Τ’ άγριο ζώο

Σε επίπεδο θαυμαστό

Εκλογές, Τζίμης.

Αν σας κάνει εντύπωση εκείνος ο νεαρός που ακουμπά με απόγνωση στην πλώρη, δεν θα ´χετε καθόλου άδικο. Επειδή ο νεαρός αυτός δεν ντύνεται μονάχα παράταιρα μα δεν έχει κουνηθεί από την θέση του, σαν τα παλαμάρια και τους κάβους και τις σωστικές λέμβους. Προηγείται από όλους μας και είναι βέβαιο πως θα φθάσει πρώτος στον προορισμό του, λαμβάνοντας υπόψη το θέμα με τον χώρο και τον χρόνο. Ακόμη και τώρα κάποιοι σκύβουν κουρασμένοι από τις μάχες τους με τις σημασίες, μα ο χρόνος κυλά σταθερά και όλα λιώνουν γύρω του αργά ή γρήγορα, μα πάντως σταθερά.

Κάθε τόσο βγάζει μια φυλλάδα από την τσέπη του, κάτι σημειώνει, διαβάζει και έπειτα καρφώνει σαν πουλί το βλέμμα του προς τ΄απέραντο γαλάζιο. Εδώ που τα λέμε, πρόκειται για ένα εξόχως διαφορετικό πλάσμα, σαν να λέμε ένας τύπος με μια βαλίτσα ίσως και με κάμποσες λύπες και ελάχιστες χαρές που για κάποιο λόγο έχει κερδίσει την προσοχή όλων. Κάτι ναύτες, με πρόσχημα αυτήν ακριβώς την γοητεία τον γυροφέρνουν με ένα σωρό τυχαίες ασχολίες. Ο ένας ξεδιπλώνει το σκοινί και το τυλίγει ξανά με αργές, κυκλικές χειρονομίες γύρω από τον μεταλλικό γάντζο. Όλα είναι περασμένα μίνιο, άραγε ποιος να ΄ταν εκείνος που θέλησε να κρύψει τα πάντα. 

Όμορφη μέρα για ταξίδι, λέει ο άλλος και ο νεαρός δείχνει την εφημερίδα του. Αν έχει κανείς και μια δουλειά, τότε όλα είναι σκέτη ευτυχία. Όλοι μαζί κουνήσανε τα κεφάλια τους σαν λυπημένοι, πελώριοι όγκοι, τρία νησιά, καθένα με τους ξερότοπους και τις μαργαριταρένιες αμμουδιές, καλά κρυμμένες πίσω από τ΄απόκρημνο και τ΄αθέατο. Διαβάζω κάθε μέρα τις ίδιες αγγελίες και όταν καλώ κανείς δεν σηκώνει το ακουστικό στην άλλη πλευρά. 

Είναι τραγωδία, συμπλήρωσε εκείνος με το σκοινί και γύρισε σε άλλα καθήκοντα. Θα ΄ναι όλοι του οι φίλοι. Μερικοί πετυχημένοι και άλλοι πλούσιοι και μπόλικοι με ένα ή δυο παιδιά, με μια στέρεη σημασία να φωτίζεται η ζωή τους. Εκείνος δεν θα΄χει πολλά να πει, μονάχα πως ταξίδεψε και αντίκρισε μέρη πρωτοφανέρωτα, που έκαναν τα μάτια να φαντάζουν δυο ψυχές ριγμένες στο άγνωστο υπέροχο. Εγώ ταξίδεψα μονάχα, λίγο καιρό εκεί, έπειτα αλλού, δεν έχω πολλά να πω. Όλα τα θυμάμαι καμιά φορά μα περιστασιακά, σαν τα κορίτσια της ζωής μου. Βλέπετε, εγώ δεν βρήκα έναν άνθρωπο, το θεωρώ αδύνατο να εντοπίσει κανείς την μια, την αδελφή ψυχή που λένε.

