Από ντροπή ήταν

«Η απουσία σου με εξουθενώνει»

Ήταν στ΄αλήθεια τρομερό. Κανείς δεν το περίμενε και όλοι στην υπηρεσία δείξανε δυσπιστία. Κοιτάξανε τον τύπο που ΄χε φανεί σαν έκπληξη μες στην νύχτα και προσπαθούσαν να καταλάβουν αν τάχα πρόκειται για κάποιον τρελό ή πάλι η μοναξιά τον είχε αρπάξει για τα καλά στα νύχια της. Υπάρχουν πολλοί εκεί έξω σαν και αυτόν, άνθρωποι σπαραγμένοι από τις αγορές. 

Στην αρχή αδιαφόρησαν και του ΄παν «ελάτε πάλι αύριο που θα ΄ναι εδώ και αξιωματικός, κύριε». Μα αυτός δεν έλεγε να φύγει, τόνιζε πως ήταν το θέμα σοβαρό και πως έπρεπε να ενημερωθούν οι αρχές πριν να΄ναι αργά. Τότε ήταν που οι άνθρωποι γύρω του θυμώσανε και τότε ήταν που έσκισαν το πουκάμισό του και άφησαν ένα μεγάλο σημάδι, σαν σημείο κοπής κάτω από το μάτι του ως τις άκρες των χειλιών του. Έπειτα συνέχισαν και σε κάθε χτύπημα του έλεγαν, «θα δείξουμε την δέουσα προσοχή» και δώσ΄του χτυπήματα και βρισιές και πίσω από τις κλειστές πόρτες ο ήχος που κάνουν τα κόκαλα όταν θρυμματίζονται κάτω από τις πιο γερές γροθιές. Τον άφησαν σε μια γωνιά μες στο δωμάτιο, του πέταξαν μερικά κουρέλια για να σκουπίσει τα αίματα του και χάθηκαν γελώντας μες στους διαδρόμους της υπηρεσίας. Καθώς έκλεινε την πόρτα ο τελευταίος τον άκουσαν να λέει , «σβήστηκε το φεγγάρι σας λέω!»

Πριν ξημερώσει τον έδιωξαν. Έξω στους δρόμους είδε εκατοντάδες ανθρώπους με έναν ολοφάνερο πανικό στο βλέμμα τους. Έμοιαζαν με εκείνους που παγώνουν πίσω από τα συρματοπλέγματα. Εκείνος που έκλεισε πίσω του τελευταίος την πόρτα πρόλαβε και του είπε, «συγνώμη, δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε». 

Ανάμεσα στο πλήθος έβλεπε τους ιερωμένους με τα προσευχητάρια στα χέρια και το πρόσωπο καρφωμένο στον νυχτερινό ουρανό. «Δώσε μας πίσω Θεέ μου το φεγγάρι», ψιθύριζαν και άφηναν τα λιβάνια να υψωθούν ως τα ουράνια. 

Εκεί και οι ερωτευμένοι με τις σπασμένες τους καρδιές που  χάσανε για πάντα την παρηγοριά τους. Κοιτούσαν την αιωνιότητα και παρακαλούσαν όλα αυτά να΄ναι ένα ψέμα. «Πού ακούστηκε λέει να σβήνει το φεγγάρι, πώς θα μάθουμε τώρα να ζούμε σε τόσο σκοτάδι, πώς», έλεγαν και έκλαιγαν βουβά. Ανάμεσά τους οι αρχές έριχναν ιδέες για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Κάποιος είπε, ας πάμε εκεί επάνω για να δούμε τι συμβαίνει στα αλήθεια και όλοι συμφωνήσανε επειδή πριν από λίγη ώρα έφθασε η είδηση πως κάπου στα προάστια οι άνθρωποι πέσανε και πεθάνανε επειδή δεν είχαν τίποτε άλλο έξω από τ΄αναμμένο φεγγάρι και μια δόση μαγείας πλάι στα σκραπατζίδικα που σκουριάζουν μαζί με τις αδιάφορες βιογραφίες τους. 

