Το όνειρο της Ροζαλίας

[…Να ανθίσει με όλα τα βιολιά
μια ροζ βυσσινιά…]

Η μικρή Ροζαλία απόψε θα διασκεδάσει με όλη της την καρδιά. Θα πάρει δώρα ένα σωρό και αμέτρητα φιλιά. Όλοι θα είναι εκεί, ο παππούς και η γιαγιά, η θεία Ερμιόνη που ΄χει από καιρό πια γίνει ένα άστρο. Θα είναι ο Μενέλαος, ο κεραμιδόγατος που τον πάτησε το λεωφορείο της γραμμής και έκοψε έτσι απότομα την γατίσια του ζωή. Και ο Ρεξ με το πλούσιο τρίχωμά του που ήταν πάντα τεμπέλης και κατέληξε από βαθιά γεράματα. Όλοι θα είναι εκεί να πουν στη μικρή Ροζαλία μια ευχή, να της δώσουν ένα φιλί. Θα είναι μες στην καρδιά της άνοιξης και εκείνη με ένα πολύχρωμο φουστάνι τις αγκαλιές τους ποτέ δεν θα αρνηθεί. 

Μην πάψεις να γελάς Ροζαλία γιατί οι εποχές κυλούν σαν ποτάμια, γλιστράνε σαν μαργαριταρένιοι καταρράχτες από τα δυο μας χέρια. Μην πάψεις Ροζαλία να γελάς, επειδή κορίτσια σαν εσένα κρατούν όρθια την ελπίδα του κόσμου. 

Και ο παππούς με την γιαγιά χάνονται στις σκάλες της ζωής που είναι άγνωστο για πού τραβάνε. Μείνετε λίγο ακόμη, φωνάζει η Ροζαλία μα έχει πια μεγαλώσει και η ζωή είναι αβάσταχτη. Ο Μενέλαος τρίφτηκε λίγο στο πόδι της καρέκλας, ανασήκωσε την ουρά του και με ένα χαμόγελο χάθηκε στους δρόμους τους νυχτερινούς. Και ο Ρεξ τώρα ακούγεται κάπου μακριά, κανείς δεν είναι εδώ. Όλα τα φώτα σβήσανε και η γιορτή σώπασε επειδή Ροζαλία τίποτε δεν κρατεί για πάντα, να θυμάσαι.

Και απομένει ολομόναχη στο παιδικό της καρεκλάκι που με το ζόρι πια την χωρά. Τώρα θα φανεί ο κύριος Καπέλος με τα παράταιρα ρούχα του και τα νόστιμα τα νούμερα που ποτέ και κανείς δεν θα κατορθώσει τόσο εξαίσια να αποδώσει. Ο κύριος Καπέλος διαθέτει ένα σωρό ιδέες και έτσι ποτέ δεν βαριέται μαζί του η Ροζαλία. 

Εμπρός κύριε Καπέλο βάλτε τα δυνατά σας, επειδή τώρα πια μεγάλωσα και είναι δύσκολο πολύ σε θαύματα να πιστέψω.  Η πόλη εκεί έξω τρεμάμενη φλόγα και ο κύριος Καπέλος που εκτελεί σαν πάντα τα σπάνια και ανεπανάληπτα νούμερά του. Η Ροζαλία καθισμένη στο παιδικό της καρεκλάκι και ο κύριος Καπέλος που κάνει να πέφτει λίγο χιόνι στο δωμάτιο. Μα η Ροζαλία νιώθει λυπημένη επειδή μεμιάς τα μαλλιά της ξασπρίσανε. 

Δοκιμάστε κάτι άλλο κύριε Καπέλο και ο γελωτοποιός αφήνει μέσα από το καπέλο του ένα σμάρι πουλιά που ΄χουν δεμένα στα πόδια τους κόκκινα και κίτρινα και γαλαζωπά μαντίλια. 

Δοκιμάστε περισσότερο κύριε Καπέλο και εκείνος φέρνει σε μια σφαίρα το πανόραμα του κόσμου. Κήποι ολάνθιστοι, παλάτια και εξοχές και πομπές ανθρώπινες που περνούν από σύνορο σε σύνορο, όλο και πιο γερασμένοι. 

Κάτι άλλο κύριε Καπέλο, την καρδιά μου ματώσατε. Τότε είναι που ο θαυματοποιός αρχίζει να ξεφυλλίζει το όνειρο και τον εφιάλτη αυτού του κόσμου. Η Ροζαλία καθισμένη πάντα στο μικρό, παιδικό της καρεκλάκι, παγωμένη από τον φόβο της. Και τριγύρω με δεμένα τα μαντίλια στα πόδια τους, τα χρόνια πουλιά που ξοδεύονται και ξοδεύονται και ξοδεύονται. 

