Τ’ αποτρύγι

© Aaron Siskind

Μια ιστορία με αργαλειούς και με σαΐτες
και με άνθη κοριτσιών
που όμως μαράθηκαν

 

Άλλο σκοπό δεν είχε. Σηκωνόταν αχάραγα και καθόταν στον αργαλειό της. Άγγιζε τα ξύλα, περνούσε τα νήματα με τρυφερότητα σαν μόλις να μάθαινε την αγάπη. Και έπειτα έπαιρνε φωτιά το ροδάνι και η σαίτα επέταγε. εδώ και εκεί, σαν το όνειρό της. Η μάνα την μάλωνε μα εκείνη την κοιτούσε με κάτι υγρά σαν δάση, μάτια. “Για όταν φανεί, μάνα” και έπειτα επέστρεφε στα νήματά της. Όταν σηκωνόταν τ’άστρο της νυχτός, τότε και μόνο τότε παράταγε μονάχο του τον αργαλειό της. Του ‘ ριχνε μια ματιά πίσω από το τζαμωτό και έλεγε μονάχη της, “για όταν φανεί, για όταν φανεί, ακριβέ μου”. 

Κοιτούσε πέρα την κοιλάδα, η ώρα περνούσε, σε λίγο θα’πεφτε το σκοτάδι, βάμμα, καθώς λένε νυκτός. Τότε περνούσε στο όνειρο η Ηρώ, τα βλέφαρά της βάραιναν και ήταν σαν κέρινη, μες στα πολύχρωμα φουστάνια της, τ’αγορασμένα. Έβαζε στο νου της σχέδια και πουλιά, ρόδα και πορτοκαλιές με άνθη στριφογυριστά. Τίποτε δεν θυμόταν το πρωί, μα σαν καθόταν και πάλι στον αργαλειό της, όλα αποκτούσανε σαν πάντα μια διαύγεια αληθινή, σαν να κοιτάς τα πράγματα μες στον πρώτο τους βυθό. Μια νύχτα θα γίνει νήμα, τα άστρα θα δέσει μεταξύ τους. Μια νύχτα θα υφάνει όλους τους αστερισμούς, της Βερενίκης τα μαλλιά και τον αποσπερίτη τον άγιο. Μια νύχτα, θα δεις, “πως θα φανεί”. Και τότε όλη ετούτη η προσπάθεια δεν θα ‘ναι μια χαμένη ευκαιρία, μα κάτι περισσότερο. Η ζωή ας πούμε που υφαίνει το πρόσωπό της. 

Κάθε πρωί σηκωνόταν  η Ηρώ μες στα χαμένα. Έφτιαχνε τις πλεξούδες της, ίσιωνε το φόρεμά της, βρίσκαν οι ρίγες τη θέση τους και ο κόσμος τη θέση του μες στο φως,  σαν πάντα. Τι όμορφη που ήταν η Ηρώ κάθε πρωί. Γυρνούσε μες στην κάμαρή της, σαν το πουλί που ξέφυγε από το κλουβί του. Και μια κρίσιμη στιγμή την πόρτα άνοιγε και γλιστρούσε σαν χίμαιρα να πιει τη μέρα που αρχινούσε. 

Μα εκείνη τη μέρα, η καρδιά της κόπηκε στα δυο, σαν είδε πως έλειπε ο αργαλειός της. Η μάνα, που δεν μπορούσε να την βλέπει να μαραζώνει εμπρός στη μηχανή, ανένδοτη για το όνειρό της τα κανόνισε όλα. Μονάχη της βρήκε να τον πουλήσει, ρώτησε και τον παπά. Εκείνος τη συμβούλευσε να μην τον πειράξει μα η μάνα δεν έδωσε σημασία. Την είχε παρμένη την απόφασή της και αργά τη νύχτα ήρθαν και τον πήραν. Στάθηκε να μετρήσει την απόφασή της, για μια στιγμή το μετάνιωσε. Μα έπειτα είδε που ξεμάκραιναν οι αγοραστές με την ξύλινη κατασκευή ίσα να ξεχωρίζει μες στο παρήγορο το φέγγος και θεώρησε τελειωμένη την υπόθεση. Σε λίγο θα ξημέρωνε, η Ηρώ θα τα’βαζε μαζί της, επειδή το ‘ξερε πως εκείνη ποτέ δεν τον αγάπησε τον αργαλειό της. “Για όταν φανεί” της έλεγε η μικρή και εκείνη κουνούσε το κεφάλι και ασχολιόταν με πράγματα αδιάφορα. Κάτω από την λάμπα την καπνισμένη τα ‘βαζε όλα να φανερωθούν και έπαιρνε να συλλογίζεται τον βίο της. 