 Στην γιορτή θα έχει φτηνά ποτά και αρκετό κέφι. Μα είναι καλύτερα να προσέξει, μια άλλη φορά περιπλανήθηκε χαμένος σε μακρινές γειτονιές και όταν συνήλθε, στάθηκε εμπρός από τον εαυτό του και είπε με τρόμαξες. Πέρασαν μήνες μες στην μελαγχολία με άγρια στερητικά, από την δουλειά τον ενημέρωσαν πως αυτό ήταν, τέτοια συμπεριφορά δεν θα γινόταν δεκτή, η διαδικασία κινήθηκε γρήγορα. Αποζημιώθηκε και με το παραπάνω, μα η συνήθεια τον κυρίευσε και απέμεινε γρήγορα στην πρότερη κατάσταση και ίσως λίγο χειρότερα. 

Τώρα λοιπόν, βρίσκεται εδώ, παρών σε αυτήν την ιστορία. Μπορεί ο ίδιος να σας πει τι ακολούθησε. Μιλώ για τον παράξενο νεαρό της πλώρης που θαρρείς πως διαβάζει τα σημάδια του καιρού και ας είναι τόσο νέος.

«Το πλοίο παίρνει την στροφή και έπειτα με σταθερές τις μηχανές ανάποδα, προσεγγίζει την προβλήτα, βαμμένη κίτρινη, μια χρυσαφένια λωρίδα και ένα σύνορο πλάι στα κύματα. Είναι όλοι τους εκεί, χαιρετιούνται, φιλιούνται, έχουν πεθυμήσει τόσο πολύ ο ένας τον άλλον. Τα παιδιά τρέχουν έξαλλα ανάμεσα σε αφιχθέντες και περιπλανώμενους και φίλους και αδέλφια με πληθωρικές αγκαλιές μ΄απειλούν. Προσπαθώ να ξεφύγω, κάποιος κάθεται σε ένα φανταστικό πιάνο και παίζει μια φούγκα, παράλληλα με αυτήν την ιστορία, ακολουθώντας τις προτιμήσεις της καρδιάς του. Εγώ πασχίζω να βγω μέσα από το πλήθος, μια πεταλούδα που σκάει μέσα από το κουκούλι της, εγώ και ο πιανίστας που καλπάζει πάνω στις κλίμακες, ένας φρυκτωρός που κουβαλά από στρατώνα σε στρατώνα το φοβερό νέο. Κάποιος γνέφει, ένα βαρύ λεωφορείο, από αυτά που ξερνάει η προβλήτα εδώ και ώρα εισβάλλει στο σκηνικό. Οι ματιές μας διακόπτονται. Αυτή η απουσία μπορεί αν το θέλει να κρατήσει αιώνια, η καρδιά μου έχει παγώσει, απαντώ σε φανταστικές ερωτήσεις ενός φανταστικού κοινού. Όταν όλα τελειώσουν και το βαρύ φορτίο της νταλίκας περάσει στην αιωνιότητα των εθνικών δρόμων κανείς δεν θα μένει πια σε εκείνη την πλευρά. Εκείνο το φορτηγό θα πουν, έσπρωξε τους φίλους μακρύτερα μες στην νύχτα. 

Νιώθω πως οι δυνάμεις μου θα με προδώσουν. Ξάφνου θυμήθηκα πως ήμουν νηστικός για δυο, μπορεί και τρεις μέρες. Κοίταξα γύρω μου, μια αναμμένη μαρκίζα διαφήμιζε γρήγορα γεύματα με απλότητα και έξτρα αγνά υλικά. Προχώρησα βέβαιος και αποφασιστικός, σίγουρος για αυτό που γυρεύω πάνω σε αυτήν την πλανημένη σφαίρα. Διάβασα το μενού, παρήγγειλα, το τραπέζι πλάι στο παράθυρο άφηνε την βροχή να θολώσει ανεπανόρθωτα τα τοπία. Ο πιανίστας κλείνει το πρώτο τμήμα του έργου και περνά σε ένα πιο adagio κομμάτι. Εγώ περνώ στην τρίτη ηλικία της μοναξιάς μου, με τις αγγελίες πάντα στην τσέπη. Τριγύρω κάτι παρέες, στα τραπέζια με την θέα προς την την θάλασσα, γελούν, λίγο μεθυσμένοι και αφόρητα ξέγνοιαστοι, κάπως παλιομοδίτικοι και φευγαλέοι. Τα παιδιά τους που τρέχουν τριγύρω υφαίνουν με αθωότητα τον χρόνο που τους απομένει. Είμαι βυθισμένος στο γεύμα μου, καταβροχθίζω την φροντισμένη μου μερίδα και δεν δίνω σημασία στο θεατράκι του δρόμου. 

