Παρέα Τυμβωρύχων

 

[…η ζωή
ήταν πάντα
η μόνη μας,
η πιο ακριβή μας
περιουσία,
το εφόδιο μας
το ανεξάντλητο…]

 

Περισσότερο από όλα του έλειψε η μουσική
που δεν θαμπώνεται ποτέ,
καμωμένη από μινόρε κλίμακες
και μαγικές κιθάρες

Ο συγγραφέας φορά το σκάφανδρό του. Προτού κινήσει για το μεγάλο του έργο, συλλογιέται με ευγνωμοσύνη τον Ούγκο Γκέρνσμπακ που  κατασκεύασε ετούτο το πρωτότυπο μέσο απομόνωσης. Μια ευφάνταστη μηχανή που εξασφάλιζε στα μεγάλα πνεύματα την απαιτούμενη σιωπή. 

Χιλιάδες απομονωμένοι λογοτέχνες θα έχουν για πάντα μες στην καρδιά τους τον Γκέρνσμπακ που σκαρφίστηκε τούτο το μέσο, το μόνο ικανό να εξασφαλίσει την γαλήνη και την έξοδο από τις αγελαίες συνήθειες που πλήττουν τόσο την θεία έμπνευση. Τέλος τα μακρινά ταξίδια, τα εξοχικά καταφύγια και τα περίπτερα μες στην καρδιά της φύσης, τέρμα οι οδοιπορίες, σαν εκείνη του κυρίου Κουρμπέ που με το καβαλέτο του γυρεύει αιώνες τώρα μια στιγμή ησυχίας. Ως εδώ τα παρισινά βουλεβάρτα και τα πολύβουα καφέ με τις δεσποινίδες που γυρεύουν κέρασμα, ως εδώ η κλονισμένη, ψυχική υγεία που κάποτε επλήγη από το  αγοραίο πλήθος. Μες στην φτωχική του κατοικία, κάτω από το φως του κηροστάτη, ο δημιουργός διαθέτει την ευκαιρία που πρόσμενε μια ολόκληρη ζωή, την ευκαιρία για να διαμορφώσει το μεγάλο του έργο, αυτό που θα πυκνώσει εντός του την αγωνία της ύπαρξης, τον χρόνο και την θύμηση που αφήνει μονάχα ζωγραφιές. Ο συγγραφέας φορά το κράνος του, συνδέει την παροχή του οξυγόνου και έτσι παράξενα μόνος, νιώθει την σοφία του καιρού ακούγοντας το αχνό τραγούδι.

Έτσι απομονωμένος περνά στην αθανασία του έργου του που απερίσπαστο από την αληθινή ζωή βρίσκει την ιδανική του σύνθεση. Γύρω από τον δημιουργό βομβαρδισμοί, φλεγόμενες πολιτείες, επαναστάσεις, θάνατος και ομορφιά να συγκρατούν τις άκρες στην χορδή της ύπαρξης. Και ο δημιουργός που ανασαίνει πια με δυσκολία, που θυμάται και πονά μες στο σκάφανδρο του, ολότελα αποκλεισμένος από τα ανθρώπινα. Το έργο του ρέει έξω από τον κόσμο, τα ανοιξιάτικα φαντάσματα που τον επισκέπτονται γράφουν μία προς μία τις περίφημες λέξεις του. Τώρα πια δεν μπορεί να τον πτοήσουν οι φωνές της αγοράς, ο έρωτας που αδυνατίζει την θέληση, τα φιλιά που σκοτώνουν την προσήλωση, οι καθρέφτες της ζωής που μαρτυρούν τις χίλιες και μία εκδοχές της. «Εμπρός», όλα ψιθυρίζουν στον δημιουργό και εκείνος παλεύει με τις λέξεις, κρατώντας τον εαυτό του μακριά από το αχαλίνωτο, το πέλαγο του δωματίου και της ζωής του της ίδιας.

Θα πρέπει να επιμείνει. Τώρα πια το έργο του έχει φθάσει στο πιο κρίσιμο σημείο. Η ζωή του κρέμεται από την σιωπή και τους αιώνες που έρχονται και φεύγουν μαζί με ονόματα, τοπία και σκηνογραφίες απολύτως χιονισμένες, ψηφίδες από μια χειμωνιάτικη εποχή. Θα πρέπει να παραμείνει πιστός στο έργο του που απαιτεί όπως τα παιδιά. 

