Ιστορίες από την πόλη.
Με μια κιθάρα.
Το πρωί που κατηφόριζε την ένατη οδό, έναν δρόμο τόσο πλούσιο σε φτώχεια, ένιωσε βαριά την καρδιά του. Ο Λίο από τ’απέναντι πεζοδρόμιο, σχεδόν μια ζωή οδοκαθαριστής, σαν συνεργείο μετά τη νύχτα, του φώναξε “καλημέρα Μπο”. Όμως εκείνος συνέχισε τον δρόμο του και όταν ο Λίο τον πλησίασε με την συρμάτινη σκούπα του, μια μάγισσα βγαλμένη μέσα από τα υπόγεια του δημαρχιακού μεγάρου, και όταν ακόμα επέμεινε να μάθει τι συμβαίνει στον παλιόφιλό του, ο Μπο, αποκρίθηκε, “Δεν θέλω να μιλήσω για αυτό” και χάθηκε στην κατηφοριά.
Στη διασταύρωση χτύπησε το τηλέφωνό του. Απάντησε βαριεστημένα και ίσως κάπως ενοχλημένος. “Παρακαλώ” και από την άλλη μεριά ακούστηκε ο πατέρας του που του γύρευε έναν λόγο για την απουσία του από το καθιερωμένο δείπνο της οικογένειας. “Ξέρεις τ’αδέρφια σου δεν είναι υποχρεωμένα και όμως…”. Μα ο Μπο του έκοψε τη φόρα και δίχως να αυξήσει την ένταση της φωνής του, απάντησε, “Δεν θέλω να μιλήσω για αυτό”.
Ο δρόμος γέμιζε και λεπτό το λεπτό οι πλανόδιοι πραματευτάδες βρίσκανε τα πόστα τους. Είχαν απάνω τους ακόμη τα σημάδια του ονείρου μα η πόλη με τους καπνούς, τις ατυχίες και τις εκπλήξεις της έπαιρνε πάλι εμπρός, τους παρέσερνε σαν θάλασσα. Ο δρόμος έμοιαζε με ένα εικοσάχρονο παιδί, σχεδόν καθαρός, λουσμένος στο φως. Εδώ και εκεί ο ήλιος σκάρωνε ανεμώνες εκεί που μέχρι πριν δεν υπήρχε τίποτε, τίποτε.
Το κορίτσι – θα ξέρετε πώς μοιάζει αν φέρετε στο νου σας τις βιολετέρες της Μαδρίτης, λίγο ομορφότερες απ’τ’άνθη του καλαθιού τους, λίγο ομορφότερες – του χάρισε ένα λουλούδι. Εκείνος αρνήθηκε ευγενικά, εκείνη επέμεινε, τα μάτια της βουρκώσανε κάπως, σε λίγο θα πέσει μια βροχή, θα δεις, μια βροχή, εκεί μέσα.
“Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ένα λουλούδι”, του ‘πε και εκείνος απάντησε, “εγώ μπορώ”. “Πώς το κατάφερες αυτό;”, σχολίασε εκείνη και παράτησε την προσπάθεια. “Δεν θέλω να μιλήσω για αυτό” είπε και προχώρησε, ίσια στη μέρα που μπορεί να ξελογιάσει όλες τις έτοιμες από καιρό καρδιές, μια μέρα ακόμη, που μας αφήνει να ζούμε σαν συλλαβές μες στα μυθιστορήματα που σκαρώνει.
