μια ιστορία αλληγορική, μια μεταφορά, σαν αυτές
που γεννούν εδώ και εκεί
τον έρωτα
“Προσοχή, προσοχή”, φώναξε ο παράξενος εκείνος τύπος. Όλοι στραφήκαμε να τον δούμε, κάπως ανήσυχοι μην τύχει και είναι του λόγου του κανένας φονιάς, θρησκόληπτος. Ευτυχώς, δεν είδαμε παρά κουρέλια και ένα τρελό βλέμμα. Ήταν ο αποσυνάγωγος του χωριού, με την διαλυμένη του καρδιά και το νου τον συννεφιασμένο, ποιος ξέρει από ποια αιτία.
“Προσοχή, προσοχή”, επανέλαβε. “Κάπου εδώ τριγυρίζει τ’αδέσποτο της ποίησης. Προσέξτε τα πορτοφόλια σας, τα πράγματά σας τα ακριβά. Όλους μπορεί αν το θέλει να τους γελάσει τούτο τ’ορφανό. Με έναν στίχο, με μια διατύπωση γεμάτη μυστήριο μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω. Να σας γκρεμίσει από τη ζωή σας την ψεύτικη. Για αυτό προσέξτε, αδέσποτο θα φανεί ανάμεσα στα πόδια του τραπεζιού σας, μια και δυο θα γελάσει, της προσοχής σας θα διαφύγει. Έχει το πρόσωπο του τραγουδιού, μα δεν είναι καθόλου τέτοιο. Σταλάζουν σημασίες τα μάτια του και είναι γυμνό, ρούχο δεν έχει ανάγκη καμιά για να φορεί. Γελάει με τα παθήματά σας μα κατά βάθος έχει μια σκοτεινιά μες στην καρδιά του. Τι πράγματα φοβερά θα του συνέβησαν, κανείς δεν θα τα μάθει, πώς κατέληξε στους δρόμους, πώς σώθηκε από ένα σωρό μελοποιήσεις κανείς δεν ξέρει. Πώς στέκει σήμερα εκεί, ανάμεσα στα τραπεζάκια της προκυμαίας, με έναν κόμπο στο λαιμό και ένα χάδι στην καρδιά, κανείς δεν θα το μάθει. “Προσοχή, προσοχή”, φώναξε ο παρίας και πήρε το δρόμο νεράκι το νεράκι, ώσπου και χάθηκε μες στο μισοσκόταδο.
Και έμειναν οι παρέες άναυδες και χαμογελαστές, κάπως αμήχανες και λυπημένες. Συνέχισαν την όμορφη βραδιά τους κάτω από τ’άστρα και έγιναν για λίγο άνθρωποι ποιητικοί, πάει να πει υπέκυψαν δίχως τέλος σε τούτο το πραξικόπημα της ωραίας της νυχτός με τα άστρα και με τα πλάσματα της τα απόκοσμα. Και η νύχτα εξακολούθησε και όλοι μελαγχολήσανε μια στάλα, μα δεν είπαν τίποτε. Θυμηθήκανε πριν από χρόνια που καθίσανε να φτιάξουνε τον κόσμο, μα ήταν οι εικόνες πια θολές και ο χρόνος είχε κυλήσει κόντρα στην ποίηση που στέκει σαν κλεφτοφάναρο πάνω από τον κόσμο.
Προσοχή, προσοχή, επειδή εκεί που στέκει σίγουρη, βέβαιη η ζωή σας, έρχεται εκείνο τ’αδέσποτο. Μια ασθένεια του αίματος που κρατάει δεκαετίες επιστρέφει αγριότερη, σαν τρέλα και σαν οδύνη. Προσοχή, προσοχή, τούτο το φαινόμενο μοιάζει πεισματάρικο και κάνει τη ζωή σου να μοιάζει μάρτυρας μοναχικός όλων εκείνων που θέλησες και τώρα ξεμακραίνουν αλαργινά, σαν την περαμάτα του κυρ Φώτη του Κόντογλου που περνάει και χάνεται έτσι όπως την οδηγούν τ’άστρα και οι αέρηδες. Προσοχή, προσοχή, σε ετούτο το “πολύ” που κρύβεται μες στο ελάχιστο και το μικρό, προσοχή, προσοχή στην ποίηση που τριγυρίζει αδέσποτη μες στο αίμα μας, ένα βάθος παιδιάστικο που κινδυνεύει να μας παρασύρει.
“Εσείς τον γνωρίζετε αυτόν τον παράξενο άνδρα;”, ρώτησε κάποιος από μια μεγάλη παρέα. Γελούσε, μα όλοι μες στα μάτια του είδαν κάτι σαν φόβο, έναν αιθέρα ποιητικό τριγύρω από τη μορφή του. “Πάνε χρόνια που γυρίζει σε τούτα τα μέρη. Κανείς δεν ξέρει πώς τον λένε, μήτε από πού κρατάει η σκούφια του. Εμείς εδώ τον φωνάζουμε Ντίνο”.
Κανείς δεν είπε τίποτε και όλοι επιστρέψανε στις κουβέντες τους τις συνηθισμένες. Μονάχα κάποιος σε μια απόμερη γωνιά έσκυψε με ευλάβεια και έδωσε κάτι που ‘χε μείνει σε εκείνο το αδέσποτο το ποίημα που μας γυροφέρνει με μια διαγώνια από την Θεσσαλονίκη ίσαμε την καρδιά μας.
Ελπίζω να καταλάβετε τι θέλει να πει ετούτη η ιστορία και τι σημαίνει να βαθαίνει τ’απόγευμα, τι σημαίνει να περνούν μαγεμένες οι στιγμές από το πλάι σου, τι δαίμονας θαλασσινός φυσάει καμιά φορά, τι τρελός νοτιάς από εκείνη την απόπειρα τη ζωγραφική που παλεύουν οι λέξεις να εκπληρώσουν, αποφεύγοντας τις πόζες, τους μορφασμούς. Ελπίζω να καταλάβατε για τι πράγμα σας μιλά ετούτη η ιστορία.
Α.Θ