Η σκουριά μας

ο νυκτίλοχος της ελληνικής ποίησης,
Γιάννης Βαρβέρης

 

Χάθηκα και δεν είχα ιδέα πού βρισκόμουν. Μόνο κάτι χαμηλά σπιτάκια, εδώ και εκεί οι φιγούρες μες στο σύθαμπο, ανεξιχνίαστες και κομμάτι απροσδιόριστες. Περαστικός δεν υπήρχε για να ρωτήσω και έτσι τράβηξα κατά τ’αχνό το φως. Έφθασα απ’έξω και διάβασα την επιγραφή. “Μορφεύς”, λαϊκό κέντρο, ζωντανή ορχήστρα. Με προσπεράσανε δυο τρεις που κατεβήκανε την παλιά τσιμεντένια σκάλα. Βγάλανε τη ρεπούμπλικα τους, πρόσωπα δεν είδα μόνο που χανόντουσαν πίσω από την πόρτα με το φινιστρίνι. 

Η βροχή άρχισε να πέφτει και είπα, δεν βαριέσαι.  Κανά δυο τραπέζια, κάτι μόρτηδες βασισμένοι στη μελαγχολία και το μεθύσι τους. Στο βάθος τα βαρέλια και στους τοίχους κάτι κάδρα, τοπία θαλασσινά. Στη μέση η φωτιά και όλο το μαγαζάκι μες στην ομίχλη του, θαρρείς κάπου ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Ήρθε το παιδί, μ’άφησε το κρασί και έφυγε. Άμα ξανάρθει θα τον ρωτήσω τι είναι ετούτο εδώ το μέρος. 

Έξω η βροχή σαν ατέλειωτη κηδεία, όλο περνούσε, αφήνοντας σημάδια στα περιθώρια του δρόμου. Και το κρασί να’ναι δυνατό και οι αναμνήσεις μπερδεμένες και ο κόσμος πνιγμένος μες στην ομίχλη. Μια κούραση είχε πέσει παντού και άλλος δρόμος δεν υπήρχε για τους μόρτηδες που είχαν ακροβολιστεί στα τραπεζάκια του ωραίου και ξαφνικού κέντρου.

Περί τα δέκα λεπτά που ‘χα φθάσει σε εκείνο το μέρος, τα μέλη της ορχήστρας προβάλανε μέσα από τους καπνούς. Πήραν τις θέσεις τους και η σάλα αναθάρρεψε κάπως. Κανά δυο παραγγελίες επαναλήφθηκαν. Με μια σπηλαιώδη φωνή  εκείνος που καθόταν εμπρός από τον βορινό τοίχο, έδωσε τη διαταγή. Και η ορχήστρα πήρε εμπρός σας καλοκουρδισμένη μηχανή ή σαν κουτί μουσικό και μυστικό που ανοίγει στα χέρια του παιδιού. 

Κάποιος βλάμης στην άλλη γωνιά, άναψε ένα σπίρτο. Ο κόσμος πήρε φωτιά και σαν να φωτίστηκαν αλλόκοτα τα πρόσωπα των θαμώνων. Ήταν όλοι τους ποιητές χαμένοι από καιρό. Και το ‘φερε η τύχη που λέτε  ετούτο το κεντράκι των ποιητών που χαθήκανε. Πίνω απόψε και είναι από εξάντληση που σπάνε οι καρδιές. Ώστε, “Μορφεύς”, πάει να πει ένα κεντράκι στο πουθενά μιας συνοικίας. Εκεί πηγαίνουν να θυμηθούν οι νεκροί ποιητές, όσοι χαθήκανε τόσο ξαφνικά από το στερέωμα με ένα θάνατο στα μάτια τους αδέκαστο και αξεπέραστο. Ήπια στη μνήμη των ποιητών αυτών.

