Το κόκκινο μπερντεδάκι

θα μπορούσε να είναι η πεταλούδα του Φερέρ που στέκει φόντο τούτης της ιστορίας. Ή πάλι το κορίτσι με τα χτένια στα καλντερίμια του Κάντιθ που αγοράζει με έρωτα ακριβό κάθε της νύχτα. Ίσως εκείνη το κορίτσι που σκύβει ανεπαισθήτως, τόσο ποιητικά προς την πλευρά της σπασμένης, θηραϊκής τοιχογραφίας, με το ελαφρύ της βάδισμα…

Είχε μεθύσει από νωρίς στο καφενείο του μόλου. Άλλη μια νύχτα παρέα με μακριούς χειμώνες, κύματα και βρεγμένα, θολά φώτα. Μόνος αυτός κόντρα σε όλα τα στοιχειά του κόσμου, ραγισμένος όπως κάθε νύχτα. Οι φίλοι που συνάντησε δεν τον έπεισαν να τους ακολουθήσει. Και έτσι τράβηξε μες σε αποδοκιμασίες τον μοναχικό του δρόμο , λίγο πιο πέρα από την αληθινή ζωή. Ακουγόταν να περνά μέσα από τις στοές που δεν ξέρουν άλλο από τον ξαφνικό άνεμο. 

Κοίτα νύχτα, με τα σιωπηρά σου πράγματα, κοιτάξτε σφραγισμένα παράθυρα. Να ένας άνθρωπος γερασμένος.

Για μια στιγμή πρόβαλε αχνή στην κορυφή του μονοπατιού. Είπε το όνομά της, φυσικά σαν να την  ανάσαινε, μα ώσπου να προχωρήσει εκείνη είχε χαθεί αφήνοντας κόκκινα στίγματα στις αυλές. Θα πρέπει να είχε έρθει η άνοιξη γιατί τον κύκλωναν αρώματα και είχε μες στην καρδιά του θαύματα, πράγματα που νικούσαν τις τάξεις των φυσικών πραγμάτων. Εμπρός από εκείνο το παράθυρο την φυσάνε τώρα χιλιάδες μαϊστράλια. Μα μέχρι να την φθάσει, εκείνη έχει χαθεί και ήταν τόση η ερημιά του πια μες στα υπέροχα και αλησμόνητα φαντάσματα της αγάπης τους. 

Κατάλαβε πως ήταν παραπλανημένος και όλος ο κόσμος στροβιλιζόταν γύρω του. Βρήκε το κουράγιο και έφθασε ως την κάμαρα του. Την είχε νοικιασμένη για όλο τον χρόνο, μια ζεστή κάμαρα με μια κουζινίτσα και τα αναγκαία της ζωής. Ξύλα, σε ένα σωρό στο παραγώνι, ένα χαμηλό σοφρά με σκαλίσματα, την λάμπα και το κλεφτοφάναρο για τις μεγάλες παγωνιές που κάμπτουν το κουράγιο του ηλεκτρικού. Ακούμπησε σε μια άκρη, ήθελε να πιει μα μήτε για αυτό δεν είχε το θάρρος. Είδε το φεγγάρι πίσω από το κόκκινο μπερντεδάκι, μια δαχτυλιά στον ουρανό του. Σαν χόρευε  εκείνο το ξέφτι έκρυβε το φεγγάρι πίσω από τις κόκκινες κλωστές. Από κάτι τέτοια ανοίγματα τρύπωναν τον Δεκέμβρη οι παγωμένοι αέρηδες, απ΄εκεί και το νερό, σαν άνοιγαν οι απλωσιές του ουρανού. Μερικές τις σφράγισε με τσιμέντο και άλλες τις έκλεισε με σφήνες πέτρινες. Μονάχα αυτή την σκέπασε με ένα κόκκινο μπερντεδάκι, τρύπιο και άχρηστο. Μα σαν το βρήκε κατάλαβε πως ήταν μετρημένο για το άνοιγμα εκείνο και έτσι  ένα υπέροχο φίλτρο ανάμεσα στο σύμπαν και την μικρή του, βολική κάμαρα θα μεσολαβούσε τώρα πια. 