Κύριε Καπέλο με φοβίζει ο κόσμος, να το ξέρετε. Μα τώρα ο γελωτοποιός κουράστηκε και δείχνει τα αδειανά του χέρια που δεν έχουν πια άλλα θαύματα για να δείξουν στην μικρή Ροζαλία. Τώρα το δωμάτιο μοιάζει με βυθό θαλασσινό. Μέσα στο νερό ο κόσμος παραμορφωμένος, ένας ειρηνικός ωκεανός. Χιλιάδες πλάσματα κατακλυσμιαία παιδιαρίζουν μες στα νερά. Και η Ροζαλία σκύβει να δει στον καθρέφτη την όψη της. Μα είναι πάνω στην επιφάνεια των νερών που θα διακρίνει μια ζωγραφιά καμωμένη από λάδια και νοσταλγία. Τέτοια ζωγραφιά δεν θα υπάρξει ποτέ και η Ροζαλία που κλαίει καθισμένη στο παιδικό της καρεκλάκι, παγωμένη από τον φόβο της, για κάποιο ταξίδι ετοιμάζεται. Το μικρό της μπαλκονάκι είναι μια πλώρη που σκίζει τα νερά  όσο η Ροζαλία ξέγνοιαστα κινεί για το τέλος του χρόνου. Της κρατάει το χέρι ο κύριος Καπέλος με το παράταιρο του ντύσιμο. Χρυσαφί γιλέκο και καταπράσινο σακάκι με ένα γαλάζιο πουκάμισο. Καρώ παντελόνι και παπούτσια δέκα νούμερα μεγαλύτερα. 

Και πού πάμε κύριε Καπέλο; Μα εκείνος δεν της αποκρίνεται, οι δυο τους περνούν ανάμεσα από τα στρατιωτάκια που σχηματίζουν ένα τιμητικό άγημα. Είναι έκπληξη κύριε Καπέλο; Μα εκείνος δεν αποκρίνεται, μονάχα της δείχνει τον Μενέλαο που παίζει με το είδωλο του φεγγαριού μες στα νερά. Της δείχνει τον Ρεξ που τον περιβάλλει πια μια μυθική αγάπη , μια αθεράπευτη νοσταλγία. Της δείχνει τον παππού και την γιαγιά και τον παλιό αιώνα. Όλα μαζί κυλάνε προς τα πίσω γοργά και οι σκιές μακραίνουν. 

Ελπίζω να ξέρετε κύριε Καπέλο τον δρόμο της επιστροφής, η μαμά και ο μπαμπάς θα θυμώσουν αν αργήσω, να το ξέρετε. Μα ο κύριος Καπέλος της κρατά σφιχτά το αλλοτινό, παιδικό της χεράκι και οι δυο τους παίρνουν τον ανήφορο που βγάζει ως τον ουρανό. Τι όμορφα που είναι εδώ κύριε Καπέλο και του υπόσχεται πως τίποτε από όλα αυτά δεν θα ξεχάσει. Οι δυο τους μοιάζουν με δυο μινιατούρες της ζωής. Και όλο μακραίνουν αφήνοντας μονάχα χνάρια από ανθρώπινη υγρασία στους δρόμους της πολιτείας.

Το όνειρο τελειώνει. Η Ροζαλία που πάλεψε με τον άγγελο μέρες τώρα, ανοίγει τα μάτια της και βλέπει τον Μενέλαο να ξύνει τα νύχια του πάνω στο έπιπλο του χρόνου. Να και ο Ρεξ που ανήκει πια και εκείνος σε κάποιον μακρινό αστερισμό. Γεια σου Ροζαλία και η γιαγιά με το κατάμαυρο βέλο της φαντάζει μια αιώνια φιγούρα, δίχως τίποτε να έχει αλλάξει από εκείνα τα κάδρα του μακρινού 1930. Μην φοβάσαι Ροζαλία και από μακριά ο παππούς κορνάρει μες στην παλιά του Φορντ που όσο μαρσάρει αφήνει σκιές από περασμένες δεκαετίες. 

Η Ροζαλία έφυγε πλήρης ημερών, δίχως θόρυβο. Σαν να λιάνεψε την πιο κρίσιμη στιγμή ρίχτηκε μες στις χαραμάδες του καιρού, δίνοντας δίκιο σε εκείνον που είπε πως τα χρόνια περνούν. Πως ο ήλιος με τον παλιό, γνώριμο ρυθμό του ανοιγοκλείνει τα παράθυρα της ζωής μας την ώρα που γεννιούνται τα παιδιά και οι μέρες ανήμπορες περνούν από τις λεωφόρους της καρδιάς μας τόσο βαριές σαν αρχαία τρίκυκλα.

Πάνε χρόνια από τότε. Το σπίτι άδειασε. Μονάχα ένα παιδικό καρεκλάκι ξέμεινε και το σκοτωμένο χρώμα του μαντιλιού που έβγαλε από το καπέλο του ο αλησμόνητος εκείνος, κύριος Καπέλος που μόνο στην φαντασία της Ροζαλίας κατόρθωσε να υπάρξει.  Όσο για την Ροζαλία, έχει για πάντα αποκοιμηθεί. Άσπρο, φεγγαρένιο πρόσωπο φαντάσου, κρυμμένο σε μαύρο μετάξι.

Α.Θ