Μέχρι που κάποιος επαναλαμβάνει δύο φορές την λέξη η πομπή και όλοι, πελάτες, παρέες, παιδιά, μάγειροι, ιδιοκτήται, πλανόδιοι και λαντζέρηδες κοιτάζουν κατά την πλευρά του δρόμου. Ένας υπόκωφος βόμβος ενδέχεται να τα γκρεμίσει όλα με ένα συννεφένιο νεύμα, φαντάσου. Και έπειτα στρίβουν από την γωνιά του δρόμου, εμπρός οι αρχές και πίσω κάτι άλλοι και ανάμεσά τους, ψηλά πάνω από τις προσευχές τους η κιβωτός, έτσι μου φάνηκε. Είχε μέσα τις εντολές, συνωστισμένη η ετυμηγορία της εποχής, τίποτε το νεκρό, μα η σκηνογραφία απαράλλαχτη. Κάποιος έβγαλε το καπέλο του, εγώ σηκώθηκα κινημένος από την έκπληξη, πώς βρέθηκε εδώ αυτή η πομπή, τι είναι εκείνο το εικόνισμα, τι πομπώδες ύφος, τι θέατρο κακοπαιγμένο, αν το θέλετε έτσι. 

Είναι το σπάνιο είδος της κάλπης. Μεταφέρεται κάθε τέσσερα χρόνια σε μια καινούρια φωλιά. Την επιλέγουν οι σοφοί μετά από την αναλυτική μελέτη του υπεδάφους και του δικτύου των σπηλαίων. Οι νεαροί, εύρωστοι κομματάρχες σηκώνουν στους ώμους τους το χρονικό και οι λιτανείες δίνουν και παίρνουν, δεν βάνει ο νους σας, πρόσθεσε ο κύριος με την κορμοστασιά και το σπορ ντύσιμο που παρά την ηλικία του διαθέτει ακέραια μια γοητεία, έξω απ΄εκείνη που προσθέτει σε όλους μας μισός αιώνας ζωής.  Τι λέτε, δεν έτυχε να ξαναιδώ κάτι παρόμοιο. Και είναι άγριο; Το ζώο, λέω, είναι άγριο;

Δεν φαντάζεστε. Απρόβλεπτο σε επίπεδο θαυμαστό. 

Και θα μπορούσα να πω τότε πως η ανεργία έμοιασε ξαφνικά με ένα καθόλου σοβαρό και άλυτο ζήτημα, όχι όσο εκείνο που υπονοούσε το παγωμένο ύφος του άλλου. 

Ο κύριος έριξε μια ματιά στις επιλογές μου. Φιλέτο βλέπω, έκτακτη επιλογή. Χαμογέλασα που σκέφτηκα πως πετώ μερικά κομμάτια στην κάλπη που περνά και οι νεαροί με ευγνωμοσύνη υποκλίνονται διακριτικά στο κοινό που τους θαυμάζει και ταΐζει το θηρίο, από το υστέρημα του εαυτού και της αντοχής τους. Μερικοί ανοίγουν τα στόματα και καταβροχθίζουν τους μεζέδες, με χάρη και αντανακλαστικά σπάνια. Χειροκροτώ ετούτη την σπάνια ευτυχία. Όλη στην πομπή μοιάζουν με τα δελφίνια στα ενυδρεία που πηδούν μέσα από τα στεφάνια και μας καταβρέχουν. Γελώ ακόμη μονάχος μου. Έπειτα σοβαρεύω απότομα, καθώς ο τύπος με κοιτάζει επίμονα.

Ώστε τόσο άγριο. Και το ´χουν ελεύθερο έτσι; 

Τι παράβλεψη σκέφτηκα μα δεν είπα τίποτε,επιστρέφοντας στο φαγητό και την κωμική μου φαντασίωση ή ότι είχε απομείνει τέλος πάντων απ΄αυτήν.

Καθόλου ελεύθερο κύριε, μου απάντησε και αυτό είναι όλο. 

Α.Θ