Και τότε την είδε. Τελευταία φορά. Μια γραμμή διαφορετική από τις άλλες πίσω από το κόκκινο μπερντεδάκι. Ένα αυλάκι για να τρέχει το φως του φεγγαριού. Ένιωσε την διάθεσή του να γίνεται λυρική, ένιωσε τον άνεμο να τρέχει κατά τις λεύκες. Όλα τα ένιωσε με έναν τρόπο διαυγή, όλα  ανίκητα και καθαρά σαν έπειτα από μια καταρρακτώδη βροχή. Αργότερα επικεντρώθηκε στην μορφή της, στις διαστάσεις του σώματός της. Και τότε την είδε, να σκύβει ελαφριά το σώμα της, φορώντας πολύχρωμα φτερά στα πόδια της, γυμνή και υπέροχη, με ένα φλογερό σημάδι πάνω στο πρόσωπό της. Η λεπτή χορογραφία, το σώμα της που ανταποκρινόταν στο αίνιγμα, καθώς λίγο πιο πέρα έπεφτε σκοτάδι και μια μη αντιστρέψιμη φθορά. 

Θυμήθηκε τα κορίτσια στις αρχαίες αναπαραστάσεις, χρόνια κρυμμένες στον ήλιο και τις πικροδάφνες. Συλλογίστηκε τον Λόρκα, σαν έβλεπε καμμένη την σκιά της. Το στόμα της θα ΄χε την γλύκα του στυμμένου πορτοκαλιού. Ο Λόρκα του γνέφει από κάθε μεριά αυτού του κόσμου και δεν υπάρχουν λέξεις, τρόποι και χειρονομίες για να ειπωθεί αυτό το τυχαίο που ανατρέπει την τάξη της νύχτας. Όλα να ακολουθούν τον παραπόταμο των μαλλιών της, ποιος ξέρει από τι μαύρο, μυστικό χρώμα για να αντέξει τόσο καιρό, μες στην παραζάλη και τον στρόβιλο του χρόνου.

Δεν ήξερε από τι θα υποφέρει περισσότερο. Ίσως από τις ενοχές για εκείνο που έχασε, ίσως πάλι από τύψεις για όσα δεν κατόρθωσε, για εκείνα που δείλιασε να κάνει πράξη. Μα όλα μπορούν να περιμένουν, τώρα όλα μπορούν να σταθούν πίσω από εκείνο το κόκκινο μπερντεδάκι με το αχνό της περίγραμμα και το επικείμενο του έρωτα που επιστρέφει αγριότερος από ποτέ για να τελειώσει ότι έχει αρχίσει. 

Την άλλη μέρα, πρωί πρωί τράβηξε για τα περιβόλια. Γύρευε μια καλή και γερή πέτρα, έναν πένθιμο όγκο. Και σαν τον βρήκε, ευχαριστημένος για την προσπάθειά του, την βόλεψε εκεί που άλλοτε περίμενε το φεγγάρι να ανοίξει με αυλαία του ένα κόκκινο μπερντεδάκι. 

Έτσι δεν θα έρχεσαι και εγώ θα μπορώ να ζήσω μέρα τη μέρα. Έστω σαν ένα λυπητερό ακόρντο, μια χαμένη νότα μες στην μεγάλη παρτιτούρα. Μα εσύ δεν θα ΄ρχεσαι, δεν πρέπει. Ύστερα έστρεψε για πάντα το βλέμμα του από εκείνην την γωνιά και θυμήθηκε τα λόγια του Ρουμπαγιάτ απ΄εκείνο το βιβλίο που ΄χε από τύχη εντοπίσει . Και αυτό το τάσι που ουρανό οι άνθρωποι καλούμε, και σωριασμένοι κάτω του πεθαίνουμε και ζούμε, τα χέρια μην του απλώνετε, ζητώντας του βοήθεια, να σας βοηθήσει δεν μπορεί. Όλοι μαζί μπορούμε και πεθύμησε ξαφνικά τους φίλους που κατηφόριζαν – να, τους ακούει που περνούν – για το μαγαζί του λιμανιού. Την είδε στερνή φορά, ιδανική, ένα κορίτσι από μια τοιχογραφία βγαλμένο, που έχανε τα χαρακτηριστικά της και έτσι γινόταν το πορτραίτο που θ΄αγαπούσε για πάντα. Ήταν μες στον καθρέφτη, τα ρούχα της κολλούσαν πάνω στο σώμα της όταν έγινε το όνειρο και το τίποτε, μια αύρα βραδινή της παγωνιάς. 

Α.Θ