Μια ιστορία και ένα τραγούδι
Το είχε ζυγίσει καλά. Πάει να πει το είχε υπολογισμένο. Πρώτα θα ψήφιζε, η κάλπη ήταν στημένη έτσι και αλλιώς, είπε και γέλασε. Και μετά θα ξεχυνόταν στη λεωφόρο, θα ‘χε με το μέρος του – κάτω από τα πόδια του – εξακόσια κυβικά, κάπως κουρασμένα βέβαια μα έχει εκείνος ο άνεμος στο πρόσωπό σου μια αδιαπραγμάτευτη σημασία.
Όταν έφτασε έξω από την αίθουσα που αφορούσε το αρχικό γράμμα του επιθέτου του, διαπίστωσε πως θα πρέπει να περιμένει πολύ περισσότερο. Όλοι μοιάζανε ευτυχισμένοι, ερχόταν η σειρά τους και ίσως επάνω στο χέρι τους να κρυβόταν το κλειδί του μέλλοντος. Ο τύπος με τα βατραχοπέδιλα που γελούσε και ίδρωνε ντυμένος την αδιάβροχη καταδυτική του στολή, κρατιόταν με δυσκολία είναι η αλήθεια. Ευτυχώς τραβούσε με τον αναπνευστήρα του τον καθαρό αέρα της Ευρώπης που φυσούσε μες στην αίθουσα. Μερικοί Άραβες παρακολουθούσαν από τη γωνία, παρατηρητές λένε μα είναι οι μαύρες τους βαλίτσες, ο αληθινός σκοπός της επισκέψεως.
Τον τύπο με τα βατραχοπέδιλα τον πήραν οι ιατροί. Του αφαίρεσαν τη στολή και τώρα ανασαίνει σαν σπάνιο ψάρι σε μια άλλη αίθουσα. Παίρνει τις πρώτες κατά το λεγόμενο βοήθειες που μάλλον – η κατάστασή του το επιβάλλει δηλαδή – πρέπει να επεκταθούν σε μια μονάδα εντατικής φροντίδας.
Η ώρα περνά, οι ειδοποιήσεις πέφτουν βροχή, “οι πύλες άνοιξαν, σε λίγο φτάνω. Θα κρατώ το χέρι μου και έτσι δεν πρόκειται να με χάσεις μες στο πλήθος. LOL” Τώρα μοιάζει ανήσυχος, οι ιατροί τον περιτριγυρίζουν, “έχετε πιει, φυσήξτε εδώ παρακαλώ”, από τον επάνω όροφο ακούγονται ποδοβολητά, φωνές. Ο αλλοτινός δύτης κρεμιέται από το μπαλκόνι και βάζει τις φωνές “μην τους αφήσετε, μην τους αφήσετε”, μα η αλήθεια είναι πως επικρατεί γενική αναταραχή, το πλήθος σπρώχνεται, κάποιος αρπάζει την κάλπη και τρέχει, προς στιγμή μου ‘ρχεται στο νου ο μύθος της Ευρώπης, ποιος οίστρος να στάθηκε τώρα η αφορμή;
Να θυμηθώ να γράψω μια σημείωση για όλα αυτά, όμως αφού έχουμε συναντηθεί και αφού κάτω απ’τ’άστρα ενός εφηβικού καλοκαιριού θα’χουμε πει τα πάντα με τα τραγούδια και θα’χουμε να μοιραστούμε μια ζωή, εκεί στην κερκίδα, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους , όσους περνούν από τους δρόμους της μουσικής και έτσι μαθαίνουν να αντέχουν τις εκλογές, τους χωρισμούς, τον κίνδυνο, τον χρόνο, το θάνατο.
Οι αστυνομικοί σπεύδουν, οι ιατροί ορμούν, οι νοσηλευτές, μερικοί θαρραλέοι λέγοντας “για την Ευρώπη ρε γαμώτο” εγκαταλείπουν τις γυναίκες τους μες στον θαυμασμό που τρέφουν εκείνες, πρώτη φορά μετά από την φθορά του γάμου, για την ηρωική τους πράξη. Τώρα είναι η ευκαιρία, τότε που πρέπει να βρεις το κουράγιο μονολογεί και με μια επιδέξια κίνηση το σκάει προς τις σκάλες του ορόφου. Όλα εντάξει, κανείς δεν τον είδε, στριμώχνεται, σπρώχνει, κλωτσάει, χαμογελάει μα τελικά τα καταφέρνει. Βρίσκεται εκτός και τα εξακόσια του κυβικά μοιάζουν η μόνη εγγύηση για μια υπέροχη στιγμή. Τα φώτα του σταδίου ξεχωρίζουν ανάμεσα στον πυκνό ορίζοντα της πόλης, στην τσέπη του φθάνουν μικρές δονήσεις, μηνύματα που ίσως γράφουν “αργείς;”, “όσο σε περιμένω, είμαι και πιο σίγουρη, μην αργήσεις”, “ίσως δεν έρθεις, αυτό είναι σωστά;”.
Μα τώρα όλα αυτά πάνε. Οι δυο τους χειροκροτούν, για λίγο ακόμη μόνοι όσο τα τραγούδια ξετυλίγονται. Φεγγάρια, πλανήτες και οι δυο τους που πλησιάζουν, πιο κοντά και οι ανάσες τους μπερδεύονται την ώρα που τα φώτα χαμηλώνουν και ακούγεται το ρεφραίν. Τώρα έχουν τα μάτια τους κλειστά και δεν είναι μόνοι πια. Κοιτάζονται, γελούν, δεν βρίσκουν τον λόγο να σταματήσουν και από καιρό πια ερωτευμένοι, μπορούν να λένε πως τα κατάφεραν μια χαρά με εκείνο το πρώτο τους φιλί.
Ο Ρικ και η Σάλι απέχουν από ότι δεν σημαίνει χαρά και ομορφιά, τη μόνη δικαιοσύνη που λογαριάζουν ν’αξίζει. Απ ότι δεν σημαίνουν ποιήματα και φιλίες και έρωτες που κρατούν για πάντα, η Σάλι και ο Ρικ απέχουν.
Α.Θ