμος σφύριζε μανιασμένα. Κρατιόταν από ένα παλιό μαδέρι και πήγαινε όπου τον παράσερνε το κύμα. Μια νύμφη, με τη μορφή ενός δελφινιού, τον φίλησε και χάθηκε. Ο Λουίς ένιωσε πως πνίγεται, εμπρός του τα φώτα κάποιας νήσου του έδωσαν ελπίδα. Σύρθηκε ως την όχθη, μόνο ένας σκύλος βρέθηκε να τον καλωσορίσει. Του φίλησε τα χέρια και πέθανε ακριβώς εκείνη τη στιγμή.
Στο πρόσωπο του Λουίς έφεξε ένα δεμάτι ήλιου. Εκείνος ανασηκώθηκε λίγο από τη θέση του, σιγουρεύτηκε πως δεν είχε περάσει η ώρα και στάθηκε στα πόδια του. Του έκανε εντύπωση βεβαίως το γεγονός πως είχε μπλεγμένα στα μαλλιά του κοχύλια και πως τα ρούχα του ήταν βρεγμένα ως το κόκαλο. Τα χνάρια από τις οπλές ενός αλόγου πάνω στη μοκέτα έκαναν το πράγμα πιο μπερδεμένο. Ο ήλιος άφηνε τον ίσκιο από τα ράφια κάτω στο πάτωμα. Επρόκειτο για μια άσκηση πάνω στο ζήτημα του κυβισμού, δίχως άλλο. Μα ο δικός του ίσκιος είχε χαθεί. Γύρεψε στις τσέπες του τα λιγοστά του υπάρχοντα. Αντ’αυτών βρήκε ένα σημείωμα με την υπογραφή Πέτερ Σλέμιλ. “Αγαπητέ κύριε, δεν ήθελα να σας ξυπνήσω. Ο ίσκιος σας μου φάνηκε καθώς πρέπει. Και έτσι αποφάσισα να τον δανειστώ για λίγο καιρό. Θα σας τον επιστρέψω μόλις το μπορέσω. Με εκτίμηση, κύριε”. Θεώρησε πως έκανε μια πράξη καλοσύνης και δεν θύμωσε με τον κύριο Σλέμιλ, έχοντας μάλιστα λάβει τη διαβεβαίωσή του πως ο ίσκιος θα επιστραφεί.
Σηκώθηκε και άνοιξε τις κουρτίνες της βιβλιοθήκης. Ταχτοποίησε τα βιβλία που είχαν μαζευτεί τριγύρω του και κοίταξε να σουλουπώσει τον εαυτό του. Έπειτα καθώς τοποθετούσε τους τίτλους, ένιωσε πως όλα αυτά τα βιβλία συνθέτουν μια μεγάλη και ατέλειωτη ιστορία, έναν μύθο που διατηρεί ένα αίσθημα αντιζηλίας απέναντι στην ίδια τη ζωή. Έπειτα αποφάσισε να ζήσει για κάθε έναν από αυτούς τους ξένους ανθρώπους.
Τη σκέψη του διέκοψε μόνο ο ήχος της πόρτας που έκλεινε. Του φάνηκε σαν άγιος εκείνος ο τυφλός που στεκόταν στην είσοδο. Όταν ο Λουίς τον ρώτησε τι τάχα να γυρεύει σε μια βιβλιοθήκη, αυτός, ένας τυφλός ο άλλος γέλασε και με μια βραχνή φωνή, βγαλμένη μέσα από τους αιώνες, αποκρίθηκε. “Μου πήραν τα μάτια, μα μου άφησαν τα πάντα, κύριε”. Έπειτα πήρε να μιλάει ώρες ολόκληρες για τον χρόνο και τους χαμένους θεούς, για ξύλινες, εχθρικές ασπίδες και στρατιές και περιδέραια από άγρια δόντια. Και για τον χρόνο ακόμη του μίλησε, εκείνος ο τυφλός, ένα τύπος όλων ανεξαιρέτως των αιώνων, μια κοίτη για να καταλήξουν κάποτε όλα τα νερά και από την αρχή να μοιραστούν, ζωντανεύοντας την άνυδρη γη.
Ως το μεσημέρι η σκιά του είχε επιστρέψει καθώς και η πεποίθηση πως ο τρόπος που τελειώνουν τα βιβλία δεν είναι ποτέ οριστικός. Κάθε φορά, κάτω από τη λάμπα του αντικρίζει με όρους ζωντάνιας, μια ιστορία που μοιάζει με αρχαίο εικόνισμα.
Αυτή είναι λοιπόν η ιστορία του Λουίς, του βιβλιοθηκάριου που τα ‘βαλε με τον χρόνο και τον κέρδισε. Όσο για τον τυφλό, τρύπωσε μες στους διαδρόμους και εξαφανίστηκε, βρίσκοντας καταφύγιο μες στις ιστορίες που για πάντα θα τις πιστεύουμε, θαυμαστά πραγματικές, σχεδόν απίστευτες και ανθρώπινες μαζί.
Α.Θ
*ο λύχνος