“Γιατί, μάνα;”, μόνο αυτό της είπε. Έπειτα έσκυψε εκεί που ‘χε απομείνει το χνάρι της μεγάλης μηχανής. “Και όταν φανεί, μάνα; Όταν φανεί, πες μου, τι θα κάνω, όταν με ρωτήσει για τα προικιά μου, γιατί δεν μιλάς βρε μάνα; Πες μου, τι σου ‘φταιξε ο αργαλειός καλέ μάνα, εγώ, πες μου τι σου ‘φταιξα;” Και η μάνα την κοιτούσε γελώντας  και αθόρυβα προχωρούσε τις πρωινές της μέριμνες, τις τόσο συνηθισμένες. “Εκεί, μάνα, θα  ‘πλεκα τον μενεξέ, τον άπαλό νάρκισσο με μύρτα θα σκάρωνα και κρόκο γλυκό, εκεί, τον κατακόκκινο υάκινθο θα ύφαινα με το χρώμα του, εκείνο που τ’αγαπάν οι εραστές τόσο παράφορα. Και το στεφάνι, στις μυρωμένες πλεξούδες θα φτιάχνα, μάνα, και όμως” και έπειτα έπεφτε μια σιωπή επάνω στη φωνή της σαν να την βάραινε μια στέρηση. Και όσο τα’λεγε όλα αυτά η όψη της μαραινόταν. Πάνε τα μεγάλα, τα μαύρα μάτια, τα καμωμένα με το σπίρτο, ο κεχριμπαρένιος ο λαιμός πάει και αυτός, όλα τσάκισαν. Όλα γίνηκαν σκόνη αμίλητη και μεμιάς πέρασαν στην άλλη πλευρά της πραγματικότητας. Η Ηρώ έβγαλε μια κραυγή σαν του ζώου και σαν την καταιγίδα και μεμιάς πέρασε στην άλλη πλευρά. Εκεί που την προσμένουνε ωραία παιδιά, περιβολάρηδες, εκεί που λειτουργεί η νοσταλγία με το θυμιατήρι της μνήμης μες στους ναούς της καρδιάς και της επιθυμίας.  

Την είδε η μάνα της που γίνε λευκή, σχεδόν διάφανη, πήγε να φωνάξει έντρομη το ιατρό μα η καρδιά της Ηρούς την είχε προδώσει για πάντα. Το μικρό σπιτάκι ντύθηκε στα μαύρα και οι καθρέφτες σκεπάστηκαν, όπως αρμόζει σε τέτοιες περιπτώσεις. Τώρα πια ήταν ένα σπίτι τόσο πλούσιο σε θάνατο και σε σιωπή, τώρα που είχε χαθεί η Ηρώ μες στην μεγάλη της πίκρα.

Τ’άλλο πρωί ήρθε ο παππούλης και την διάβασε. Φορούσε τ’ωραίο της φουστάνι και ήταν σαν να κοιμόταν, με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο χαραγμένο στο τελευταίο της πρόσωπο. Την κηδέψανε κατά το μεσημεράκι και όλοι λέγανε που η μάνα της δεν έχυσε μήτε δάκρυ. Αργά το βράδυ επέστρεψε με τον αγωγιάτη στο κοιμητήρι. Ένας όγκος φαιός έστεκε στο φόντο. Ο οδηγός βλαστήμησε μια δυο φορές και έπειτα η σούστα σταμάτησε δίπλα στον φρέσκο τον τάφο. Ένας βαστάζος κατέβασε τον παράξενο όγκο. “Μα τι τον θες τον αργαλειό καλέ γριά;”, “για όταν φανεί” έλεγε εκείνη και έπεφταν δυο βροχές πάνω στο πρόσωπό της, μόνο το δικό της. Όλα μοιάζανε τριγύρω δίχως ηλικία  και οι χρονολογίες, μαρτυρίες της ζωής που σώπασε. 

Και έβαλε τον αργαλειό πλάι στο μνήμα του κοριτσιού και άρχισε να υφαίνει και το ροδάνι γύριζε και γύριζε παίρνοντας το νήμα σε άκρες σκοτεινές και μακρινές. Και η σαίτα θαρρείς πως με τον ήχο της δεν μιμούταν παρά τον θόρυβο που κάνουν οι τρομερές τροχαλίες αυτού εδώ του κόσμου, κάθε που γυρνά η μοίρα. Και τ’αποτρύγι της φωνής του κοριτσιού που τόσο αδόκιμα εχάθη, ακουγόταν μες στη νυχτιά που ‘λεγε, “για όταν φανεί, μάνα, για όταν φανεί”. 

Α.Θ