Οι οξυγονοκολλητές – λαϊκά παιδιά με άγνοια κινδύνου- ένωσαν χιλιάδες σκάλες και ο πιο θαρραλέος πήρε να σκαρφαλώνει. Ήταν δεμένος μα σε λίγο τίποτε δεν τον κρατούσε ασφαλή. Τον είχαμε χάσει από τα μάτια μας και μόνον τα πουλιά, κάθε λίγο εμφανίζονταν κάτω χαμηλά, μια απόδειξη ότι ζούσε, ότι ζούσε, ότι ζούσε εκείνος ο θαρραλέος , ο χτυπημένος άνθρωπος. Κανένας δεν ήξερε πώς στα αλήθεια τα κατάφερνε εκείνος ο τύπος, μα τότε κάποιος είπε, «είναι από αγνή αγάπη». Και όλο συμφώνησαν και εκείνος που έκλεισε την πόρτα τελευταίος, έκλαιγε μονάχος του σε μια γωνιά. Ως το πρωί εκείνος ο άνδρας θα έχει διασχίσει, λένε όλη την απροσδιόριστη μουσική αυτού του κόσμου και θα ΄χει φτάσει ως την καρδιά του ουρανού. 

Είπαν, «έφτασε». Μα τα βρήκε όλα σκοτεινά, σαν ένα κλεισμένο σπίτι, σαν ένα διαβασμένο μυθιστόρημα, σαν τις νουβέλες των καλοκαιριών που, ένας Θεός ξέρει πώς αντέχουν στις ερημιές της δωματίων και δεν σπάνε. Είπαν, «έφτασε» και κράτησαν τις ανάσες τους. Ένα θρόισμα έκανε τις καρδιές τους να ανατριχιάσουν, το φεγγάρι άναψε για λίγο και έπειτα ξανάσβησε και αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές. Στο τέλος φαίνεται πως εκείνος ο άνθρωπος τα κατάφερε και το φως του φεγγαριού κέρδισε στα σημεία την νύχτα. Και όλοι κάτω χαμηλά στην πόλη μισονιώσανε την αγωνία που σωπαίνει, ακούσανε όλοι τις φτερούγες του αγγέλου που σαλεύουν σαν ξυπνά, σαν ξυπνά. Πεταλούδες που γεννιούνται, αυτός ήταν ο ήχος.  

Όλοι τους πήγανε στις δουλειές τους, σίγουροι, βέβαιοι, ευτυχισμένοι. Όλα επέστρεφαν στην βρώμικη συνήθεια. Κανείς δεν έμεινε και οι οξυγονοκολλητές, νυσταγμένοι και με τα σύνεργα τους στα χέρια γύρισαν στα σπίτια τους. Είναι παιδιά λαϊκά και η θέση τους είναι μονάχα στο βάθος των συνεργείων και τους στίχους των τραγουδιών. Οι κληρικοί αποφάσισαν να τελέσουν μερικούς εσπερινούς ευχαριστώντας τον θεό για την καλή του θέληση, την καλή του θέληση. Μονάχα εκείνος που έκλεισε πίσω του τελευταίος την πόρτα έμεινε για να προσμένει την επιστροφή του ήρωα. Έμοιαζε με εκείνους τους χωριάτες που περιμένουν να φανεί το άλογο του Βόνταν που φέρνει μια φορά και έναν καιρό τους νεκρούς πίσω στην γη για να ιδούν όσα αγάπησαν. 

Μαζί με το ξημέρωμα φάνηκε. Ήταν παγωμένος και τα μαλλιά του μοιάζανε χρυσαφένια, εκείνο το χρώμα της ωριμότητας. Μες στην ειρήνη των δρόμων, ανάμεσα σε νύμφες και πηγές της πόλης ερχόταν εκείνος ο άνθρωπος και η φιγούρα του όλο και μεγάλωνε, όλο και μεγάλωνε. Και ήρθε η στιγμή που εκείνος με την πόρτα περίμενε μια ολόκληρη ζωή. Ο Αργοναύτης που επιστρέφει με το δέρας του ουρανό μες στην αγκαλιά του, ο Αργοναύτης φορτωμένος με την σκόνη και με την πέτρα της ψυχής μας. 

Ο ήρωας ήταν κατάκοπος από τις μάχες με τον εαυτό του. Πίσω από τα μάτια του ανοιγόταν πια μια άβυσσος. Η παγωνιά είχε δαγκώσει την καρδιά και τα βλέφαρά του, έμοιαζε αξεπέραστη, ένας παγετώνας καρφωμένος στο μέτωπό του, ένας παγετώνας. 

«Πες μας, τι γίνηκε εκεί επάνω, γιατί έσβησε το φεγγάρι;»

«Από ντροπή, ήταν από ντροπή», είπε και άφησε την τελευταία του πνοή.

Και εκείνος που είχε κλείσει πίσω του την πόρτα, θαύμασε το μικρό, πορτοκαλί φεγγάρι που έφεγγε σαν το κερί, σαν το μακρινό παραθύρι μιας εξοχής.

 «Συγνώμη, συγνώμη», είπε και έπεσε στην άλλη πλευρά του ύπνου.

Α.Θ