Ήταν τότε που συνάντησε τον εαυτό του στην απέναντι βιτρίνα. Ντυμένος με το πένθιμο κοστούμι του, ένα γραβατωμένο σκίτσο, ο εαυτός του τού φάνηκε αστείος. Έκανε μερικές κινήσεις που ξένισαν τον διπλανό του και απομακρύνθηκε δυο βήματα. Ο Μπο συνέχισε, έβγαζε το καπέλο του και το φορούσε πάλι. Οι κινήσεις του γίνονταν ολοένα και πιο θεατρικές, ο Μπο έπαιζε με τον εαυτό του στα βάθη της βιτρίνας και είχε πια ξεχάσει το ωράριο και την καθώς πρέπει ζωή του. Όλα όσα τον αφορούσαν υπήρχαν εκεί, ακριβώς απέναντί του. Τα αμάξια κόβανε τη μορφή του στα δυο, μα γρήγορα όλα διορθώνονταν, τόσο γρήγορα, πίστεψέ με. Μπορούσε να δει πώς μοιάζει κάποιος που του ‘χουν πάρει τα πάντα. Κάπως λυπήθηκε και κρέμασε τα χέρια του, σαν θλιμμένος μίμος και το πλήθος περνούσε από το πλάι του κατά κύματα. Και ο Μπο στα βάθη της βιτρίνας, έβρισκε κάτι δικό του που το ‘χε λησμονήσει, κόσμους μικρούς , παρατημένους, δίχως λόγια, έξω από τον χρόνο πια. “Μήπως χρειάζεστε βοήθεια;”, ρώτησε ένα νεαρός μα ο Μπο, αρνήθηκε ευγενικά και είπε, “Δεν θέλω να μιλήσω για αυτό”.
Άρπαξε τον εαυτό του μέσα από την βιτρίνα εκείνου του μαγαζιού και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Στην αρχή του φάνταζε νεκρός, όπως ο Μπωντλαίρ ή ο Ευριπίδης, μα αργότερα, βρήκε στις τσέπες του σακακιού του λίγο κουράγιο. Τρύπωσε μες στο μαγαζί με τις μεταχειρισμένες κιθάρες και αγόρασε μια για είκοσι δολάρια. Οι χορδές της τέλειωναν με περίσσευμα, κάπως κατσαρές τριγύρω από τα κλειδιά που δεν υπάρχουν παρά μόνο σε μια κιθάρα, ποτέ στη ζωή μας. Και στάθηκε απέναντι απ’εκείνη την βιολετέρα που δεν είναι από την Μαδρίτη αλλά από το καθ’όλα χιονισμένο και ξεχασμένο Άρκανσο. Ζει και δουλεύει στην μεγάλη πόλη και ελπίζει πως θα ερωτευτεί και πως θα σκαρώσει ένα σπιτικό για να’ναι πάντα περήφανη, μεγαλώνοντας ένα τρυφερό, μικρό, θανατηφόρο αμερικάνικο όνειρο.
Εκτός και αν κατορθώσει να ακούσει το τραγούδι του Μπο απ’τ’απέναντι πεζοδρόμιο. Που γρατζουνάει αδέξια την κιθάρα του και χαμογελάει. Το κορίτσι τον τον πλησιάζει, κρατά το ίδιο εκείνο λουλούδι. “Τώρα θα το πάρεις; Για αυτό γύρισες;”, τον ρωτά και εκείνος της λέει, πως ένα λουλούδι ποτέ δεν είναι μια αδιάφορη αιτία. “Και πώς το μετάνιωσες, ε τι γίνηκε μες στην καρδιά σου, λοιπόν;”, πρόσθεσε με μια δόση ειρωνείας που συνηθίζεται στα κορίτσια της ηλικίας της.
Και ο Μπο, με την καρδιά του να χτυπάει σαν ένα τρελό άλογο, της απαντάει, “Δεν θέλω να μιλήσω για αυτό” και τα μάτια τους γελούν. Τα μάτια τους που μοιάζουν σαν να κλαίγανε από πάντα. Και ένας έρωτας αρχάγγελος στεφανώνει το κορίτσι απ’τ’Άρκανσο και τον Μπο που ποτέ δεν θέλησε να μιλήσει για τον εαυτό του, μα έμαθε με όλη του την καρδιά να αγαπάει, τινάζοντας τα φτερά της μοναξιάς του.
Και αυτή είναι όλη και όλη η ιστορία που λέει πως δεν υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος για να αγαπάς. Ίσως υπάρχει τρόπος για να τα βάζει κανείς με ταύρους, να τηγανίζει αυγά, να πίνει νερό και κρασί, γράφει ο Μπουκόφσκι. Μα όχι για να ερωτεύεσαι, εσύ, ένας νεκρός χορευτής μες στην ερειπωμένη έπαυλη, έτοιμος να πάρεις και πάλι λίγη ζωή.
Α.Θ