Ζητά τα χρώματα που ΄χει ο μπακιρένιος ορίζοντας, θέλει τα μάτια του κοριτσιού που πέφτουν σαν ίσκιος στην λεωφόρο Παστέρ του Γιάννη Μόραλη και ας μην ζωγραφίστηκε ποτέ, χρειάζεται τον ήχο της βροχής και το βαρύ βήμα του διαβάτη μες στην έρημη, νυχτερινή πολιτεία. Το έργο του που πότε ζητά την αναστύλωση των τοπίων της Λιγουρίας και άλλοτε ιχνογραφεί τον τρόπο που χορεύει η φύση μες στα δάση. Το έργο του ζητά όλη την κατάφαση απέναντι στην ζωή και τώρα πια μονάχο του προχωρεί, συνθέτοντας, καταστρέφοντας, στερεώνοντας από την αρχή τους μεγάλους χαρακτήρες, δίνοντας χάρη στην ζωή και την ελπίδα, σιγοτραγουδώντας μες στους κόλπους της ανθρώπινης χροιάς. Όλα τα γύρευε πια το έργο. Και τους γκρεμούς και τις ζωντανές ροδακινιές και το ζευγάρι που αγαπιέται μες στην βροχή κάτω από τις στέγες. Το κόκκινο και το ξανθό κερί, το λιωμένο , τις νωπογραφίες και τις ανακωχές.

Μα δεν διαθέτει τίποτε από την μυρωδιά της βροχής, τίποτε από όσα συνθέτουν τ΄αποψινό, μακρινό φεγγάρι. Δεν διαθέτει την δροσιά και την πτυχή από το μαντουδάκι μιας δεσποινίδος που ΄χει κρατημένη για πάντα την μνήμη του σώματος. Τίποτε τ΄ανθρώπινο δεν διαθέτει το έργο, μονάχα κάτι περισσότερο από όσα διαμορφώνουν τον κόσμο των αγαλμάτων. Δεν διαθέτει την υφή μιας μπαλάντας μήτε την μυρωδιά που παίρνουν οι ώρες καθώς περνούν. Δεν διαθέτει μια άγια μοναξιά και στέκει παρόμοιο με τις ζωγραφισμένες ζωές των μεγάλων δασκάλων που τίποτε όμως δεν ξέρουν από το αγώνισμα της ύπαρξης. Όλα μες στο έργο ανακαλούν τις δροσερές, ελβετικές ζωές της Έμιλυ Ντίκινσον μα τίποτε δεν μπορούν να διασώσουν από την μορφή της κυρίας που πεθαίνει λεπτή και χλωμή, παραπαίουσα κάτω από το διαφανές της πέπλο. Κάτω από αυτό φύεται η αληθινή λογοτεχνία που μπορεί να αναδείξει όπως ποτέ την θερμότητα της ζωής. 

Η παροχή του οξυγόνου φαίνεται πως δεν δουλεύει σωστά. Και έτσι, μες στην έλλειψη ο δημιουργός αποκοιμιέται, τόσο δυστυχισμένος έξω από τον κόσμο. Τινάζεται τρομαγμένος και αφαιρεί το σκάφανδρο. Κοιτάζει έξω από το παράθυρο την μαγική περγαμηνή του κόσμου. Ακούει το θρόισμα του οπωρώνα που είναι έτοιμος να ανθίσει. Οι φίλοι του περνούν όλο γέλια και νιάτα. Του φωνάζουν πως θα τον περιμένουν στην ταβέρνα του Σλίχτερ. Και ο δημιουργός νιώθει βέβαιος πια πως μες στο φτηνό, βερολινέζικο καταφύγιο, στέκι των μποέμ, θα βρει τα κλειδιά που γυρεύει, τις απαντήσεις στα μεγάλα και τα ταπεινά. Για μια στιγμή κοιτάζει τον πριονωτό ορίζοντα, φορτωμένο καταιγίδες και ονόματα τόπων και ανθρωπιά. Στον δρόμο ξεχύνεται που τον σαρώνει το κοπάδι των λινουργών. Μαζί τους σμίγει, όλοι τους ανήκουν στις τάξεις των ηρώων της ομίχλης. Παρέα θα μεθύσουν και έτσι σπουδάζοντας την ζωή το πνεύμα της θα ανταμώσουν, το πιο λεπτό εν τάξει και εν μεγέθει.   

Α.Θ