Απόστολος Θηβαίος | Η διδασκαλία

[…η πόλη έπεφτε ενώ από τα ηχεία ακουγόταν στην διαπασών
η εβδόμη του Μπετόβεν, βγαλμένη από τις καλύτερες στιγμές
του σωτήριου έτους 1838…]

Τ’ όνειρο

[…Η νύχτα είναι των ανθρώπων, η ώρα η πιο ειρηνική αυτού του κόσμου. Μα για τους πολιορκημένους  δεν υπάρχει ησυχία. Η τιμωρία του Θεού κρέμεται επάνω από τα κεφάλια τους και είναι ζήτημα χρόνου η πόλη να πέσει στα χέρια των πολιορκητών. Στους ναούς οι κληρικοί με δάκρυα στα μάτια προσεύχονται εμπρός στα εικονίσματα και οι πιστοί με τρόμο και σάστισμα στέκουν ανάμεσα στις εικόνες. Κάθε τόσο κάποιος δείχνει τις μορφές στο τέμπλο.  Το χλιμίντρισμα του αλόγου του Αγίου και ο τελευταίος σπασμός του δράκοντα και άλλοτε τα δάκρυα ενός αποστεωμένου προφήτη, προοικονομούν την έκβαση αυτού του άνισου αγώνα. Σε μερικές ώρες ξημερώνει μα ουδείς νοιάζεται για όλα ετούτα. Οικογένειες ολόκληρες στέκουν αγκαλιασμένες στις εσοχές του ναού και θρηνούν της ζωής τους το ύστατο χαίρε. Ω οι μητέρες, με τα μωρά στα χέρια, σιγοτραγουδούν τρυφερά νανουρίσματα μες σε κρότους από λόγχες και οπλές αλόγων. Ο αυτοκράτορας, ματωμένος περνά από δίπλα τους. Μοιάζει αποφασισμένος και τον συνοδεύουν οι πιστοί φρουροί του, αυτοί που θα πέσουν πριν από εκείνον νεκροί, οι υπερασπιστές του, άνθρωποι με τον βίο τους αφοσιωμένο στην σωτηρία των συμβόλων. Ω οι άνθρωποι εκείνοι με δίχως ίχνος φόβου, με δίχως δική τους ζωή, έξω και πέρα από αυτήν που κρατιέται όρθια με χιλιάδες νεκρούς και προσευχές.

Θα ΄ταν λίγο πριν το ξημέρωμα που ακούστηκαν οι βαρβαρικές φωνές. Και είδαν τότε οι άμοιροι τις γραμμές τους να σπάνε, είδαν την λάμψη των σπαθιών και την φρενήρη θέληση τους να κάμπτεται, είδαν την φοβερή όψη της ιστορίας που όλα τα σάρωνε. Και έπειτα μονάχα το αίμα κοιτούσαν που κυλούσε σαν ποτάμι, παίρνοντας στην ράχη του όλα όσα αγαπήθηκαν τόσο πολύ. Ήταν τότε λοιπόν που ο θάνατος κορυφώθηκε. Ω το αίμα το δίχως φωνή, που όμως κατορθώνει και αφηγείται όλη μας την ζωή την στιγμή την κρισιμότερη. Ω το αίμα που σταλάζει από τις σελίδες της ιστορίας, πνίγοντας τους λαούς, στήνοντας επετείους για τα φριχτά, τα ολέθρια συμπεράσματα. Ω θάλασσα φεγγαρένια της ηρεμίας ποτισμένη σαν πάντα με το αίμα των λαών. 

Και απέμεινε ορθάνοιχτη η πόρτα με τις σωρούς στοιβαγμένες σαν τους αιώνες, μια αυτοκρατορία νεφελώδης που κανείς δεν μπορεί να πει αν υπήρξε στα αλήθεια ή αν στάθηκε αποκύημα των πιο εμβληματικών της σελίδων. Ω ιστορία, παράδοξο, πελώριο και άγριο σκυλί, πόσο απόκοσμα περνάς πάνω από του κόσμου την βιογραφία, κανείς δεν θα το πει, κανείς…]

Και η πραγματικότητα

Έπειτα ακούστηκε το κουδούνι που σημαίνει το τέλος της διδασκαλίας. Οι μαθητές λησμόνησαν για πάντα την τρομερή ιστορία και δόθηκαν στο αγώνισμα της αγάπης. Χτυπούσε το καλοκαίρι την θύρα του κόσμου και ήταν σκληρό, πολύ σκληρό να μένει κανείς προσηλωμένος στο σκοτωμένο χρώμα της ιστορίας. 

Μα εκείνος απέμεινε μες στο όνειρο του, τόσο απέραντα μόνος, σχεδόν χαμένος.  Βγήκε από την αίθουσα και προχώρησε ανάμεσα στην ζωή που ξεφωνίζει δεκαπέντε μόλις χρόνων, πνιγμένη στην κιμωλία και τον άγουρο έρωτα. Η ματιά του όμως στάθηκε στην κλεισμένη πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. Ο κύριος διευθυντής κάποτε είχε πει πως κανείς δεν πρέπει να ανοίξει αυτήν την πόρτα γιατί τότε κάτι φοβερό που ποτέ δεν αποσαφηνίστηκε θα συμβεί. Όχι δεν πρέπει ποτέ να ανοίξει εκείνη η πόρτα. Αν την εντολή κανείς παραβεί τότε μια αυτοκρατορία ίσως για πάντα χαθεί. Προχώρησε προς το προαύλιο και πνίγηκε στο πρωινό φως. Πίσω του οι αυτοκρατορίες από το τίποτε κρατιούνταν, με το τεκμαρτό τους πριν, με την δόξα και με τον θρύλο τους, σελίδες πια στα σχολικά εγχειρίδια και τίποτε.

Σκιές υποθαλάσσιες μες στην ιστορία

Α.Θ.