“Νυκτερέτης;”, ρώτησε ο διπλανός. Επρόκειτο για κάποιον γύρω στα εξήντα. Στεκόταν χαμογελαστός με μια έκφραση ολότελα αινιγματική. Τώρα η ορχήστρα αργοσβήνει μόνη.  “Μάλλον νυκτίλοχος”, σχολίασε με μια προσέγγιση όλο πονηριά, θίγοντας πράγματα προσωπικά. “Πάει να πει πως κωπηλατεί μες στη νύχτα, αυτός ο κάποιος. Γυρεύει λέει το οριστικό και τ’αληθινό, το σχήμα των πραγμάτων. Επεξηγήσεις αγαπητέ, η ζωή παρέχει τις εξηγήσεις και ο θάνατος τις βεβαιότητες”. Σοφή μου φάνηκε η πιο πάνω παραδοχή και ίσαμε που χαμογέλασα λιγάκι. “Η ελπίδα, αγαπητέ μου, μας έκανε δριμεία ζημιά. Και αρχινάμε όλοι τις νυκταγωγίες και άκρη δεν βρίσκουμε¨. Σκέφτηκα την ποίηση που δίνει μια παρηγοριά, ωστόσο εκείνη ακριβώς τη στιγμή μπήκε με το τραγούδι η ορχήστρα. “Ξέρετε, η γενική μελαγχολία ακολουθεί την μόνη δυνατή κίνηση, μια “προς τα άνω” πορεία. Έτσι και η λύπη σας, σε λίγο θα στέκει επάνω στο τραπέζι και όλα τριγύρω θα δείξουν χαλκευμένα. Μόνο η μουσική και μια μακέτα ονείρων παλαιών θα απομείνει. Ξέρω, είναι σκληρό αγαπητέ, μα είναι κάτι ώρες που τα μάτια σπάνε” και ευθύς φάνηκε η αίσθηση του κενού, κάτι το ευφάνταστο μες στην πραγματικότητα, ένα προμήνυμα της.

Σκέφτηκα να τον ρωτήσω σε τι ακριβώς αναφερόταν. Μα εκείνος, ποιητής και αυτός ανάμεσα σε όλους τους άλλους, με τη μυστική, τη δεύτερη ζωή τους, είχε κιόλας χαθεί. Πρόλαβα να δω λίγη από τη νύχτα που ξεπάγιαζε εκεί έξω. Μια ιδέα της τρύπωσε μες στο κεντράκι και σκάρωσε κάτι υπέροχες, σύνθετες λέξεις. Η ορχήστρα ανακοίνωσε ολιγόλεπτο διάλειμμα και ένας μετά τον άλλον, οι οργανοπαίχτες πέρασαν στην ιστορία. 

Ο τελευταίος, με το σακάκι του στον ώμο βαλμένο και μια εγκόσμια υγρασία στο μέτωπό του,στάθηκε μια στάλα. “Ο Γιάννης θα ξανάρθει;” Δεν ήξερα τι να απαντήσω, εγώ που ήθελα μόνο να βρω έναν τρόπο να τραβήξω για αλλού. Μα είχαν όλα τώρα πια μεταβληθεί σε μια ρωπογραφία και είχαν όλες οι απαντήσεις χαθεί. “Ο Γιάννης;”. Ο οργανοπαίχτης μου εξήγησε πως ο άνθρωπος με τον οποίο είχα εκείνη την ελαφριά κουβέντα ήταν ο αλησμόνητος ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης.  Τον είχα συναντήσει και παλιότερα, μες στις λαϊκές τοιχογραφίες των παρεκκλησιών και των ανθολογιών. Φαίνεται πως δραπέτευσε και διέφυγε του κινδύνου να ξεχαστεί. “Να του δώσετε χαιρετίσματα, αν ξαναφανεί από τον άλλον τον κόσμο. Να του πείτε, χαιρετισμούς από τον φίλο του Σωτήρη. Και να του θυμίσετε, να του πείτε δηλαδή με βεβαιότητα, αλήθεια είναι πως τα ποιήματα με τη μνήμη γράφονται”. 

Στο μεταξύ όλα τα αλλοτινά τα ξέχασα. Και έγινε ετούτο το κεντράκι συνήθεια αγαπημένη. Σαν να λέμε, κατοίκησα για πάντα σε κάποιον στίχο. Ο Γιάννης δεν ξαναφάνηκε. Αργότερα διάβασα όσα έγραψε με δάκρυα στα μάτια. Ήταν τα μεγάλα του ποιήματα. Απάνω στης καρδιάς μας τη σκουριά πάτησε και στις 25 του Μάη το μακρινό 2011 στην βάρκα μπήκε και εχάθη για εκεί που οι πύργοι αναποδογυρίζουν και τα άνθη ξυπνούν το καταχείμωνο. 

Α.Θ